Η αυτοκρατορία και η εποχή των οικονομικών εκβιασμών

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Υπάρχουν κάποιοι τίτλοι άρθρων, που περισσότερο επιζητούν να αποσπάσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρά να αποδώσουν το περιεχόμενο του κειμένου. “Το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα και η ασύμμετρη συμφωνία των καθεστωτικών κομμάτων”, έτσι τιτλοφόρησα ένα άρθρο μου, το Νοέμβριο του 2011, το οποίο συμπεριέλαβα και στο βιβλίο με τον τίτλο “Κείμενα” [Εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2012]. Ο τίτλος πομπώδης, αλλά αποδεικνύεται αποκαλυπτικός ως προς την τροπή που πήραν αργότερα τα πράγματα και που φαίνεται να ολοκληρώνεται, τουλάχιστον προσωρινώς, μετά τη δρομολόγηση των διαδικασιών για την υπογραφή συμφωνίας.
Κάποια σημεία του άρθρου προσέλκυσαν και προσελκύουν το ενδιαφέρον αναγνωστριών και αναγνωστών, φίλων και γνωστών, οι οποίοι έκαμαν και τις σχετικές παρατηρήσεις: θετικές και αρνητικές, ένδειξη και αυτό της σύγχυσης που επικρατεί στην πρόσληψη των πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων. Ο χαρακτηρισμός “κοινοβουλευτικό πραξικόπημα”, το οποίο χρησιμοποίησα για να περιγράψω τη απόρριψη της πρότασης για δημοψήφισμα του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, δίχασε τους αναγνώστες του συγκεκριμένου κειμένου.
Παραθέτω κάποια εδάφια από το άρθρο [Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011] ως προϋπόθεση για την καλύτερη κατανόηση, όσων θα ακολουθήσουν στη συνέχεια: “… ζούμε στιγμές πολιτικής παραλογίας και ηθικού εκπεσμού. Η μεταφυσική υποκρισία βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η χώρα ολισθαίνει σε κακοτοπιές και το μέλλον της προοιωνίζεται  σκοτεινό. Υποβαθμίζεται το κοινοβούλιο και υποβάλλεται πραξικοπηματικά ένας τραπεζίτης ως πρωθυπουργός της χώρας. Το διαρκές έγκλημα εις βάρος των θεσμών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος συντελείται προ των οφθαλμών μας”.
Και για την πρόταση του τότε πρωθυπουργού ανέφερα ότι: “… η πρόταση για δημοψήφισμα έφερε κάποια αναστάτωση. Αλλά οι αντιδράσεις ήταν γνωστές εκ των προτέρων. Η διάταξη των παλαιοκομματικών δυνάμεων και οι θέσεις τους δεδομένες. Ο δρόμος για ένα βελούδινο πραξικόπημα κοινοβουλευτικού τύπου προϋπέθετε την απόρριψή της πιο δημοκρατικής λύσης. Η πρόταση υποβλήθηκε δημοσίως για να απορριφθεί δημοσίως και να έχουν όλοι ένα άλλοθι, μια δικαιολογία. Όπως ακριβώς και έγινε με όλους τους τύπους της κοινωνίας του θεάματος: δηλώσεις, αντιδηλώσεις, κρίσεις, επικρίσεις, προτάσεις, αρνήσεις, διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις. Τα τανκς αυτή τη φορά δε βγήκαν στους δρόμους, μπήκαν μέσω της τηλεόρασης απευθείας στο σαλόνι του σπιτιού μας, με όλους τους κοινοβουλευτικούς τύπους. Η πολυφωνική και πολυκομματική δικτατορία των παλαιοκομματικών σχηματισμών επιβλήθηκε αναίμακτα. Τα “θύματα” θα τα αναζητούμε σε λίγα χρόνια στις στατιστικές του θανάτου, των ιατρικών δελτίων και της μετανάστευσης…”
Το άρθρο έκλεινε με την φράση: “Είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να γίνει”. Έκτοτε μεσολάβησαν πάρα πολλά, αλλά, κατά την κρίση μου, όχι αρκετά για να δώσουν λύσεις στο πρόβλημα της χώρας, το οποίο αναδεικνύεται ως ζήτημα μιας “συγκεχυμένης” Ευρώπης: μια προβληματική χώρα, σε μια προβληματική ένωση κρατών, αναζητά με προβληματικούς τρόπους λύσεις στα προβλήματά της.
Στο μεσοδιάστημα απωλέσαμε την αιτιακή συνάφεια πολλών πραγμάτων και η εποπτεία των ευρωπαϊκών εξελίξεων καθίσταται εξαιρετικώς περίπλοκη: εάν θα ήθελε κανείς να αποτιμήσει αυτό το πεντάμηνο των αλλεπάλληλων απειλών κα του διαρκούς εκφοβισμού δε θα μπορούσε παρά να εξάρει την -εκούσια ή συμπτωματική δεν έχει σημασία- συμβολή της ελληνικής πλευράς στον εντοπισμό των καίριων πολιτικών ζητημάτων που αφορούν στο μέλλον της Ευρώπης.
Η έντονη προστριβή των πέντε τελευταίων μηνών της ελληνικής κυβέρνησης με την επαγγελματική κάστα των Βρυξελλών ανέσυρε στην επιφάνεια χρόνια προβλήματα και συγγενείς αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η αρχιτεκτονική της Ένωσης παρουσιάζει έκδηλες αδυναμίες, ενώ ταυτοχρόνως το πολιτικό προσωπικό της είναι εκτεθειμένο στην κριτική και το μένος των θιασωτών της εθνικής κυριαρχίας: η άνοδος των λεγόμενων ευρωσκεπτικιστικών πολιτικών ομάδων στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής καθημερινότητας οφείλεται στην καλπάζουσα απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Η ελληνοευρωπαϊκή σύγκρουση ανέδειξε το κομβικό αυτό σημείο της εθνικής κυριαρχίας με έντονο τρόπο. Το προγραμματισμένο δημοψήφισμα στην Μεγάλη Βρετανία θα επαναφέρει το θέμα εκ νέου, ενώ οι συζητήσεις δε φαίνεται πως θα κοπάσουν τα επόμενα χρόνια. Πόση και τι είδους εθνική κυριαρχία χρειάζεται η νέα Ευρώπη;
Η διαφαινόμενη ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών συντηρητικής απόχρωσης, σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, προεικονίζει ένα εξαιρετικώς περίπλοκο ευρωπαϊκό μέλλον. Από την άλλη η πολιτική ήττα την οποία υπέστη η γραφειοκρατία των Βρυξελλών στο ελληνικό δημοψήφισμα θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναυσμα για μια μεταστροφή  του προσανατολισμού της Ένωσης: δυστυχώς κάτι τέτοιο δε διαφαίνεται και αυτό μόνο προβλήματα θα επισωρεύσει στην ήδη αδύναμη αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.
Τα πολιτικά αντανακλαστικά της νομενκλατούρας των Βρυξελλών φαίνεται πως ληθαργούν, ενώ οι αρχιτέκτονες του ευρωπαϊκού μονόδρομου με προεξάρχουσα τη συντηρητική πολιτική τάξη της Γερμανίας δε έχουν, προς το παρόν, διάθεση να μάθουν από τα λάθη της “ήττας” τους. Η πύρρειος νίκη εις βάρος της Ελλάδος συνοδεύτηκε από την απώλεια γοήτρου, δυσπιστία των εταίρων, μνησικακία των ευρωπαϊκών λαών και επιστροφή της εικόνας του ugly German στο προσκήνιο. Από την άλλη η ελληνική πλευρά – ναρκωμένη από την ψευδαίσθηση του δημοκρατικού κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πήρε το μάθημα της και συνειδητοποίησε, πλέον, ότι όποιος συνεχίζει να θέλει να ευρίσκεται εντός της Ενωμένης Ευρώπης, θα πρέπει να υποτάσσεται στα κελεύσματα και στους κανόνες του ευρωπαϊκού νεοκαπιταλισμού: η στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων θα ανοιγοκλείνει για όλους αναλόγως με τη συμμόρφωσή τους προς τους νεοκαπιταλιστικούς κανόνες της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής τάξης.
Οι ωμές παρεμβάσεις της ευρωπαϊκής νεοκαπιταλιστικής πολιτικής τάξης θα πρέπει  να κεντρίσουν τα αντανακλαστικά όλων των πολιτών της χώρας και θα πρέπει να σαρώσουν την αθωότητα – μερικές φορές είναι και ξεκάθαρη πολιτική αφέλεια – όλων εκείνων, οι  οποίοι ακόμη συνεγείρονται, είτε από το φάντασμα μιας “νέας Μεγάλης Ιδέας”, είτε από την ψευδαίσθηση μιας “Ευρώπης της αλληλεγγύης”. Η νομισματική ένωση θα συνεχίσει να συμβάλλει στο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η σύγκλιση των οικονομιών θα εξακολουθεί να είναι ανέφικτη και η “εξισορρόπηση” των διευρυνόμενων αντιθέσεων θα επιτυγχάνεται μέσω διαρκών “προγραμμάτων” λιτότητας και υποστήριξης. Στην γερμανική πολιτική ιδιόλεκτο, κυρίως της κυρίαρχης πολιτικής “δεξιάς”, χρησιμοποιούνται ευρέως εκφράσεις για τη χώρα μας, ίδιες και απαράλλαχτες με εκείνες που χρησιμοποιούνται για να προσδιορισθεί η στράτευση της γερμανικής δημοσιότητας στον αγώνα τον καλό της υποστήριξης των λαών του τρίτου, λεγόμενου, κόσμου, όπως π.χ. “βοήθεια για αυτοβοήθεια” κλπ..
Η συγκεκριμένη γλώσσα περιγραφής θα πρέπει να μας υποψιάζει και θα πρέπει να μας κρατάει σε διαρκή εγρήγορση: οφείλουμε να διατηρούμε συνεχώς ανοικτές όλες τις οπτικές και όλες τις προοπτικές  – συ-μετέχουμε στην Ευρώπη, αλλά δεν ανήκουμε σε αυτήν, όπως “ανήκει” σε κάποιον ένα ιδιοκτησιακό του στοιχείο. Κάθε παρέμβαση στην άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας είναι αντισυνταγματική και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται: προβάδισμα έχει το σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και όχι οι συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ότι αντιστρατεύεται το ελληνικό σύνταγμα απορρίπτεται, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Είναι φανερό, ότι όσοι χρηματοδοτούν μια χώρα θέλουν και να την ελέγξουν: κάτι τέτοιο ανήκει στη “φορά” των πραγμάτων – η αντίσταση του ελληνικού λαού θα πρέπει να οργανωθεί γύρω από αυτό το δεδομένο. Στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, ηττήθηκε κατά κράτος η πρώτη απόπειρα ελέγχου της εθνικής κυριαρχίας και η ωμή παρέμβαση των “δανειστών” στα ελληνικά πολιτικά πράγματα: θα επανέρχονται διαρκώς, όσο η χώρα κινείται στο πλαίσιο της Ευρώπης και όσο η Ευρώπη θα είναι προσανατολισμένη σε μια πολιτική “αυτοκρατορικού τύπου”.
Για αυτό το λόγο, η πολιτική γραφειοκρατική κάστα των Βρυξελλών θα συνεχίσει να υποσκάπτει κάθε πολιτική που αντιτίθεται στις επιλογές της και θα συνεχίσει να αναζητά πρόθυμους εκτελεστές των επιλογών της: στο εσωτερικό της χώρας θα ενταθεί το ιδεολογικό φαινόμενο του γραικυλισμού – τα συμφέροντα και η επιβίωση του ελληνικού λαού θα ταυτίζονται από τους “πρόθυμους” με τις επιθυμίες και τα κελεύσματα των νεοκαπιταλιστικών κέντρων εξουσίας.
Η συνεχής χρηματοδότηση μιας ανίσχυρης οικονομίας θα οδηγήσει στο εξής οξύμωρο σχήμα: οι ισχυροί χρηματοδότες, δε θα έρχονται μόνο αντιμέτωποι με την επιδίωξη των δανειζομένων να διατηρήσουν την εθνική τους κυριαρχία αλώβητη ή τουλάχιστον να πληγεί όσο το δυνατόν λιγότερο, αλλά θα προσκρούσουν και στη δική τους δυναμική κυριαρχίας, η οποία θα απορρέει από την διαρκώς ισχυροποιούμενη θέση τους στο ενδοευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας. Η ισχυροποίησή τους αυτή θα οδηγήσει με τη σειρά της σε ακόμη μεγαλύτερη τάση για έλεγχο των υποστηριζόμενων οικονομικώς κρατών, αλλά κάτι τέτοιο θα προκαλέσει και την εξίσου μεγαλύτερη αντίσταση εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν την εθνική τους κυριαρχία.
Στις χώρες που θα βασίζονται στα οικονομικά προγράμματα στήριξης θα ανθίσει ο εθνικισμός, όσο και μια κάστα συνεργατών με τους δανειστές και την ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, στις χώρες, από την άλλη, οι οποίες επωμίζονται την χρηματοδότηση της υποστήριξης των ασθενών ευρωπαϊκών οικονομιών, οι απώλειες θα υπεραναπληρωθούν με νέα εθνικιστικά ιδεολογήματα, τα οποία θα καθησυχάσουν τους φορολογουμένους των κρατών-χρηματοδοτών – αλλά, και αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, στα ανθρώπινα υπάρχουν πάντοτε περισσότερες από μία εκδοχές.

Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια