Του Θανάση Νικολαΐδη
Η διαμαρτυρία, ο ξεσηκωμός η…επανάσταση. Τα’ χαμε ξεχάσει για δεκαετίες κι ας υπήρχαν λόγοι. Κοιμηθήκαμε γιατί ο ύπνος βόλευε, και ο διπλανός, εσύ, εγώ, εμείς ξύπναγε με τη σκέψη «ποιον (ξε)γελάω σήμερα». Ποιος θα φανεί πιο ξύπνιος, πώς θα τα ‘κονομήσει εύκολα και γρήγορα, πώς θα φανεί πιο…ρωμιός απ’ τον ρωμιό του απέναντι.
ΟΣΟ οι κυβερνήσεις «κυβερνούσαν» και διόριζαν, οι αντιπολιτευόμενοι αλληθώριζαν αδειάζοντας τη φαρέτρα των λόγων του, δεν ξεσπάθωναν υποδεικνύοντας ξεσηκωμούς και, βέβαια, έσπευδαν να (υπερ)ψηφίσουν (με τα δυο) για τα προνόμιά
τους. Υπήρξαν «μεγάλα» κόμματα εναλλασσόμενα στην εξουσία, αλλά δεν...υπήρχε ΚΚΕ να τα φρενάρει. Ούτε ΠΑΜΕίτες να βγουν στο δρόμο για λιγότερες προσλήψεις, ούτε Τσίπρας να…κατακεραυνώνει, με το χέρι στη τσέπη, τους αντιπάλους του (ΠΑΣΟΚ). Και, βέβαια, υπήρχε η κα Λιάνα Κανέλη που σχεδίαζε να αποδράσει απ’ τον (παλιό) ιδεολογικό της χώρο.
ΝΑ σταθούμε για λίγο στην τελευταία. Με την «εικόνα» και τη συμπεριφορά της. Μιλούσε ακατάσχετα, φλυαρεί αστόχαστα. Άρχισε να βωμολοχεί δημόσια (χωρίς συστάσεις και υποδείξεις για κοσμιότερη εμφάνισή της) και δείχνει να μην μπορεί να μαντρώσει την επαναστατικότητα (και το θράσος της). Ξεστομίζει ό,τι της έρθει, βρίζει, καπνίζει, ποτέ της δεν βγαίνει στο «γυαλί» με «συναγωνιστή» της και, βέβαια, σε συνθήκες απόλυτης ανοχής των «φιλοξενητών». Με τα «Λιάνα μου» των…συναδέλφων της να στήνουν το σκηνικό μιας ιδιότυπης ασυλίας που μακραίνει τη γλώσσα της, μικραίνει την (έμφυτη) ευγένειά της και την αυτοεπιβεβαίωση πως με μικρολογίες και ταχεία εκφορά του λόγου αντιμετωπίζονται τα μεγάλα προβλήματα. Και, βέβαια, όταν (και αν) στριμωχτεί, επιστρατεύει την ευστροφία και τα σωστά ελληνικά της, για να πετάξει τη μπάλα στην κερκίδα και με τουφεκιές στο…γάμο του Καραγκιόζη.
Ν’ αφήσουμε τους…χιλιοτραγουδισμένους της πολιτικής και τους (αυτονόητα) φοροκλέφτες της «μείζονος» οικονομικής μας ζωής, τους βιοτέχνες του παλιού «καλού» καιρού των θαλασσοδανείων και της μερσεντές και να ξαναπάμε στους επαγγελματίες της καθημερινότητας. Έκλεβε όσο κι όπως μπορούσε το κράτος ο καταστηματάρχης, μαδούσε τον πελάτη, μεθούσε στη βρωμιά της αισχροκέρδειας, χωρίς μια δύναμη πολιτική, κόμμα ή λαϊκός ξεσηκωμός να του κόβει τη φόρα (θα επανέλθουμε).
Η διαμαρτυρία, ο ξεσηκωμός η…επανάσταση. Τα’ χαμε ξεχάσει για δεκαετίες κι ας υπήρχαν λόγοι. Κοιμηθήκαμε γιατί ο ύπνος βόλευε, και ο διπλανός, εσύ, εγώ, εμείς ξύπναγε με τη σκέψη «ποιον (ξε)γελάω σήμερα». Ποιος θα φανεί πιο ξύπνιος, πώς θα τα ‘κονομήσει εύκολα και γρήγορα, πώς θα φανεί πιο…ρωμιός απ’ τον ρωμιό του απέναντι.
ΟΣΟ οι κυβερνήσεις «κυβερνούσαν» και διόριζαν, οι αντιπολιτευόμενοι αλληθώριζαν αδειάζοντας τη φαρέτρα των λόγων του, δεν ξεσπάθωναν υποδεικνύοντας ξεσηκωμούς και, βέβαια, έσπευδαν να (υπερ)ψηφίσουν (με τα δυο) για τα προνόμιά
τους. Υπήρξαν «μεγάλα» κόμματα εναλλασσόμενα στην εξουσία, αλλά δεν...υπήρχε ΚΚΕ να τα φρενάρει. Ούτε ΠΑΜΕίτες να βγουν στο δρόμο για λιγότερες προσλήψεις, ούτε Τσίπρας να…κατακεραυνώνει, με το χέρι στη τσέπη, τους αντιπάλους του (ΠΑΣΟΚ). Και, βέβαια, υπήρχε η κα Λιάνα Κανέλη που σχεδίαζε να αποδράσει απ’ τον (παλιό) ιδεολογικό της χώρο.
ΝΑ σταθούμε για λίγο στην τελευταία. Με την «εικόνα» και τη συμπεριφορά της. Μιλούσε ακατάσχετα, φλυαρεί αστόχαστα. Άρχισε να βωμολοχεί δημόσια (χωρίς συστάσεις και υποδείξεις για κοσμιότερη εμφάνισή της) και δείχνει να μην μπορεί να μαντρώσει την επαναστατικότητα (και το θράσος της). Ξεστομίζει ό,τι της έρθει, βρίζει, καπνίζει, ποτέ της δεν βγαίνει στο «γυαλί» με «συναγωνιστή» της και, βέβαια, σε συνθήκες απόλυτης ανοχής των «φιλοξενητών». Με τα «Λιάνα μου» των…συναδέλφων της να στήνουν το σκηνικό μιας ιδιότυπης ασυλίας που μακραίνει τη γλώσσα της, μικραίνει την (έμφυτη) ευγένειά της και την αυτοεπιβεβαίωση πως με μικρολογίες και ταχεία εκφορά του λόγου αντιμετωπίζονται τα μεγάλα προβλήματα. Και, βέβαια, όταν (και αν) στριμωχτεί, επιστρατεύει την ευστροφία και τα σωστά ελληνικά της, για να πετάξει τη μπάλα στην κερκίδα και με τουφεκιές στο…γάμο του Καραγκιόζη.
Ν’ αφήσουμε τους…χιλιοτραγουδισμένους της πολιτικής και τους (αυτονόητα) φοροκλέφτες της «μείζονος» οικονομικής μας ζωής, τους βιοτέχνες του παλιού «καλού» καιρού των θαλασσοδανείων και της μερσεντές και να ξαναπάμε στους επαγγελματίες της καθημερινότητας. Έκλεβε όσο κι όπως μπορούσε το κράτος ο καταστηματάρχης, μαδούσε τον πελάτη, μεθούσε στη βρωμιά της αισχροκέρδειας, χωρίς μια δύναμη πολιτική, κόμμα ή λαϊκός ξεσηκωμός να του κόβει τη φόρα (θα επανέλθουμε).
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου