ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ


Συγγραφέας: 
Θανασης Τζιούμπας  
The working class hero is something to be… (John Lennon)
Ξαφνικά μοιάζει να γυρίζουμε στην εποχή των παγετώνων. Το νομοσχέδιο για τις εργασιακές θέσεις και αμοιβές έρχεται να σαρώσει ότι απέμεινε ως θεσμικό αποκρυστάλλωμα από τους αγώνες των εργαζόμενων από την μεταπολίτευση και μετά. Η αρχή της μη δυσμενούς μεταβολής των αμοιβών εξαλείφεται. Η αρχή της ισχύος της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης από τις ισχύουσες συμβάσεις ή την γενική νομοθεσία το ίδιο. Κάθε αφεντικό μπορεί, κρίνοντας πως η κερδοφορία του δεν είναι επαρκής, να καλέσει τους εργαζόμενους και επικαλούμενο τις κατά δήλωση του δυσκολίες και επισείοντας τον μπαμπούλα των απολύσεων να εξαναγκάσει τους εργαζόμενους σε «κούρεμα» των αποδοχών, με μόνο όριο ασφάλειας τον… βασικό μισθό των 740 ευρώ μικτά. Παράλληλα μπορεί να αποφασίσει και διατάξει εκ περιτροπής απασχόληση, απλήρωτες υπερωρίες, ωράρια λάστιχο. Κι όλα αυτά χωρίς να διασφαλιστεί  η απασχόληση, διασφάλιση για την οποία υποτίθεται ότι γίνονται όλα αυτά. Το γεμάτο περίστροφο του Παπανδρέου δίνεται στα χέρια των εργοδοτών και στρέφεται στον κρόταφο των εργαζομένων, εκεί δηλαδή που από την αρχή στόχευε.
Να δούμε τώρα που θα κρυφτεί η ηγεσία της ΓΣΕΕ! Έτρεχαν να συμφωνήσουν άρον άρον με τον ΣΕΒ κατ’ εντολή της υπουργού Εργασίας, μήπως και έχει αυτή ένα διαπραγματευτικό χαρτί «συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων» απέναντι στην τρόικα, ώστε να μετριαστεί το τσουνάμι ή καλύτερα το πολιτικό κόστος που θα χρεωθεί. Λες και η επιτήρηση περιορίζεται όπως μας λέγανε μόνο στο ύψος των ελλειμμάτων του δημόσιου προϋπολογισμού και δεν επεκτείνεται στο σύνολο των αποφάσεων οικονομικής πολιτικής που πρέπει να τίθενται συνεχώς υπό την αίρεση των πραγματικών κυβερνητών της χώρας, της κατοχικής κουστωδίας με τις γραβάτες και τους χαρτοφύλακες. Λες ακόμα και η λεγόμενη «ανάταξη» (γιατί ο φασισμός χρησιμοποιεί πάντα χειρουργικούς όρους για να περιγράψει τους στόχους του) δεν έχει δηλώσει εξ αρχής ότι θέλει να αποκαταστήσει την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας, νοούμενης της ανταγωνιστικότητας ως σύγκρισης με τις οικονομίες των όμορων χωρών όπως η Βουλγαρία, τα Σκόπια ή η Τουρκία. Λες, τέλος, και δεν υπάρχει απ’ ευθείας γραμμή των εργοδοτών (με επικεφαλής τα καρτέλ των ΜΜΕ που είναι ταυτόχρονα και οι «διακεκριμένοι εθνικοί προμηθευτές») με τους υπάλληλους της τρόικας. Η Κατσέλη εισέπραξε ένα ηχηρό «νάιν» και τελικά το «πολυνομοσχέδιο» που τίθεται υπ’ όψη της Βουλής εκθέτει ανεπανόρθωτα την συμφωνία του Παναγόπουλου και τις ονειρώξεις της υπουργού ότι θα πέσει στα μαλακά.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Σε πείσμα των ρητορικών σχημάτων και των αναλύσεων το ελληνικό κεφάλαιο ήταν πάντα συνδεδεμένο με τις χαμηλές αμοιβές εργασίας, καθώς ποτέ δεν επένδυσε με σοβαρό τρόπο στην τεχνολογία (άλλωστε στην πατρίδα μας  και οι δημόσιες δαπάνες για την έρευνα παραμένουν σε επίπεδα αφρικανικής χώρας). Η απάντηση για την κρίση ανταγωνιστικότητας ήταν το μαύρο μεροκάματο του μετανάστη, και τώρα που το κοινωνικό κόστος της μετανάστευσης έγινε δυσβάσταχτο, επιχειρεί να εξισώσει τις αμοιβές της ημεδαπής εργασίας με της αλλοδαπής. Την ίδια στιγμή, αυτό το μεταπρατικό κεφάλαιο σχημάτισε τα καρτέλ, που εκτόξευσαν το κόστος ζωής στην Ελλάδα σε ύψη αντίστοιχα με αυτά χωρών με πολύ υψηλότερες  αμοιβές εργασίας. Τι επιχειρείται τώρα; Ανταγωνιστικές αμοιβές με αυτές των 250 ως 300 ευρώ των όμορων ανταγωνιστών, με ένα κόστος «αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης» (για να θυμηθούμε τους κλασσικούς) υπερδιπλάσιο. Θέλετε αριθμούς; Το όριο της φτώχειας έχει οριστεί για την χώρα μας στα 6.480 ευρώ το ατομικό εισόδημα και 13.608 το οικογενειακό (2 παιδιά). Σαν να λέμε 540 και 1.134 τον μήνα αντίστοιχα, καθαρό εισόδημα βέβαια. Ποιο είναι το «δίχτυ ασφαλείας» του πολυνομοσχέδιου; Ο μισθός της Εθνικής Σύμβασης, γύρω στα 640 ευρώ καθαρά. Η φτώχεια λοιπόν, τίποτε περισσότερο από φτώχεια. Το αν θα τα καταφέρουν είναι αμφίβολο: η κερδοφορία του μεταπράτη μέσω του χαμηλού κόστους εργασίας και των υψηλών τιμών πώλησης των προϊόντων της είναι ανέφικτη σε κλίμακα κοινωνίας. Όμως πριν από αυτό ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων θα βιώσει το πιο σκληρό πρόσωπο της ανέχειας τόσο με το πέρασμα κάτω από την κόκκινη γραμμή όσο και (ακόμα χειρότερα) με την ανεργία ως αποτέλεσμα της ύφεσης. Οι περικοπές στις αποζημιώσεις απόλυσης που προηγήθηκαν συμπληρώνονται με την άρση της υποχρέωσης για αποζημίωση στους εργαζόμενους μέχρι 12 μήνες, και καμιά υποχρέωση δεν θεσπίζεται για την διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία. Κατά τα άλλα το «πολυνομοσχέδιο» θυσιάζει τις αμοιβές για να μην χαθούν θέσεις εργασίας.
             Αυτό είναι το μόνο «κούρεμα» που πραγματοποιούν οι ψεύτες του ΠΑΣΟΚ. Γιατί κατά τα άλλα οι ξένοι δανειστές συνεχίζουν να εισπράττουν κανονικά τα τοκογλυφικά επιτόκια, οι τράπεζες εξακολουθούν να ενισχύονται χωρίς να ενισχύουν, οι φοροφυγάδες να ανταμείβονται με την περαίωση και την κατάργηση του πόθεν έσχες για την αγορά ακινήτου, οι εισαγωγείς επωφελούνται με την ξαναζεσταμένη σούπα της απόσυρσης αυτοκινήτων, οι μίζες για τα εξοπλιστικά καλά κρατούν εναλλάσσοντας τον Χριστοφοράκο με τον Σάφα.
Είναι πολλοί αυτοί που θα πουν το «πολυνομοσχέδιο» είναι ήδη πραγματικότητα στον ιδιωτικό τομέα, ότι στο εμπόριο στην οικοδομή και σε τόσους άλλους χώρους εργασίας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι βιώνουν αυτές τις συνθήκες. Η οργανωμένη αντίσταση στους χώρους μοιάζει να έχει σιγήσει προ πολλού με την έκλειψη των συνδικάτων που αναδιπλώθηκαν στον Δημόσιο Τομέα και τις ΔΕΚΟ. Η μόνη δυνατότητα άμυνας για τον εργαζόμενο ήταν το νομικό καθεστώς των σχέσεων εργασίας και αμοιβής, και πρακτικά η Επιθεώρηση Εργασίας και τα Δικαστήρια, αν έπαιρνε βέβαια το ρίσκο να προσφύγει σ’ αυτά. Τώρα κι αυτό το εμπόδιο αίρεται καθώς δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι μπορούν να αντισταθούν στην βούληση του εργοδότη, όπως αυτή θωρακίζεται με το πολυνομοσχέδιο, κάποια αναιμικά επιχειρησιακά σωματεία ή τα κλαδικά που η ύπαρξη κι ο ρόλος τους εξαρτάται από την «επιτυχή» έκβαση μιας διαπραγμάτευσης σε συνθήκες ομηρίας, με μόνο επιχείρημα την επίκληση της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» ή άλλων αντίστοιχων ταξικών όπλων. Τώρα η μόνη διαπραγμάτευση θα έχει ως αντικείμενο την μείωση της απώλειας, απώλεια που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, με συσχετισμούς που θέτουν απέναντι από τους εργαζόμενους όχι μόνο τον εργοδότη αλλά και την «υψηλή πύλη» της τρόικας και το παραμάγαζο της, την ελληνική κυβέρνηση.
Εστιάζοντας μόνο στον ιδιωτικό τομέα (γιατί το «πολυνομοσχέδιο» δεν περιορίζεται βέβαια σ’ αυτόν αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης)  οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να «ξαναεφεύρουν» τον συνδικαλισμό στον εργασιακό χώρο. Να ανακαλύψουν από την αρχή τα αυτονόητα, την αλληλεγγύη, την ενότητα, την διεκδίκηση. Να αναπτύξουν νέα δίκτυα συντονισμού στην θέση των ανυπόληπτων κυβερνητικών δευτεροβάθμιων συνδικάτων. Να απαντήσουν στον εκβιασμό του κλεισίματος των επιχειρήσεων και της ανεργίας με μορφές πάλης που περιέχουν το άνοιγμα και λειτουργία τους από τους εργαζόμενους. Σήμερα χρειάζονται οι «σημειακές αντιστάσεις», τα νέα παραδείγματα, οι αγώνες που με την μορφή και το περιεχόμενο τους θα ανοίξουν νέους δρόμους για τον κόσμο της εργασίας. Φαντάζει (και είναι) δύσκολο, ακατόρθωτο ίσως. Αλλά, όπως έλεγε το σύνθημα των αγώνων μιας άλλης εποχής, «αν δεν πραγματοποιήσουμε το αδύνατο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο». Και το αδιανόητο είναι αυτό που ήδη συμβαίνει γύρω μας.
Θανάσης Τζιούμπας
http://www.ardin.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια