«Επαγγελματίες» της βίας και «αντάρτικο πόλεων»

Tου Σταυρου Λυγερού
Η νεολαία ήταν και παραμένει ένας ευαίσθητος δείκτης της κοινωνικής
δυναμικής. Εάν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 ειδωθούν μέσα από το πρίσμα της μετέπειτα οξύτατης κρίσης προσφέρουν μία πρόσθετη απόδειξη. Ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου είχε σοκάρει και είχε εξοργίσει την κοινή γνώμη. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσε από μόνος του να προκαλέσει εξέγερση. Στην πραγματικότητα, λειτούργησε σαν καταλύτης. Ο κάμπος πήρε φωτιά, επειδή ήταν ξερός, έστω κι αν αυτό τότε δεν φαινόταν. Η έκρηξη πήρε τη μορφή μιας ιδιότυπης νεανικής εξέγερσης χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά με μεγάλη ένταση.
Οι νέοι εισπράττουν την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των θεσμών. Εισπράττουν τις κοινωνικές ανισότητες και το τέλμα από τις επιπτώσεις τους στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Βιώνουν, επίσης, με ανασφάλεια το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον τους. Η διάχυτη αίσθηση της εκ των προτέρων ματαίωσης πυροδοτείται από τη συλλογική υπαρξιακή ανάγκη κάθε νέας γενιάς να βιώσει τη μοναδική εμπειρία της συλλογικής «μέθης» και να δημιουργήσει τα δικά της γεγονότα.
Μέσα απ’ αυτά μία ολόκληρη γενιά βαπτίζεται στην πολιτική του πεζοδρομίου και ενηλικιώνεται πολιτικά κατά τρόπο αμφιλεγόμενο. Μια γενιά υπερπροστατευμένη και ταυτοχρόνως πιεσμένη, με υψηλό δείκτη καταναλωτισμού και ταυτοχρόνως με θολές προοπτικές, χωρίς να ανήκει σε απτή κοινότητα και ταυτοχρόνως με πολύ μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας.
Σε συνθήκες παρακμής, η πολιτική με συμβατικούς όρους είναι για τους νέους μακρινή κι απεχθής. Αντιθέτως, οι διαδηλώσεις τους συγκινούν. Όχι μόνο γιατί είναι το μεγάλο πάρτι του χαβαλέ και της ασυδοσίας, αλλά και γιατί η σύγκρουση με τα ΜΑΤ βιώνεται ως έμπρακτη ενηλικίωση. Οι νέοι έχουν την τάση να καταπατούν τα όρια. Πολύ περισσότερο, όταν υπήρξε ένα τόσο ισχυρό ερέθισμα, όπως ο φόνος του 15χρονου μαθητή. Η εξέγερση με ιδεολογική αναφορά και καλούς τρόπους, που ορισμένοι φαντασιώνονται, δεν υφίσταται ως ενδεχόμενο. Από το 1968 και το 1973 έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας.
Στην «τηλεοπτική δημοκρατία», βεβαίως, καριέρα δεν κάνουν τόσο οι διαδηλωτές, όσο οι βάνδαλοι. Κυνηγώντας το θέαμα, τα κανάλια τούς έχουν μετατρέψει σε αναμφισβήτητους πρωταγωνιστές. Έχουν, άλλωστε, όλες τις προδιαγραφές: Χωρίς πολιτική πλατφόρμα, χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς, είναι απρόσωποι, dark, ριψοκίνδυνοι, καταστροφείς, σκληροί στις μάχες του δρόμου και με διάθεση να βεβηλώσουν τα «ιερά και τα όσια».
Αυτά συνθέτουν ένα ελκυστικό πρότυπο για ατίθασους νέους, που νιώθουν ασφυκτικά εγκλωβισμένοι σ’ ένα μίζερο παρόν και σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά και για ανήσυχους γόνους μεσοστρωμάτων, που βλέπουν σ’ αυτή την οδό μια ευκαιρία να επαναστατήσουν για όσα δεν τους αρέσουν. Είναι επίσης ελκυστικό πρότυπο για όσους η σύγκρουση με τα ΜΑΤ έχει καταντήσει ο μόνος τρόπος για να μπουν, έστω και με κουκούλα, στο προσκήνιο. Γι’ αυτό και η τρέχουσα διάκριση μεταξύ «καλών» φοιτητών/μαθητών και «κακών» κουκουλοφόρων είναι πολύ σχετική. Η απόσταση που χωρίζει το ρομαντισμό από το μηδενισμό είναι πολύ πιο μικρή απ’ όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται.
Με την πάροδο των χρόνων, στον αντιεξουσια στικό χώρο έχει διαμορφωθεί ένας σκληρός πυρήνας «επαγγελματιών» της βίας, που διαθέτουν οργάνωση. Ανήσυχοι και εξεγερμένοι νεαροί, που έλκονται από την «αισθητική της καταστροφής» και βιώνουν τη συμμετοχή σε ομάδες κρούσης σαν τελετουργία μύησης, μεταλλάσσονται γρήγορα σε τεχνικούς της βίας. Τέτοιες ομάδες συνήθως διολισθαίνουν σε λούμπεν πρακτικές και ενδεχομένως σε πρακτικές ένοπλης δράσης.
Όταν το εξεγερσιακό κύμα του 2008 υποχώρησε, η φαντασίωση μιας δυναμικής συνέχειας με άλλα μέσα τροφοδότησε τη δεξαμενή απ’ όπου αντλούν οι επιδρομικές ομάδες, από τις οποίες σε δεύτερο επίπεδο αντλεί η τρομοκρατία. Οι ορίζουσες του τρομοκρατικού φαινομένου έχουν αλλάξει. Το μοντέλο της κλειστής και σχεδόν επαγγελματικής οργάνωσης με ιδεολογικοπολιτικές αναφορές και κώδικες συμπεριφοράς, όπως ήταν η «17 Νοέμβρη», έχει εγκαταλειφθεί.
Το κλίμα ευνοεί τη δημιουργία διάσπαρτων ένοπλων ομάδων. Ο σχετικά χαμηλός βαθμός επαγγελματισμού τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες, αλλά και περισσότερο απρόβλεπτες. Πρόκειται για ένα νέου τύπου «αντάρτικο πόλεων», που θυμίζει το διάσπαρτο ένοπλο κίνημα της Αυτονομίας στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970. Αν αυτό ίσχυε πριν το ξέσπασμα της κρίσης, τώρα ισχύει στο τετράγωνο. Η αστυνομική δράση είναι ικανή να εξαρθρώσει ένοπλες οργανώσεις, αλλά όχι να αποτρέψει την αναπαραγωγή του τρομοκρατικού φαινομένου. 
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 9/12/10 http://e-parembasis.blogspot.com/2010/12/blog-post_3907.html

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια