«Τι μαλακίες τρώγαμε στη μάπα ρε φίλε …». Του Νίκου Σερβετά

Στα μαθηματικά, αν στην προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος βρεθεί κάποιος σε αδιέξοδο, μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να φθάσει στη λύση: Να ξαναπιάσει το πρόβλημα από την αρχή. Όσο κι αν προσπαθήσει να προχωρήσει από το σημείο που βρίσκεται δεν θα τα καταφέρει, είναι σχεδόν βέβαιο. Αυτό λέει, τουλάχιστον, η επιστημονική γνώση.
Όμως, στη ζωή τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Δεν μπορεί κανένας να πιάσει τα πράγματα από την αρχή. Διότι η αρχή έχει χαθεί, έχει φύγει τόσο μακρυά όσο και η προηγούμενη ζωή του. Όταν λοιπόν βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο δεν του μένει, πέρα από τις όποιες διαπιστώσεις κάνει, να ξαναβρεί όχι την φυσική αρχή αλλά τις ηθικές αρχές, αυτές που τον διαμόρφωσαν και τον οδήγησαν στο σημείο που βρίσκεται.
Τότε, και με ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του, να αποφασίσει, να δει αν ο γύρω χώρος, εκεί που βλέπει το αδιέξοδο, έχει τις ίδιες ή ανάλογες αρχές με τον ίδιο.
Αν διαπιστώσει ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, μπορεί εύκολα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται και αδιέξοδο. Απλώς, ο γύρω χώρος είναι λάθος!
Δεν έχω διαβάσει καλύτερο κείμενο, που μέσα σε λίγες μόνο λέξεις να έχει περιγράψει και τον «γύρω χώρο» αλλά και την διέξοδο. Πρόκειται για ένα πολύ μικρό αλλά ταυτόχρονα πολύ ουσιαστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «… καλά εσύ σκοτώθηκε νωρίς».
Αντιγράφω:
«… έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Δίαβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δύο αγόρια ή δύο κορίτσια όμοια σαν δύο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ».
Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες.
Και την ιστορία την πουτάνα έτσι την γράφουνε και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νοιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη.
Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν γράφουν και δεν καταλαβαίνουν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μιά ολόκληρη ιστορία…
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για τον μαστρο- Στέφανο … τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη…
Καλά, αυτά είναι άλλη ιστορία. Μωρέ ήσουνα τυχερός σου λέω… Κοίτα να δεις, ύστερα από κάθε ήττα ή στραπάτσο που παθαίνουμε, κάνουμε πολιτικές αναλύσεις για τις αιτίες, κριτική και αυτοκριτική και τα ρέστα. Κατ’ αρχήν υπάρχει ένα κόλπο που το λένε διαλεκτική. Αυτό είναι, να πούμε, σαν της πουτάνας το μαγκάλι. Όλοι ανάβουν, όλοι ζεσταίνονται με βάση αυτό το κόλπο, τα λένα όλα και τίποτα. Διότι η πραγματικότητα είναι πολυσήμαντη και πολυεδρική, δρουν πλήθος παράγοντες, ανέβηκαν οι αστάθμητοι παράγοντες, κατέβηκαν οι σταθμισμένοι… Σου γανώνουν το μυαλό και στο τέλος φάβα η ιστορία.
Το ίδιο και η κριτική και η αυτοκριτική. Γίνεται σε βάθος και σε πλάτος, που λένε, μαστουριάζουμε στο λακιρντί και στο ντοκουμέντο και στο τέλος βγαίνει ότι λίγο πολύ όλοι φταίμε, ούτε κανένας τρώει ξύλο, ούτε κανένας σκοτώνεται, ούτε κανένας παραιτείται, ούτε κανένας αυτοκτονεί, γι’ αυτό φαίνεται βγάλαν τη θεωρία πως η αυτοκτονία είναι δειλία.
Τι μαλακίες τρώγαμε στη μάπα ρε φίλε. …»
*              Εκδόσεις «Γράμματα», Αθήνα 1985.