«...Μη λησμονάτε τη χώρα μου»


Συγγραφέας: 
Καραμπελιάς Γιώργος, Ρακκάς Γίωργος
Ένα, η αποχή
Η αποχή διογκώθηκε ακόμα περισσότερο κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Άγγιξε το 55% πανελλαδικά, το 65% στην Αθήνα και τον Πειραιά, και το 55% στη Θεσ/νίκη.
Η άρνηση της πλειοψηφίας των πολιτών να προσέλθει στις κάλπες δεν μαρτυράει μόνο την ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού, επειδή λίγο ως πολύ «όλοι είναι ίδιοι». Πλέον, το πρόβλημα είναι βαθύτερο, αγγίζει τις ίδιες τις πολιτειακές βάσεις του συστήματος. Γιατί πολλοί απέχουν από τις εκλογές επειδή πιστεύουν ότι η ελληνική δημοκρατία είναι ανίκανη να διαφυλάξει τις συλλογικές τους τύχες, μιας και αυτές αποφασίζονται πλέον αλλού, στις Βρυξέλλες, από την Μέρκελ και τους Γιούνκερ. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίσθημα απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, υπονόμευση του εθνικού αυτεξούσιου, και κατά συνέπεια απομάκρυνσης από τον μηχανισμό που, έστω και στρεβλά, το καθόριζε μέχρι σήμερα, τις εκλογές.


Αυτή την διάσταση της αποχής κανένας δεν την θίγει σήμερα. Κι αυτό γιατί είναι εκείνη που αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης. Ότι δηλαδή, η εξουσία στην Ελλάδα σήμερα είναι κατοχική, δοτή από τη γερμανική ηγεμονία της ΕΕ. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εκλογές του Καλλικράτη ήσαν κατοχικές εκλογές, και μόνον έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε την τεράστια αποχή με την οποία επισφραγίστηκαν.

Δύο, Η «νεκρανάσταση» του ΠΑΣΟΚ 
Το ΠΑΣΟΚ νεκραναστήθηκε επικοινωνιακά στο νήμα του δεύτερου γύρου των δημοτικών εκλογών, λόγω της επικράτησης του Καμίνη στην Αθήνα, του Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη και του Τατούλη στην Πελοπόννησο. Η επικράτηση αφορούσε «ανεξάρτητους» υποψήφιους, που ταυτίζονταν εν μέρει και κυρίως ιδεολογικά με το ΠΑΣΟΚ, και όχι βέβαια με το κόμμα ή με την διακυβέρνηση την οποία ασκεί τον τελευταίο χρόνο. Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα νέο σχέδιο συναίνεσης και διάσωσης του καθεστώτος ΠΑΣΟΚ, το οποίο διαμορφώθηκε κυρίως από την Ντόρα Μπακογιάννη (που στήριξε τον Τατούλη και τον Μπουτάρη), τον Καρατζαφέρη (που στήριξε τον Τατούλη) τον Κουβέλη, τη Δημοκρατική Αριστερά, τον Τρεμόπουλο και τους Οικολόγους, και στο οποίο συμμετέχει υπογείως ή ανοικτά και ένα μέρος του Συνασπισμού και των «Εξαρχείων» (Βλέπε Κούλογλου, Θεοτοκάς και άλλοι υπογράφοντες υπέρ Καμίνη). Περιλαμβάνει ευθυγράμμιση στα βασικά με το καθεστώς, αλλαγή στα πρόσωπα μέσω  διάφορων εθνομηδενιστικών προσωπικοτήτων των διανοούμενων στρωμάτων, λίγο πράσινη ανάπτυξη, και ένα ήπιο στυλ που επιθυμεί να συνεχίσει τη λεηλασία της χώρας μας με το βαμβάκι. Πρόκειται στην ουσία για το πρόπλασμα και την πειραματική δοκιμή της Οικουμενικής διακυβέρνησης του μνημονίου που βρίσκεται στα σκαριά.
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περιβόητες «νίκες» στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αφορούν σε έναν σκληρό πυρήνα μόλις 14% έως 20% του συνόλου των ψήφων, δηλαδή του μάξιμουμ των εθνομηδενιστικών, «κατοχικών» δυνάμεων, που όμως είναι συσπειρωμένοι, με πρόγραμμα και ξεκάθαρη στρατηγική, που τους την παρέχουν συγκροτήματα Τύπου, πρεσβείες, και «δεξαμενές σκέψης». Διότι, όταν απέναντί τους έχουν τον Άνθιμο, τη Χρυσή Αυγή, τον Ψωμιάδη και άλλες τέτοιες «φυσιογνωμίες», μπορούν να κερδίζουν έστω και από τη θέση μιας αισχρής, αλλά οργανωμένης, μειοψηφίας.
Και όμως το σχέδιο αυτό, όντας μειοψηφικό, θα αποτύχαινε ολοκληρωτικά αν δεν έβρισκε ευνοϊκές συνθήκες που έκριναν την τελευταία στιγμή την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Πρώτον, την απόρριψη από τους πολίτες του «αντίπαλου δέους», που εξέφραζαν ο φθαρμένος και ανίκανος Κακλαμάνης, ο ωχρός, συνεχιστής του Παπαγεωργόπουλου, Γκιουλέκας και οι ανύπαρκτοι Δράκος και Κικίλιας. Επιπλέον, ουσιώδης ήταν η συμβολή του σύμμαχου του Γιωργάκη… Ερντογάν στην κατάκτηση της περιφέρειας Θράκης, όπου ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ κέρδισε στηριγμένος αποκλειστικά στις κατευθυνόμενες μουσουλμανικές ψήφους – έλαβε πάνω από 65% στη Ροδόπη ενώ έχασε όλους τους άλλους νομούς της περιφέρειας.
 Δεύτερον, την έξαρση ενός συντηρητικού κανιβαλισμού. Γιατί ο παλαιοσυντηρητικός χώρος, με την ανικανότητά και τη διαφθορά του (Παπαγεωργόπουλος, Κακλαμάνης), και τους άθλιους τρόπους με τους οποίους παρεμβαίνει, το μόνο που καταφέρνει είναι να συκοφαντεί την υπόθεση της εθνικής μας ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας και να δίνει άλλοθι σε πλατιά μεσοστρώματα (κυρίως αριστερά και «προοδευτικά») να στοιχίζονται πίσω από τις δυνάμεις του καθεστώτος, δήθεν εναντίον του “σκοταδισμού”. Το ίδιο συνέβη στη Θεσσαλονίκη, με τις παρεμβάσεις του Άνθιμου, τη συνακόλουθη θυματοποίηση του Μπουτάρη, τη συσπείρωση διανοούμενων κύκλων της χαβιαροαριστεράς (βλέπε περιοδικό Ένεκεν), και τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη σύγκλιση ευρύτερων δυνάμεων του μνημονίου, του ΔΝΤ, της Ντόρας, της Αριστεράς και των… αντιεξουσιαστών, στον αγώνα ενάντια στον «σκοταδισμό». Το ίδιο συνέβη στην περίπτωση του Καμίνη με τη Χρυσή Αυγή,  κ.ο.κ.

Τρία, η λανθασμένη στρατηγική της Ν.Δ.
Το ΠΑΣΟΚ βρήκε ανέλπιστη βοήθεια, επίσης, από τα σημαντικά λάθη τακτικής, εκτός από τις λανθασμένες επιλογές προσώπων, τα οποία πραγματοποίησε η ΝΔ καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Πρώτον, στο ότι θεώρησε πως η αντιμνημονιακή ψήφος του πρώτου γύρου θα μπορούσε στον δεύτερο γύρο να εκφραστεί με μια καθολική συσπείρωση όλων γύρω από τη Νέα Δημοκρατία, την ίδια στιγμή που ακόμα δεν είχε εξασφαλίσει την συσπείρωση του σκληρού της πυρήνα, την αποκατάσταση των ισορροπιών μέσα στο κόμμα, και προπαντός δεν έχει ακόμα πείσει τον κόσμο πως η Νέα Δημοκρατία μπορεί να διαμορφώσει μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Έτσι έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη για ένα κόμμα το οποίο είχε μόλις καταφέρει να βγει από τον θάλαμο ανανήψεως, κι έθεσε τις βάσεις για το επικοινωνιακό ψαλίδισμα των επιδόσεών της, από το οργουελιανό τηλεοπτικό καθεστώς, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα οι επιδόσεις αυτής της κουτσουρεμένης Νέας Δημοκρατίας μάλλον θετικές θα έπρεπε να θεωρηθούν (πέντε περιφέρειες, εντυπωσιακή άνοδος των ψήφων στην Αττική, επικράτηση στον Πειραιά κ.λπ.)
Δεύτερον, απέτυχε να κόψει τους δεσμούς της με την προηγούμενη περίοδο της καθίζησης της ΝΔ. Δηλαδή, να διαχωριστεί από την παρακμή της καραμανλικής περιόδου – γιατί δεν είναι μόνο η Ντόρα, και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει το πρόβλημα. Και επιπλέον να τραβήξει σαφείς διαχωριστικές γραμμές από την καταστροφική διαχείριση των Κακλαμάνη και Παπαγεωργόπουλου, οι οποίες έσπρωξαν πολύ κόσμο στο να στηρίξουν τον Καμίνη και τον Μπουτάρη, μόνο και μόνο για να εκδικηθούν τις  ανίκανες δημοτικές αρχές των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας.

Τέσσερα, θέλει αρετήν και τόλμην ...
Πάντως, το δίδαγμα της εκλογικής αναμέτρησης είναι σαφές. Πρώτον, βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά αποσύνθεσης, ζούμε το τέλος του παλιού κόσμου, ενώ το νέο δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ως συνεκτική και πειστική πρόταση. Γι’ αυτό η αμφισβήτηση του καθεστώτος παίρνει κυρίως χαρακτηριστικά απόρριψης, αποχής και άκυρου.
Και αυτό καταδεικνύεται και εκ του αντιθέτου. Όπου υπήρχαν σοβαρές και πραγματικά ανεξάρτητες επιλογές, εκεί σαρώθηκε όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και το βαθύ νεοδημοκρατικό, εξίσου διεφθαρμένο, κατεστημένο. Στη Λέσβο, ο Δημήτρης Βουνάτσος «σάρωσε» στις εκλογές ενάντια στις επιλογές και των δύο μεγάλων κομμάτων, διπλασιάζοντας σχεδόν τις ψήφους του στον δεύτερο γύρο, γεγονός που απεκρύβη επιμελώς από όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. Και ανάλογες επιλογές έγιναν σε δεκάδες δήμους σε όλη την Ελλάδα, όπως στο Περιστέρι, τη Νέα Ιωνία, τις Σάπες κ.λπ. (Το ΠΑΣΟΚ απώλεσε ακόμα και το φέουδο της Πάτρας). Εξ άλλου και εκεί που οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ επικράτησαν είναι όπου εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητοι (Βόλος, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, κ.λπ.).
Παράλληλα, το άκυρο και το λευκό αποτελούν μια νέα σημαντική επιλογή πέραν της αποχής ή της ενεργού στήριξης κάποιων υποψηφίων. Στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, 9,10% των ψηφισάντων, 540.000 ψήφοι, και στον δεύτερο, 11,67 %, πάνω από 490.000, παρά την μειωμένη συμμετοχή. Και όταν μάλιστα στον πρώτο γύρο υπήρχε πληθώρα επιλογών. Πρόκειται για ένα ενδιάμεσο, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό βήμα ανάμεσα στην αποχή και την θετική ψήφο για κάτι που σήμερα δεν υπάρχει. Και πάντως πρόκειται για μια στάση ενεργητικής απόρριψης.

Πέντε, νίκη των εθνομηδενιστών;
Παρότι λοιπόν οι «νίκες» των «μνημονιακών» είναι απολύτως μειοψηφικές δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν και πραγματικές νίκες τους. Όταν μάλιστα αναλογιστούμε ότι, στο εσωτερικό των καθεστωτικών δυνάμεων, κέρδισαν οι πλέον εθνομηδενιστικές δυνάμεις και αντιλήψεις. Πράγματι, ο Καμίνης, ο Μπουτάρης, ο Τατούλης –και προπαντός οι δύο πρώτοι– συνιστούν πραγματικό κίνδυνο, έχοντας εκλεγεί στα δύο νευραλγικότερα και σημαντικότερα –συμβολικά και πραγματολογικά– κέντρα της χώρας. Ο Καμίνης «θα αναλάβει», επικοινωνιακά, το μεταναστευτικό, το μεγαλύτερο δηλαδή κοινωνικό πρόβλημα της Αθήνας, και ο Μπουτάρης τα εθνικά θέματα, κατ’ εξοχήν το Μακεδονικό και τη νεο-οθωμανική απειλή, ως δήμαρχος μιας πόλης όπου τα επόμενα χρόνια θα κριθεί εν πολλοίς η κατεύθυνση που θα πάρει η χώρα έναντι της Τουρκίας! Και αυτό για τέσσερα ολόκληρα χρόνια!
Βέβαια, όπως έχουν επισημάνει πολλοί φίλοι, η παρουσία των πιο ακραίων εκφραστών του εθνομηδενισμού, σε μια οικονομική και πολιτική συγκυρία που υποχρεώνει τη μεγάλη μάζα των Ελλήνων σε μια πατριωτική «στροφή», άσχετα και πέρα από πολιτική προέλευση, θα υποχρεώσει σε ξεκαθάρισμα αντιλήψεων, απόψεων και στρατηγικών.
Διότι πλέον κατέστη προφανές πως ο εθνομηδενισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από το «μείγμα πολιτικής» και απόψεων που μέχρι σήμερα εξέφραζε τον «πατριωτικό χώρο». Δεν αρκεί η πλειοψηφική απεύθυνση. Δεν αρκεί η ύπαρξη ενός χώρου που άλλοτε εκφράζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη, άλλοτε με τον… Άνθιμο, ή ακόμα και με τον… Λαζόπουλο, με σωστές τοποθετήσεις αρκετές φορές, αλλά ενίοτε και με παλινωδίες, στροφές τους, εμμονές τους και οπωσδήποτε το γενικευμένο αλαλούμ που εκπέμπουν. Και το οποίο προσπαθούν να εκμεταλλευτούν και απατεώνες, Καρατζαφέρηδες ή οι ναζί της Χρυσής Αυγής.
Επειδή εμείς δεν είμαστε οπαδοί της πολιτικής του χειρότερου, «για να ξεκαθαριστούν τα πράγματα», θα προτιμούσαμε να μη εκλέγονταν αυτοί οι άνθρωποι σε τόσο νευραλγικές θέσεις, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα, έστω και εάν το «ξεκαθάρισμα» που θα προκαλέσει η παρουσία τους ενισχύσει την απήχηση των δικών μας απόψεων.
Διότι γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, η τροχιά της αποσύνθεσης δεν έχει ολοκληρωθεί και το έργο της ανασυγκρότησης δεν μπορεί να εκφραστεί αποτελεσματικά από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Αφορά σε μια διαδικασία ευρύτερη και συνολικότερη, την ηθική, αξιακή και ιδεολογική ανασυγκρότηση των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων.
Η έξοδος από την κρίση θα είναι μια επίπονη διαδικασία γένεσης ενός νέου, αντιστασιακού υποδείγματος. Αντίθετα, το «εκβιαστικά» τιθέμενο αίτημα για άμεση κεντρική πολιτική συγκρότηση διατηρεί κάτι από τον παρασιτισμό τον οποίο διακηρύσσει ότι πολεμάει. Γιατί προσπερνάει όλη την ουσιαστική διαδικασία της από τα κάτω ανασυγκρότησης και αποζητάει φαστ φουντ σχήματα σωτηρίας – λες και είναι δυνατόν οι Έλληνες, άμεσα, με δύο δευτερόλεπτα αντίστασης, να ανατρέψουν έργα και πεπραγμένα ολόκληρων δεκαετιών. Και εκεί ακριβώς την «πάτησε» και η Νέα Δημοκρατία. Δεν υπάρχει, δυστυχώς ή ευτυχώς, και κανένας «σωτήρας» ο οποίος θα μας «σώσει», ως από μηχανής Θεός. Στην καλύτερη περίπτωση, εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν μια δυνατότητα να ακουστούν και διαθέτουν μια ευρύτερη επιρροή θα πρέπει να ενισχύσουν θεωρητικά, πολιτικά, οργανωτικά, τη συγκρότηση ενός πολυποίκιλου και πολύμορφου μετώπου αντίστασης, που μπορεί να εκφραστεί σε πολλαπλά επίπεδα. Οι μονιμότερες συγκροτήσεις, ώριμες, σοβαρές και προορισμένες να αντέξουν στον χρόνο, θα ακολουθήσουν.
Και πάντως γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί αν δεν διαθέτει ένα συνολικότερο όραμα για την πορεία του ελληνισμού στον 21ο αιώνα και εάν δεν διαχωριστεί πλήρως από τον σάπιο κόσμο της μεταπολίτευσης, που μας τραβάει απ’ τα πόδια βαθιά μέσα στο χώμα.
http://ardin.gr                                                                                      http://e-parembasis.blogspot.com

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια