Σταύρος Μαυρουδέας
Η χώρα μας διατρέχει τον έβδομο χρόνο οικονομικής κρίσης και τον έκτο υπό τα δεσμά της Μνημονιακής πολιτικής. Η τελευταία επιβλήθηκε ουσιαστικά στη χώρα από την συμπαιγνία της εγχώριας ελίτ με τα ηγεμονικά κέντρα της ΕΕ χωρίς καμία ουσιαστική δημοκρατική διαβούλευση και μέσω εκβιασμών και παραπληροφόρησης. Πρόκειται για μία συνειδητά υφεσιακή πολιτική δομικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εγχώριας ελίτ και του ευρω-ιερατείου. Η πολιτική αυτή είναι σαφώς αντιλαϊκή (καθώς το κόστος της το επωμίζονται οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα), ενώ η προοπτική που υπόσχεται είναι επιεικώς ζοφερή. Η ενδεχόμενη επιστροφή της ανάπτυξης μπορεί να γίνει μόνο αν η χώρα μετασχηματισθεί σε μία «κινεζοποιημένη» οικονομία εξευτελιστικών μισθών, φθηνών περιουσιακών στοιχείων, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής εξειδίκευσης στην εξώτερη περιφέρεια της ΕΕ. Είναι μία υπερφιλόδοξη πολιτική καθώς απαιτεί δραματικές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που διακινδυνεύουν ανεξέλεγκτες (για το σύστημα) κοινωνικές εκρήξεις. Επιπλέον όμως έχει και σοβαρότατα τεχνικά προβλήματα (υπερβολικά εμπροσθοβαρής και αισιόδοξη, χωρίς μία αποτελεσματική αναδιάρθρωση χρέους και χωρίς την διευκόλυνση της συναλλαγματικής υποτίμησης) που προέκυψαν κυρίως λόγω πολιτικών επιταγών της ΕΕ. Τόσο λόγω της κοινωνικής αναταραχής όσο και λόγω των τεχνικών προβλημάτων της, η Μνημονιακή πολιτική αποτυγχάνει συστηματικά και απαιτεί συνεχώς νέες διορθώσεις, δάνεια και δεσμεύσεις. Όμως για το ευρω-ιερατείο και την εγχώρια ελίτ δεν υπάρχει άλλος δρόμος (βλέπε «Τι είναι (και τι δεν είναι) η Μνημονιακή στρατηγική και γιατί αποτυγχάνει συστηματικά»).
Καθώς όμως η Μνημονιακή πολιτική έχει βυθίσει την χώρα στην κρίση και την εξαθλίωση ξεκίνησε ακόμη και σε επίσημους κύκλους η συζήτηση για τις εναλλακτικές πολιτικές της. Αρχικά η επίσημη συζήτηση επικεντρώθηκε στην αναδιαπραγμάτευση και τροποποίηση των Μνημονίων. Αυτό εκφράσθηκε με τα Ζάππεια προγράμματα της ΝΔ που ουσιαστικά ζητούσαν μία πιο ήπια και λιγότερο εμπροσθοβαρή προσαρμογή. Χρησιμοποιήθηκαν σαν πρόγραμμα αλίευσης ψήφων και εγκαταλείφθηκαν την αμέσως επομένη της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας καθώς η ΕΕ ξεκαθάρισε ότι δεν δέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση. Το ίδιο έργο επαναλήφθηκε με τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδότησε προβάλλοντας την πλήρη κατάργηση της Μνημονιακής πολιτικής και την διαγραφή του χρέους (ενώ ψέλλισε ακόμη και το «καμία θυσία για το ευρώ» για να το αποσύρει πολύ γρήγορα). Υποσχέθηκε επίσης ότι αυτή η εναλλακτική είναι εφικτή μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Και αυτός με την σειρά του, εμπρός στην κατηγορηματική αντίθεση της ΕΕ, πρώτα υποχώρησε από την διαγραφή του χρέους στην επιμήκυνση του. Στη συνέχεια έκανε την μεγάλη κωλοτούμπα και όχι μόνο δεν ανέτρεψε τις Μνημονιακές πολιτικές λιτότητας αλλά συμφώνησε σε ένα τρίτο βάρβαρο και υφεσιακό Μνημόνιο.
Όλες αυτές οι παλινωδίες αποδεικνύουν ότι για την ΕΕ τα Μνημόνια είναι μονόδρομος. Καμία μικρή ή μεγάλη τροποποίηση τους δεν γίνεται αποδεκτή από το ευρω-ιερατείο και αυτό γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι μια βάρβαρη ταξική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης της ευρωζώνης και την διατήρηση των ελπίδων της για διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας από τις ΗΠΑ που δεν επιδέχεται ελαστικές οικονομικές πολιτικές (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί»). Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το ευρω-ιερατείο επιμένει σε μία οικονομική πολιτική που εντείνει τους πολιτικούς και οικονομικούς τριγμούς στο εσωτερικό της ΕΕ.
Επιπρόσθετα, είναι πλέον προφανές ακόμη και στους πιο αδαείς ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μετασχηματισμού του οικοδομήματος της ΕΕ. Η τελευταία συγκροτείται με βάση συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά και κρατικά συμφέροντα και δεν είναι μία εν γένει ένωση των ευρωπαϊκών χωρών. Σε όλη την μακρόχρονη διαδρομή της τα συμφέροντα αυτά αποτυπώνουν την ηγεμονία τους και επιβάλλουν τις επιλογές τους και, κατ’ αντιστοιχία, διαψεύδονται οι ψευδαισθήσεις περί εναλλακτικών δυνατοτήτων μέσα στα πλαίσια της.
Η πρόσφατη αποκάλυψη της απάτης του ΣΥΡΙΖΑ (περί εναλλακτικής εντός της ΕΕ όταν, παρά τα εκ των υστέρων υποκριτικά λεγόμενα, γνώριζε καλά ότι αυτό είναι ανέφικτο) εξώθησε την αριστερή πτέρυγα του να αποσκιρτήσει και να δημιουργήσει την ΛΑΕ. Η τελευταία, με αρκετές ομολογουμένως παλινωδίες μεταξύ κειμένων και δημόσιων τοποθετήσεων (βλέπε «Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ»), προτείνει ένα πρόγραμμα ανατροπής του Μνημονίου που βασίζεται στην έξοδο από την ΟΝΕ αλλά στην παραμονή στην ΕΕ. Μάλιστα σε συνεντεύξεις του Κ.Λαπαβίτσα η έξοδος από την ΟΝΕ δεν θεωρείται λύση ύστατης ανάγκης (όπως σε άλλες δηλώσεις στελεχών της ΛΑΕ) αλλά κεντρικός άξονας του οικονομικού προγράμματος της. Συγκεκριμένα, προτείνεται (α) ακύρωση των μνημονίων, τερματισμό της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, κατάργηση μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις, σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ,αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων), (β) διαγραφή μέρους του χρέους, (γ) εθνικοποίηση των τραπεζών, (δ) δημόσιο έλεγχο των επιχειρήσεων με στρατηγική σημασία, (ε) παραγωγική αναδιάρθρωση και (στ) έξοδο από το ευρώ. Το τελευταίο αποτελεί τον κεντρικό άξονα καθώς από αυτό εξαρτάται η εισοδηματική πολιτική, η αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και της πραγματικής οικονομίας και η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι αποδίδεται υπέρμετρη σημασία στην δυνατότητα της νομισματικής αλλαγής να αντιμετωπίσει το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων της οικονομίας και μάλιστα εγκαίρως. Συνακόλουθα παραγνωρίζεται ότι ακόμη και με εθνικό νόμισμα μία σειρά άλλες κρίσιμες αλλαγές προσκρούουν στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ορισμένες επιπρόσθετες διευκρινήσεις του Κ.Λαπαβίτσα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αναδεικνύουν – εκτός ορισμένων θετικών στοιχείων – τις βαθύτατες αντιφάσεις του προγράμματος αυτού.
Πρώτον, προτείνει στάση πληρωμών και στη συνέχεια διαπραγμάτευση για την συναινετική διαγραφή μέρους του χρέους. Όμως η πρόταση αυτή προτάθηκε ήδη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και απορρίφθηκε ρητά από το ευρω-ιερατείο. Για ποιο λόγο στο άμεσο μέλλον το ευρω-ιερατείο θα αλλάξει θέση;
Δεύτερον, η ανατροπή των μνημονιακών ρυθμίσεων θα είναι σταδιακή καθώς αναγνωρίζεται εμμέσως πλην σαφώς ότι η ανεργία θα παραμείνει σχετικά υψηλή για σημαντικό χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν θα συμβάλλει σε πληθωριστικές τάσεις λόγω υποτίμησης του νέου νομίσματος. Το ίδιο προφανώς εξυπονοείται – αλλά δεν λέγεται - για την αύξηση των μισθών. Η θέση αυτή φαλκιδεύει τις διαβεβαιώσεις περί άμεσης κατάργησης των Μνημονίων.
Τρίτον, η αλλαγή του νομίσματος θα γίνει σε σχέση 1 προς 1 και αργότερα θα υποτιμηθεί. Η πρόταση αυτή είναι το λιγότερο αξιοπερίεργη τεχνικά. Κατ’ αρχήν δεν διευκρινίζεται αν θα υπάρχει ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νέου νομίσματος στο διάστημα αυτό. Εάν υπάρχει τότε λογικά θα υπάρξει μία δραματική εκροή συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα γονατίσει την χώρα. Εάν δεν υπάρχει μετατρεψιμότητα τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος η μετατροπή να μην γίνει κατευθείαν στην (υποτιμημένη) νέα ισοτιμία. Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται το ύψος της υποτίμησης.
Τέταρτον, θεωρεί ότι η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που προέκυψε λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης εξαιτίας της Μνημονιακής λιτότητας) θα συνεχισθεί και σύντομα θα γίνει πλεονασματικό. Προφανώς υπονοείται ότι το τελευταίο θα συμβεί λόγω της υποκατάστασης εισαγωγών που θα γίνει εξαιτίας της εισαγωγής του νέου νομίσματος. Μάλιστα η υποκατάσταση εισαγωγών θα οδηγήσει επίσης σε κλαδική αναδιάρθρωση την οικονομία (με ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα σε βάρος της σημερινής τριτογενοποίησης). Η κλαδική αυτή αναδιάρθρωση θα γίνει με λοκομοτίβα τον δημόσιο τομέα αλλά και την δραστική συμβολή του ιδιωτικού τομέα. Όλα αυτά στα πλαίσια μίας νέας βιομηχανικής πολιτικής που ευθαρσώς παραδέχθηκε ο Κ.Λαπαβίτσας ότι δεν είναι επεξεργασμένη.
Αυτό το τελευταίο σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι επιπόλαιες θεωρίες της χρηματιστικοποίησης (τις οποίες υιοθετεί ο Κ.Λαπαβίτσας) αποδίδουν ελάχιστη σημασία στην πραγματική οικονομία. Η ελληνική εμπειρία δεν έχει καμία σχέση με τις θεωρίες αυτές (βλέπε «Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση»). Η ελληνική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις στρεβλώσεις της παραγωγικής δομής της χώρας που προκάλεσε η ένταξη της στην ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση και στην επιδείνωση των σχέσεων εξαρτημένης ανάπτυξης που προϋπήρχαν (που η ένταξη στην ΟΝΕ επιδείνωσε περαιτέρω). Τα προβλήματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι παράγωγα των στρεβλώσεων της πραγματικής οικονομίας. Για την ανάταξη τους δεν αρκεί μία ανταγωνιστική υποτίμηση ούτε απλά μία λίγο πιο επεμβατική δημόσια βιομηχανική πολιτική. Απαιτείται ένα μακροχρόνιο συνολικό πλάνο δομικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας υποχρεωτικής ισχύος που προφανώς θα είναι δημόσιο και ο βασικός βραχίονας του θα είναι οι δημόσιες επενδύσεις και η δημόσια ιδιοκτησία. Ο ιδιωτικός τομέας ούτε θέλει σε συνθήκες κρίσης να επωμισθεί τέτοιο κίνδυνο ούτε μπορεί να το κάνει. Όμως μία τόσο δραστική δημόσια πολιτική (με επιδότηση και προστασία κλάδων κλπ.) αντίκειται σαφώς στις συνθήκες της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και όχι απλά στην ΟΝΕ. Πως μπορεί αυτό να γίνει παραμένοντας μέσα στην ΕΕ;
Το παραπάνω ζήτημα αποτελεί και την βασική αντίφαση του προγράμματος της ΛΑΕ και που το κάνει να είναι μία ακόμη μη-ρεαλιστική εναλλακτική. Η Λυδία λίθος του ελληνικού προβλήματος είναι η σχέση της με την ΕΕ συνολικά.
Η αντίφαση αυτή αναδεικνύεται όταν εξετάσει κανείς την έξοδο από την ΟΝΕ με ταυτόχρονη παραμονή στην ΕΕ. Ο δρόμος αυτός μπορεί να είναι είτε συναινετικός είτε συγκρουσιακός. Στην πρώτη περίπτωση – και δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων (καθώς η Ελλάδα δεν είναι ούτε Αγγλία ούτε Σουηδία) – ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι τύπου σχεδίου Σόιμπλε (δηλαδή επιδεινώνοντας περαιτέρω την θέση της χώρας και εντείνοντας την εξάρτηση από την ΕΕ). Στην δεύτερη περίπτωση η σύγκρουση μοιραία θα οδηγήσει τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους στην έξοδο από την ΕΕ. Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτή είναι η μόνη επίπονη μεν αλλά ελπιδοφόρα δε ρεαλιστική εναλλακτική στη Μνημονιακή βαρβαρότητα (βλέπε «Έξοδος από την ΕΕ: η μόνη λύση στο αδιέξοδο»).
Η χώρα μας διατρέχει τον έβδομο χρόνο οικονομικής κρίσης και τον έκτο υπό τα δεσμά της Μνημονιακής πολιτικής. Η τελευταία επιβλήθηκε ουσιαστικά στη χώρα από την συμπαιγνία της εγχώριας ελίτ με τα ηγεμονικά κέντρα της ΕΕ χωρίς καμία ουσιαστική δημοκρατική διαβούλευση και μέσω εκβιασμών και παραπληροφόρησης. Πρόκειται για μία συνειδητά υφεσιακή πολιτική δομικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εγχώριας ελίτ και του ευρω-ιερατείου. Η πολιτική αυτή είναι σαφώς αντιλαϊκή (καθώς το κόστος της το επωμίζονται οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα), ενώ η προοπτική που υπόσχεται είναι επιεικώς ζοφερή. Η ενδεχόμενη επιστροφή της ανάπτυξης μπορεί να γίνει μόνο αν η χώρα μετασχηματισθεί σε μία «κινεζοποιημένη» οικονομία εξευτελιστικών μισθών, φθηνών περιουσιακών στοιχείων, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής εξειδίκευσης στην εξώτερη περιφέρεια της ΕΕ. Είναι μία υπερφιλόδοξη πολιτική καθώς απαιτεί δραματικές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που διακινδυνεύουν ανεξέλεγκτες (για το σύστημα) κοινωνικές εκρήξεις. Επιπλέον όμως έχει και σοβαρότατα τεχνικά προβλήματα (υπερβολικά εμπροσθοβαρής και αισιόδοξη, χωρίς μία αποτελεσματική αναδιάρθρωση χρέους και χωρίς την διευκόλυνση της συναλλαγματικής υποτίμησης) που προέκυψαν κυρίως λόγω πολιτικών επιταγών της ΕΕ. Τόσο λόγω της κοινωνικής αναταραχής όσο και λόγω των τεχνικών προβλημάτων της, η Μνημονιακή πολιτική αποτυγχάνει συστηματικά και απαιτεί συνεχώς νέες διορθώσεις, δάνεια και δεσμεύσεις. Όμως για το ευρω-ιερατείο και την εγχώρια ελίτ δεν υπάρχει άλλος δρόμος (βλέπε «Τι είναι (και τι δεν είναι) η Μνημονιακή στρατηγική και γιατί αποτυγχάνει συστηματικά»).
Καθώς όμως η Μνημονιακή πολιτική έχει βυθίσει την χώρα στην κρίση και την εξαθλίωση ξεκίνησε ακόμη και σε επίσημους κύκλους η συζήτηση για τις εναλλακτικές πολιτικές της. Αρχικά η επίσημη συζήτηση επικεντρώθηκε στην αναδιαπραγμάτευση και τροποποίηση των Μνημονίων. Αυτό εκφράσθηκε με τα Ζάππεια προγράμματα της ΝΔ που ουσιαστικά ζητούσαν μία πιο ήπια και λιγότερο εμπροσθοβαρή προσαρμογή. Χρησιμοποιήθηκαν σαν πρόγραμμα αλίευσης ψήφων και εγκαταλείφθηκαν την αμέσως επομένη της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας καθώς η ΕΕ ξεκαθάρισε ότι δεν δέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση. Το ίδιο έργο επαναλήφθηκε με τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδότησε προβάλλοντας την πλήρη κατάργηση της Μνημονιακής πολιτικής και την διαγραφή του χρέους (ενώ ψέλλισε ακόμη και το «καμία θυσία για το ευρώ» για να το αποσύρει πολύ γρήγορα). Υποσχέθηκε επίσης ότι αυτή η εναλλακτική είναι εφικτή μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Και αυτός με την σειρά του, εμπρός στην κατηγορηματική αντίθεση της ΕΕ, πρώτα υποχώρησε από την διαγραφή του χρέους στην επιμήκυνση του. Στη συνέχεια έκανε την μεγάλη κωλοτούμπα και όχι μόνο δεν ανέτρεψε τις Μνημονιακές πολιτικές λιτότητας αλλά συμφώνησε σε ένα τρίτο βάρβαρο και υφεσιακό Μνημόνιο.
Όλες αυτές οι παλινωδίες αποδεικνύουν ότι για την ΕΕ τα Μνημόνια είναι μονόδρομος. Καμία μικρή ή μεγάλη τροποποίηση τους δεν γίνεται αποδεκτή από το ευρω-ιερατείο και αυτό γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι μια βάρβαρη ταξική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης της ευρωζώνης και την διατήρηση των ελπίδων της για διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας από τις ΗΠΑ που δεν επιδέχεται ελαστικές οικονομικές πολιτικές (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί»). Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το ευρω-ιερατείο επιμένει σε μία οικονομική πολιτική που εντείνει τους πολιτικούς και οικονομικούς τριγμούς στο εσωτερικό της ΕΕ.
Επιπρόσθετα, είναι πλέον προφανές ακόμη και στους πιο αδαείς ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μετασχηματισμού του οικοδομήματος της ΕΕ. Η τελευταία συγκροτείται με βάση συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά και κρατικά συμφέροντα και δεν είναι μία εν γένει ένωση των ευρωπαϊκών χωρών. Σε όλη την μακρόχρονη διαδρομή της τα συμφέροντα αυτά αποτυπώνουν την ηγεμονία τους και επιβάλλουν τις επιλογές τους και, κατ’ αντιστοιχία, διαψεύδονται οι ψευδαισθήσεις περί εναλλακτικών δυνατοτήτων μέσα στα πλαίσια της.
Η πρόσφατη αποκάλυψη της απάτης του ΣΥΡΙΖΑ (περί εναλλακτικής εντός της ΕΕ όταν, παρά τα εκ των υστέρων υποκριτικά λεγόμενα, γνώριζε καλά ότι αυτό είναι ανέφικτο) εξώθησε την αριστερή πτέρυγα του να αποσκιρτήσει και να δημιουργήσει την ΛΑΕ. Η τελευταία, με αρκετές ομολογουμένως παλινωδίες μεταξύ κειμένων και δημόσιων τοποθετήσεων (βλέπε «Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ»), προτείνει ένα πρόγραμμα ανατροπής του Μνημονίου που βασίζεται στην έξοδο από την ΟΝΕ αλλά στην παραμονή στην ΕΕ. Μάλιστα σε συνεντεύξεις του Κ.Λαπαβίτσα η έξοδος από την ΟΝΕ δεν θεωρείται λύση ύστατης ανάγκης (όπως σε άλλες δηλώσεις στελεχών της ΛΑΕ) αλλά κεντρικός άξονας του οικονομικού προγράμματος της. Συγκεκριμένα, προτείνεται (α) ακύρωση των μνημονίων, τερματισμό της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, κατάργηση μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις, σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ,αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων), (β) διαγραφή μέρους του χρέους, (γ) εθνικοποίηση των τραπεζών, (δ) δημόσιο έλεγχο των επιχειρήσεων με στρατηγική σημασία, (ε) παραγωγική αναδιάρθρωση και (στ) έξοδο από το ευρώ. Το τελευταίο αποτελεί τον κεντρικό άξονα καθώς από αυτό εξαρτάται η εισοδηματική πολιτική, η αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και της πραγματικής οικονομίας και η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι αποδίδεται υπέρμετρη σημασία στην δυνατότητα της νομισματικής αλλαγής να αντιμετωπίσει το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων της οικονομίας και μάλιστα εγκαίρως. Συνακόλουθα παραγνωρίζεται ότι ακόμη και με εθνικό νόμισμα μία σειρά άλλες κρίσιμες αλλαγές προσκρούουν στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ορισμένες επιπρόσθετες διευκρινήσεις του Κ.Λαπαβίτσα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αναδεικνύουν – εκτός ορισμένων θετικών στοιχείων – τις βαθύτατες αντιφάσεις του προγράμματος αυτού.
Πρώτον, προτείνει στάση πληρωμών και στη συνέχεια διαπραγμάτευση για την συναινετική διαγραφή μέρους του χρέους. Όμως η πρόταση αυτή προτάθηκε ήδη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και απορρίφθηκε ρητά από το ευρω-ιερατείο. Για ποιο λόγο στο άμεσο μέλλον το ευρω-ιερατείο θα αλλάξει θέση;
Δεύτερον, η ανατροπή των μνημονιακών ρυθμίσεων θα είναι σταδιακή καθώς αναγνωρίζεται εμμέσως πλην σαφώς ότι η ανεργία θα παραμείνει σχετικά υψηλή για σημαντικό χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν θα συμβάλλει σε πληθωριστικές τάσεις λόγω υποτίμησης του νέου νομίσματος. Το ίδιο προφανώς εξυπονοείται – αλλά δεν λέγεται - για την αύξηση των μισθών. Η θέση αυτή φαλκιδεύει τις διαβεβαιώσεις περί άμεσης κατάργησης των Μνημονίων.
Τρίτον, η αλλαγή του νομίσματος θα γίνει σε σχέση 1 προς 1 και αργότερα θα υποτιμηθεί. Η πρόταση αυτή είναι το λιγότερο αξιοπερίεργη τεχνικά. Κατ’ αρχήν δεν διευκρινίζεται αν θα υπάρχει ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νέου νομίσματος στο διάστημα αυτό. Εάν υπάρχει τότε λογικά θα υπάρξει μία δραματική εκροή συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα γονατίσει την χώρα. Εάν δεν υπάρχει μετατρεψιμότητα τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος η μετατροπή να μην γίνει κατευθείαν στην (υποτιμημένη) νέα ισοτιμία. Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται το ύψος της υποτίμησης.
Τέταρτον, θεωρεί ότι η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που προέκυψε λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης εξαιτίας της Μνημονιακής λιτότητας) θα συνεχισθεί και σύντομα θα γίνει πλεονασματικό. Προφανώς υπονοείται ότι το τελευταίο θα συμβεί λόγω της υποκατάστασης εισαγωγών που θα γίνει εξαιτίας της εισαγωγής του νέου νομίσματος. Μάλιστα η υποκατάσταση εισαγωγών θα οδηγήσει επίσης σε κλαδική αναδιάρθρωση την οικονομία (με ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα σε βάρος της σημερινής τριτογενοποίησης). Η κλαδική αυτή αναδιάρθρωση θα γίνει με λοκομοτίβα τον δημόσιο τομέα αλλά και την δραστική συμβολή του ιδιωτικού τομέα. Όλα αυτά στα πλαίσια μίας νέας βιομηχανικής πολιτικής που ευθαρσώς παραδέχθηκε ο Κ.Λαπαβίτσας ότι δεν είναι επεξεργασμένη.
Αυτό το τελευταίο σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι επιπόλαιες θεωρίες της χρηματιστικοποίησης (τις οποίες υιοθετεί ο Κ.Λαπαβίτσας) αποδίδουν ελάχιστη σημασία στην πραγματική οικονομία. Η ελληνική εμπειρία δεν έχει καμία σχέση με τις θεωρίες αυτές (βλέπε «Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση»). Η ελληνική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις στρεβλώσεις της παραγωγικής δομής της χώρας που προκάλεσε η ένταξη της στην ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση και στην επιδείνωση των σχέσεων εξαρτημένης ανάπτυξης που προϋπήρχαν (που η ένταξη στην ΟΝΕ επιδείνωσε περαιτέρω). Τα προβλήματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι παράγωγα των στρεβλώσεων της πραγματικής οικονομίας. Για την ανάταξη τους δεν αρκεί μία ανταγωνιστική υποτίμηση ούτε απλά μία λίγο πιο επεμβατική δημόσια βιομηχανική πολιτική. Απαιτείται ένα μακροχρόνιο συνολικό πλάνο δομικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας υποχρεωτικής ισχύος που προφανώς θα είναι δημόσιο και ο βασικός βραχίονας του θα είναι οι δημόσιες επενδύσεις και η δημόσια ιδιοκτησία. Ο ιδιωτικός τομέας ούτε θέλει σε συνθήκες κρίσης να επωμισθεί τέτοιο κίνδυνο ούτε μπορεί να το κάνει. Όμως μία τόσο δραστική δημόσια πολιτική (με επιδότηση και προστασία κλάδων κλπ.) αντίκειται σαφώς στις συνθήκες της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και όχι απλά στην ΟΝΕ. Πως μπορεί αυτό να γίνει παραμένοντας μέσα στην ΕΕ;
Το παραπάνω ζήτημα αποτελεί και την βασική αντίφαση του προγράμματος της ΛΑΕ και που το κάνει να είναι μία ακόμη μη-ρεαλιστική εναλλακτική. Η Λυδία λίθος του ελληνικού προβλήματος είναι η σχέση της με την ΕΕ συνολικά.
Η αντίφαση αυτή αναδεικνύεται όταν εξετάσει κανείς την έξοδο από την ΟΝΕ με ταυτόχρονη παραμονή στην ΕΕ. Ο δρόμος αυτός μπορεί να είναι είτε συναινετικός είτε συγκρουσιακός. Στην πρώτη περίπτωση – και δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων (καθώς η Ελλάδα δεν είναι ούτε Αγγλία ούτε Σουηδία) – ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι τύπου σχεδίου Σόιμπλε (δηλαδή επιδεινώνοντας περαιτέρω την θέση της χώρας και εντείνοντας την εξάρτηση από την ΕΕ). Στην δεύτερη περίπτωση η σύγκρουση μοιραία θα οδηγήσει τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους στην έξοδο από την ΕΕ. Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτή είναι η μόνη επίπονη μεν αλλά ελπιδοφόρα δε ρεαλιστική εναλλακτική στη Μνημονιακή βαρβαρότητα (βλέπε «Έξοδος από την ΕΕ: η μόνη λύση στο αδιέξοδο»).
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το Stavros Mavroudeas Blog
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου