Η Coca Cola και η δημοτική αρχή…

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Ο αγώνας: Στην Θεσσαλονίκη οι απεργοί της Coca Cola δίνουν  έναν πολύμηνο αγώνα: από την 1η Οκτωβρίου 2013 έως τώρα – σήμερα δε δικαιούται κανείς ενεργός πολίτης να προφασιστεί ότι δε γνωρίζει. Παρά το ότι η Coca Cola έκανε τα αδύνατα δυνατά για να αποσιωπήσει το ζήτημα: να θάψει την ειδησεογραφία, να «φιμώσει» στην πράξη τους απεργούς - για να μην ακουστούν τα αιτήματά τους.
Ο δήμος: Η δημοτική αρχή όλο αυτό το διάστημα δίνει ρεσιτάλ υποκρισίας: από τη μια προσπαθεί να παρουσιάσει ένα ανοικτό και δημοκρατικό προφίλ, από την άλλη οι αντιδημαρχίες αποδέχονται τα αργύρια των χορηγιών, από τη μια φιλοτεχνεί ένα δημοκρατικό προσωπείο, από την άλλη τα μέσα ενημέρωσης της Δημοτικής Επιχείρησης (TV 100, Fm 100) αποσιωπούν κάθε είδηση που αφορά στην απεργία και στο μποϊκοτάζ των προϊόντων της Coca Cola.
Ο δήμαρχος: Η Coca Cola τα τελευταία δύο έτη σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει το σταδιακό «κλείσιμο» του εργοστασίου και να παραπλανήσει το καταναλωτικό κοινό, ακολούθησε μια παράνομη πρακτική: πραγματοποιούσε «διαγωνισμούς» για να βάψει  δωρεάν κάποια σχολεία της Θεσσαλονίκης – το κοινωνικό πρόσωπο της πολυεθνικής είναι αυτό της καταπάτησης των νόμων και σε αυτήν την αθλιότητα συμμετείχε και ο δήμαρχος αυτοπροσώπως.
Η «αισθητική»: Η δημοτική αρχή ορθώς προχώρησε στην αποκάθαρση των επιφανειών των  κτιρίων του άξονα της πλατείας Αριστοτέλους (και σε άλλες περιοχές) από τις πινακίδες των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων: ήταν  όντως ένα απεχθές θέαμα και επιβάρυνε αρνητικά το αστικό τοπίο - μοναδική εξαίρεση από αυτό το μέτρο οι νόμιμες και παράνομες διαφημίσεις της Coca Cola.
Μετά την απομάκρυνση των πινακίδων τα σήματα της Coca Cola «ανέπνευσαν» και κυριαρχούν πλήρως: καταλαμβάνουν το δημόσιο χώρο, τηρώντας κάποτε μια επίφαση νομιμότητας, τις περισσότερες φορές όμως παρακάμπτοντας το νόμο και το πνεύμα του.
Το κέντρο της πόλης έχει κατακλυσθεί από ακαλαίσθητες τέντες, ομπρέλες, επιφάνειες ψυγείων, πλαστικά παραπετάσματα, διαφημιστικά καθίσματα: ένας διαρκής βιασμός του αστικού τοπίου από τα σήματα της Coca Cola και των «παραφυάδων» της – και δεν είναι μόνο το κέντρο της πόλης, αλλά και οι γειτονιές.
Η «φοροαποφυγή»: Όταν ήλθε στη δημοσιότητα η πρακτική της φοροδιαφυγής μέσω των οφσόρ εταιριών, οι υποστηρικτές της ασυδοσίας των πολυεθνικών και των εγχώριων επιχειρηματιών επινόησαν την λέξη «φοροαποφυγή»: η Coca Cola και οι άλλοι δεν φοροδιαφεύγουν, αλλά «φοροαποφεύγουν» .
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην περίπτωση της διαφημίσεων της Coca Cola: με την ανοχή των διοικήσεων του δήμου, η πολυεθνική διαφημιζόταν και διαφημίζεται δωρεάν στο δημόσιο χώρο – κα δεν πληρώνει και γίνεται ασύδοτη βιάζοντας συστηματικά το αστικό τοπίο.
Η «αισθητική»: Όσο φροντισμένο είναι το design των προϊόντων της Coca Cola και όσο επιμελημένες είναι οι τηλεοπτικές διαφημίσεις της, τόσο πρόστυχος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να επιβληθεί στο δημόσιο χώρο, να μεταβάλλει το αστικό τοπίο μιας πόλης: η Coca Cola  μεταχειρίζεται τον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης ως το χώρο μιας αποικίας κατανάλωσης.
Στην Ελλάδα τα ψυγεία, τη χρήση των οποίων «δωρίζει» στους κατόχους περιπτέρων και άλλων παρόμοιων καταστημάτων, λειτουργούν ως επιφάνειες διαφήμισης και ως μέσο εκβιασμού για την κατάκτηση μονοπωλιακής θέσης στην αγορά: τα εκτεθειμένα στο δημόσιο χώρο ψυγεία λειτουργούν ως διαφημιστικές επιφάνειες – αυτό που πέτυχε ο νομοθέτης με την κατάργηση των  γιγαντιαίων διαφημίσεων στις ταράτσες των πολυκατοικιών και τη μεταφορά τους στις  «ελεγχόμενες» στάσεις των αστικών λεωφορείων, το υπέσκαψε η Coca Cola με την πολιτική της δωρεάν χορήγησης ψυγείων. Το αποτέλεσμα ήταν, στο μεν οικονομικό επίπεδο να κυριαρχήσει σχεδόν μονοπωλιακά στην αγορά των αναψυκτικών, στο καλαισθητικό να μετατραπεί το  αστικό τοπίο σε κακάσχημη διαφημιστική επιφάνεια των προϊόντων της: το κέντρο της Θεσσαλονίκης φέρνει έντονα τα καλαισθητικά στοιχεία μιας αποικίας κατανάλωσης – ότι τα ψυγεία και ο χώρος γύρω τους λειτουργούν ως επιφάνειες διαφήμισης καταδεικνύεται από το γεγονός,  της τακτικής τοποθέτησης νέων αυτοκόλλητων διαφημίσεων και από την ύπαρξη επιφανειών που φωτίζονται, σα φωτεινές επιγραφές καταστήματος, κατά τη νύχτα.
Οι ομπρέλες: Όταν περνάει κανείς μπροστά από το δημαρχείο, βλέπει σαν «απλίκα» στην πρόσοψη μια ομπρέλα της Coca Cola: οι ομπρέλες, οι τέντες και τα καθίσματα αποτελούν μέσα για την αποίκιση του δημόσιου χώρου με τα σύμβολα της Coca Cola - σε πεζοδρόμους οι οποίοι υποτίθεται προσδίδουν μια άλλη αύρα στον αστικό χώρο, οι διάπλατα ανοιγμένες ομπρέλες της Coca Cola μας υπενθυμίζουν διαρκώς ποιος έχει το πάνω χέρι στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου και της αισθητικής των πολιτών της Θεσσαλονίκης. Όλα πρέπει να υπηρετούν την εμπορευματοποίηση και πιο συγκεκριμένα τους εμπορευματικούς στόχους της Coca Cola.
Η πολυεθνική εταιρία με την ανοχή, την απερισκεψία και την ανεπάρκεια των δημοτικών αρχών μετέτρεψε το δημόσιο χώρο της πόλης σε αποικία της: χωρίς να προκύπτει κανένα όφελος για τους πολίτες – όσοι επικαλούνται κάθε λίγο και λιγάκι τα «ανεπτυγμένα» και «πολιτισμένα» κράτη θα πρέπει να κοπιάσουν πολύ για να ανακαλύψουν παρόμοιες εικόνες με αυτές που συναντάμε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Ο δήμαρχος αντί να παριστάνει τον κοσμοπολίτη θα πρέπει να εγκαταλείψει τις υπεκφυγές: να «ανοίξει» τα δημοτικά μέσα ενημέρωσης για να ενημερωθούν οι πολίτες για το «τι πράγματι συμβαίνει με την Coca Cola» και το κλείσιμο του εργοστασίου, να απελευθερώσει τον αστικό χώρο από την καταδυνάστευση της Coca Cola – η Θεσσαλονίκη δεν είναι και δεν πρέπει να μετατραπεί σε αποικία κατανάλωσης
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια