Η έξοδος της χώρας στις αγορές πανηγυρίζεται από την κυβέρνηση ως κατόρθωμα σε μια προσπάθεια συσκότισης της εξαετούς διάρκειας της ελληνικής κρίσης και την...
απώλεια του 25% του εθνικού πλούτου εξαιτίας της, τη στιγμή που ιστορικά από το 1880 οι αντίστοιχες κρίσεις δεν ξεπέρναγαν τα 4 χρόνια με βάθος (απώλεια ΑΕΠ) έως 18%.
Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι δεν τα έχουμε καταφέρει και «τόσο καλά», όσο και το αυτονόητο ότι μια οικονομία δεν γλιστρά συνεχώς στην ύφεση μέχρι την εξαφάνιση της αλλά κάποια στιγμή ανακάμπτει… είναι φυσιολογικό να έρθει και σε εμάς αυτή η στιγμή. Πόσο δε μάλλον όταν η ανεργία έχει από καιρό κατακτήσει την πρώτη θέση στην Ευρώπη και συνεχίζει να ανεβαίνει, η μέση απώλεια εισοδημάτων έχει φθάσει στο 25% μακράν περισσότερη από την ανεργία και την απώλεια εισοδήματος στην Πορτογαλία ή την Ιρλανδία. Επίσης, η κυβέρνηση θέλει να συσκοτίζει το γεγονός ότι οι άλλες προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες δανείζονταν αυτή τη στιγμή με επιτόκια που κυμαίνονται έως 2% χαμηλότερα στην Πορτογαλία, και περίπου 3% στην Ιταλία και την Ισπανία.
Ε λοιπόν ναι ! ήρθε η ώρα της σταδιακής ανάκαμψης. Είναι μια φυσιολογική εξέλιξη για έναν οικονομικό οργανισμό ζωντανό, με παραγωγικούς φορείς που προσπαθούν και δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο. Μόνο που αυτό που στατιστικά ζούμε είναι η δημοσιονομική ανάκαμψη που επιτρέπει στο δημόσιο να δανείζεται σταδιακά από τις αγορές. Μια δημοσιονομική ανάκαμψη που ήρθε καθυστερημένα, που αντιμετωπίζεται με μεγάλη αβεβαιότητα και η οποία προέρχεται από την υψηλή και κοινωνικά άδικη φορολόγηση των πολιτών (και δη των μισθωτών), όσο και την οριζόντια περικοπή δαπανών.
Δεν είναι η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Δεν είναι μείωση της ανεργίας ή αποκατάσταση της επιχειρηματικότητας. Δεν είναι αύξηση της δανειοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ένας μέσος επιχειρηματίας δεν θα έχει πρόσβαση στις διεθνείς τραπεζικές αγορές μετά από αυτό, αλλά ούτε και θα αλλάξει κάτι στη δυνατότητα του να χρηματοδοτηθεί από τις ελληνικές τράπεζες.
Η πραγματική οικονομία θα συνεχίζει να χειμάζει και να δοκιμάζεται. Και μέχρι που αυτό θα ισχύει, η οικονομία στο σύνολο της δεν θα ανακάμπτει. Θα ανακάμπτει μόνο η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε βάρος της πραγματικής οικονομίας. Και αυτό το γνωρίζουν πρωτίστως οι αγορές, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η αποτελεσματική και ταχεία μετακύληση της δημοσιονομικής ανάκαμψης στην πραγματική οικονομία, η ανάπτυξη, η απασχόληση και η αντιμετώπιση της τεράστιας και σωρευόμενης ανεργίας παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Και επι τέλους, πριν τους πανηγυρισμούς ας αναλογισθούν κάποιοι ότι το πρόβλημα στη πολιτική διαχείριση των οικονομικών μεγεθών μιας χώρας είναι η επιτάχυνση και η βελτίωση της έλευσης του καλού και η αποτροπή και ο μετριασμός του κακού. Δεν είναι ο πανηγυρισμός της αναστροφής ανεξάρτητα από την πορεία και το χρόνο.
Ας μην καλούμαστε λοιπόν να χειροκροτούμε τον τερματισμό του τελευταίου και υποβασταζόμενου, θεωρώντας τον πρωταθλητή και παραβλέποντας τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του. Επιπλέον, η έξοδος της χώρας στις αγορές αναδεικνύεται σε γιγαντιαίο κατόρθωμα και από τη Γερμανική κυβέρνηση. Συμπράττει σε αυτό η αγωνία της να πείσει τη διεθνή οικονομική κοινότητα ότι η πολιτική που ακολουθεί δεν παράγει μόνο αποπληθωρισμό και ύφεση στην Ευρώπη (με την εξαίρεση της ίδιας της Γερμανίας βεβαίως), διακυβεύοντας την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη και σταθερότητα. Χρησιμοποιεί δε ως μάρτυρα αυτού την Ελλάδα, που τελευταία εκ των προβληματικών ευρωπαϊκών χωρών υπό την ηγεμονία της γερμανικής οικονομικής πολιτικής εξέρχεται και αυτή στις αγορές.
Μόνο που θέλει να παραβλέπει το κόστος αυτής της καθυστερημένης εξόδου όσο και το γενικότερο κόστος που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές χώρες -και κυρίως του Νότου. Την ανεργία, τη φτώχεια, την οικονομική και κοινωνική πόλωση και την πολιτική αστάθεια με την έξαρση των ακροδεξιών και ναζιστικών κομμάτων και μορφωμάτων. Η έξοδος στις αγορές δεν πρέπει να υπακούει σε όρους πολιτικού marketing για το success story που στοχεύει στην ψυχολογία και την προοπτική επηρεασμού των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η έξοδος στις αγορές δεν πρέπει να υπακούει σε επικοινωνιακές τακτικές της Γερμανικής κυβέρνησης. Τυχόν εμπλοκή της αναχρηματοδότησης σε υψηλά επιτόκια που θα εκκινεί από την βεβιασμένη έκδοση του πενταετούς ομολόγου θα εμπλέξει την οικονομία σε φαύλο κύκλο που θα επεκτείνει και θα βαθαίνει τις δυναμικές της ύφεσης.
Αντίθετα η έξοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές θα πρέπει να ενταχθεί σε μια σαφή και συγκροτημένη στρατηγική ανάπτυξης και απασχόλησης όσο και μια καλά σχεδιασμένη πολιτική διαχείρισης του χρέους που αποκλιμακώνει το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του, διαμορφώνοντας σταδιακά τους όρους απεξάρτησης της χώρας από τη τρόικα και τις συνεπαγόμενες πολιτικές δεσμεύσεις.
Γιάννης Τσαμουργκέλης
logoplokies.blogspot.gr
απώλεια του 25% του εθνικού πλούτου εξαιτίας της, τη στιγμή που ιστορικά από το 1880 οι αντίστοιχες κρίσεις δεν ξεπέρναγαν τα 4 χρόνια με βάθος (απώλεια ΑΕΠ) έως 18%.
Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι δεν τα έχουμε καταφέρει και «τόσο καλά», όσο και το αυτονόητο ότι μια οικονομία δεν γλιστρά συνεχώς στην ύφεση μέχρι την εξαφάνιση της αλλά κάποια στιγμή ανακάμπτει… είναι φυσιολογικό να έρθει και σε εμάς αυτή η στιγμή. Πόσο δε μάλλον όταν η ανεργία έχει από καιρό κατακτήσει την πρώτη θέση στην Ευρώπη και συνεχίζει να ανεβαίνει, η μέση απώλεια εισοδημάτων έχει φθάσει στο 25% μακράν περισσότερη από την ανεργία και την απώλεια εισοδήματος στην Πορτογαλία ή την Ιρλανδία. Επίσης, η κυβέρνηση θέλει να συσκοτίζει το γεγονός ότι οι άλλες προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες δανείζονταν αυτή τη στιγμή με επιτόκια που κυμαίνονται έως 2% χαμηλότερα στην Πορτογαλία, και περίπου 3% στην Ιταλία και την Ισπανία.
Ε λοιπόν ναι ! ήρθε η ώρα της σταδιακής ανάκαμψης. Είναι μια φυσιολογική εξέλιξη για έναν οικονομικό οργανισμό ζωντανό, με παραγωγικούς φορείς που προσπαθούν και δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο. Μόνο που αυτό που στατιστικά ζούμε είναι η δημοσιονομική ανάκαμψη που επιτρέπει στο δημόσιο να δανείζεται σταδιακά από τις αγορές. Μια δημοσιονομική ανάκαμψη που ήρθε καθυστερημένα, που αντιμετωπίζεται με μεγάλη αβεβαιότητα και η οποία προέρχεται από την υψηλή και κοινωνικά άδικη φορολόγηση των πολιτών (και δη των μισθωτών), όσο και την οριζόντια περικοπή δαπανών.
Δεν είναι η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Δεν είναι μείωση της ανεργίας ή αποκατάσταση της επιχειρηματικότητας. Δεν είναι αύξηση της δανειοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ένας μέσος επιχειρηματίας δεν θα έχει πρόσβαση στις διεθνείς τραπεζικές αγορές μετά από αυτό, αλλά ούτε και θα αλλάξει κάτι στη δυνατότητα του να χρηματοδοτηθεί από τις ελληνικές τράπεζες.
Η πραγματική οικονομία θα συνεχίζει να χειμάζει και να δοκιμάζεται. Και μέχρι που αυτό θα ισχύει, η οικονομία στο σύνολο της δεν θα ανακάμπτει. Θα ανακάμπτει μόνο η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε βάρος της πραγματικής οικονομίας. Και αυτό το γνωρίζουν πρωτίστως οι αγορές, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η αποτελεσματική και ταχεία μετακύληση της δημοσιονομικής ανάκαμψης στην πραγματική οικονομία, η ανάπτυξη, η απασχόληση και η αντιμετώπιση της τεράστιας και σωρευόμενης ανεργίας παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Και επι τέλους, πριν τους πανηγυρισμούς ας αναλογισθούν κάποιοι ότι το πρόβλημα στη πολιτική διαχείριση των οικονομικών μεγεθών μιας χώρας είναι η επιτάχυνση και η βελτίωση της έλευσης του καλού και η αποτροπή και ο μετριασμός του κακού. Δεν είναι ο πανηγυρισμός της αναστροφής ανεξάρτητα από την πορεία και το χρόνο.
Ας μην καλούμαστε λοιπόν να χειροκροτούμε τον τερματισμό του τελευταίου και υποβασταζόμενου, θεωρώντας τον πρωταθλητή και παραβλέποντας τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του. Επιπλέον, η έξοδος της χώρας στις αγορές αναδεικνύεται σε γιγαντιαίο κατόρθωμα και από τη Γερμανική κυβέρνηση. Συμπράττει σε αυτό η αγωνία της να πείσει τη διεθνή οικονομική κοινότητα ότι η πολιτική που ακολουθεί δεν παράγει μόνο αποπληθωρισμό και ύφεση στην Ευρώπη (με την εξαίρεση της ίδιας της Γερμανίας βεβαίως), διακυβεύοντας την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη και σταθερότητα. Χρησιμοποιεί δε ως μάρτυρα αυτού την Ελλάδα, που τελευταία εκ των προβληματικών ευρωπαϊκών χωρών υπό την ηγεμονία της γερμανικής οικονομικής πολιτικής εξέρχεται και αυτή στις αγορές.
Μόνο που θέλει να παραβλέπει το κόστος αυτής της καθυστερημένης εξόδου όσο και το γενικότερο κόστος που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές χώρες -και κυρίως του Νότου. Την ανεργία, τη φτώχεια, την οικονομική και κοινωνική πόλωση και την πολιτική αστάθεια με την έξαρση των ακροδεξιών και ναζιστικών κομμάτων και μορφωμάτων. Η έξοδος στις αγορές δεν πρέπει να υπακούει σε όρους πολιτικού marketing για το success story που στοχεύει στην ψυχολογία και την προοπτική επηρεασμού των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η έξοδος στις αγορές δεν πρέπει να υπακούει σε επικοινωνιακές τακτικές της Γερμανικής κυβέρνησης. Τυχόν εμπλοκή της αναχρηματοδότησης σε υψηλά επιτόκια που θα εκκινεί από την βεβιασμένη έκδοση του πενταετούς ομολόγου θα εμπλέξει την οικονομία σε φαύλο κύκλο που θα επεκτείνει και θα βαθαίνει τις δυναμικές της ύφεσης.
Αντίθετα η έξοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές θα πρέπει να ενταχθεί σε μια σαφή και συγκροτημένη στρατηγική ανάπτυξης και απασχόλησης όσο και μια καλά σχεδιασμένη πολιτική διαχείρισης του χρέους που αποκλιμακώνει το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του, διαμορφώνοντας σταδιακά τους όρους απεξάρτησης της χώρας από τη τρόικα και τις συνεπαγόμενες πολιτικές δεσμεύσεις.
Γιάννης Τσαμουργκέλης
logoplokies.blogspot.gr
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου