Η απότομη αλλαγή στον τρόπο σκέψης και στις αποφάσεις είναι εμφανής σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Διαχρονικές αντιλήψεις με «σφραγίδα ελληνική», όπως και η
«γοητεία» του Δημοσίου ως επαγγελματική προοπτική, η μονοδιάστατη επενδυτική κατεύθυνση στην αγορά ακινήτου και γης, η άνοδος της μικρομεσαίας επιχείρησης στη λογική του «αφεντικού του εαυτού σου» φαίνεται πως έχουν πλέον πάει… περίπατο!
«γοητεία» του Δημοσίου ως επαγγελματική προοπτική, η μονοδιάστατη επενδυτική κατεύθυνση στην αγορά ακινήτου και γης, η άνοδος της μικρομεσαίας επιχείρησης στη λογική του «αφεντικού του εαυτού σου» φαίνεται πως έχουν πλέον πάει… περίπατο!
Η αγορά ακινήτων έχει ουσιαστικά «νεκρώσει», ενώ το Δημόσιο έχει πάψει να αποτελεί τη «Γη της Επαγγελίας» για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Την ίδια στιγμή, το άνοιγμα μια μικρομεσαίας επιχείρησης έχει εξελιχθεί σε…
άπιαστο όνειρο όχι μόνο λόγω της γραφειοκρατίας και της υψηλής φορολογίας, αλλά και της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Αντιθέτως, τα «λουκέτα» αυξάνονται συνεχώς. Οι Έλληνες, και ειδικά οι νέοι, βαδίζουν πλέον σε άγνωστα γι’ αυτούς μονοπάτια, αφού εκτός της εργασιακής αβεβαιότητας και των σημαντικών περικοπών στους μισθούς τους, έχουν συνειδητοποιήσει πως οι συμβουλές των παλαιότερων σχετικά με τη σωστή αξιοποίηση των χρημάτων και του κόπου τους δεν έχουν ποια καμία πρακτική αξία. Ποιος δεν έχει ακούσει από τους γονείς του τη φράση «Κοίτα να βάλεις ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου» ή την προτροπή «Επένδυσε τα λεφτά σου σε ακίνητα για να αφήσεις κάτι στα παιδιά σου;». Όμως στην σημερνή ελληνική πραγματικότητα, τα λόγια αυτά ηχούν περισσότερο ως ευσεβείς πόθοι, καθώς η αγορά ενός ακινήτου έχει γίνει μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Άλλωστε, ακόμη κι αν καταφέρει κανείς να αποταμιεύσει τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά ενός σπιτιού ή μιας επαγγελματικής στέγης, αναγκάζεται πολλές φορές να κάνει πίσω, εξαιτίας της βαριάς φορολόγησης – είχε ουσιαστικά επιβληθεί πριν ακόμη το ξέσπασμα της κρίσης -, η οποία κόβει τα φτερά στους επίδοξους αγοραστές. Έτσι, η ιδέα της απόκτησης μιας ιδιόκτητης κατοικίας και ενός εξοχικού, αλλά και γενικότερα των επενδύσεων σε ακίνητα, με την οποία γαλουχήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μπαίνει μέχρι νεωτέρας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας…
άπιαστο όνειρο όχι μόνο λόγω της γραφειοκρατίας και της υψηλής φορολογίας, αλλά και της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Αντιθέτως, τα «λουκέτα» αυξάνονται συνεχώς. Οι Έλληνες, και ειδικά οι νέοι, βαδίζουν πλέον σε άγνωστα γι’ αυτούς μονοπάτια, αφού εκτός της εργασιακής αβεβαιότητας και των σημαντικών περικοπών στους μισθούς τους, έχουν συνειδητοποιήσει πως οι συμβουλές των παλαιότερων σχετικά με τη σωστή αξιοποίηση των χρημάτων και του κόπου τους δεν έχουν ποια καμία πρακτική αξία. Ποιος δεν έχει ακούσει από τους γονείς του τη φράση «Κοίτα να βάλεις ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου» ή την προτροπή «Επένδυσε τα λεφτά σου σε ακίνητα για να αφήσεις κάτι στα παιδιά σου;». Όμως στην σημερνή ελληνική πραγματικότητα, τα λόγια αυτά ηχούν περισσότερο ως ευσεβείς πόθοι, καθώς η αγορά ενός ακινήτου έχει γίνει μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Άλλωστε, ακόμη κι αν καταφέρει κανείς να αποταμιεύσει τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά ενός σπιτιού ή μιας επαγγελματικής στέγης, αναγκάζεται πολλές φορές να κάνει πίσω, εξαιτίας της βαριάς φορολόγησης – είχε ουσιαστικά επιβληθεί πριν ακόμη το ξέσπασμα της κρίσης -, η οποία κόβει τα φτερά στους επίδοξους αγοραστές. Έτσι, η ιδέα της απόκτησης μιας ιδιόκτητης κατοικίας και ενός εξοχικού, αλλά και γενικότερα των επενδύσεων σε ακίνητα, με την οποία γαλουχήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μπαίνει μέχρι νεωτέρας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας…
Κράτος – «τιμωρός»
Μιλώντας στα «Επίκαιρα», ο πρόεδρος ιδιοκτητών ακινήτων κ. Στράτος Παραδιάς αναφέρει χαρακτηριστικά πως σχετικά με την αγορά ακινήτων ήδη «έχει περάσει πολύ… νερό κάτω απ’ τα γεφύρια». «Έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Αρχικά ο καθένας προσπαθούσε να αποταμιεύσει για ν’ αποκτήσει ένα σπίτι, μετά περάσαμε στη «δικτατορία» των τραπεζών, όπου οι τράπεζες έδωσαν – μέσω των δανείων- το μήνυμα ότι μπορεί κάποιος ν’ αγοράσει σπίτι και χωρίς αποταμίευση. Αυτό κράτησε περίπου για μια οκταετία», τονίζει και προσθέτει: «Τώρα έχουν περάσει σ’ έναν άλλο παρανομαστή όπου το κράτος προσπαθεί απ’ όσους έχουν κάτι… παραπάνω από ένα σπίτι ν’ αντλήσει τεράστια φορολογικά έσοδα. Το κράτος επιτίθεται πλέον στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πολιτών με όχημα την ακίνητη παρουσία του καθενός. Ουσιαστικά τιμωρεί αυτούς που αποταμίευσαν σε ακίνητο, τινάζοντας στον αέρα τον τραπεζικό τους λογαριασμό. Τους βάζει να πληρώσουν τεράστια ποσά κάθε χρόνο, είτε έχουν έσοδα είτε δεν έχουν», συμπληρώνει. Λογική απόρροια των κρατικών φραγμών και εμποδίων είναι το «πάγωμα» της αγοράς ακινήτων. «Εδώ και δυο χρόνια έχει σταματήσει η αγορά και η ανοικοδόμηση ακινήτων, καθώς ο κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κράτους, ειδικά μάλιστα όσοι έχουν παραπάνω από ένα ακίνητο», επιβεβαιώνει ο κ. Παραδιάς, ο οποίος πλέον βλέπει ότι έχει… αλλάξει ο αισώπειος μύθος του τζίτζικα και του μέρμηγκα! «Τελικά αυτοί που ευνοούνται είναι όσοι πούλησαν τις πατρικές περιουσίες και… πέρασαν ωραία, ενώ αντίθετα όσοι δεν πούλησαν, αλλά αύξησαν τις πατρικές περιουσίες, είναι θύματα των καταστάσεων». «Φτάσαμε στο σημείο το κράτος να επιβραβεύει τα «τζιτζίκια» της κοινωνίας και να τιμωρεί τα «μυρμήγκια», λέει με νόημα και επισημαίνει πως «η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα δεν ανήκει σε όσους έβγαζαν πολλά στη ζωή τους, αλλά σε αυτούς που έπαιρναν λίγα και αποταμίευαν». Αναφερόμενος στις συνέπειες που έχουν για την ελληνική πραγματικότητα τα νέα δεδομένα στην αγορά των ακινήτων, ο πρόεδρος των ιδιοκτητών υπογραμμίζει: «Οι συνέπειες είναι διαλυτικές για την κοινωνία και την οικονομία. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να μην έχει ο πολίτης κίνητρο για αποταμίευση. Όταν το κράτος «επιτίθεται» στην αποταμίευση σε ακίνητα, δεν μπορώ να βρω τι ελπίδα μπορούμε να δώσουμε στον πολίτη για να δουλέψει παραγωγικά».
Υπό εξαφάνιση η επιχειρηματικότητα
Η μικρομεσαία επιχείρηση ήταν πάντα στο επίκεντρο των οικονομικών αλλαγών είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. Ωστόσο, η εικόνα τους μετά τη σημερινή οικονομική τρικυμία δεν θα είναι ποτέ η ίδια πριν. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και οι πιέσεις των «μεγάλων», καθώς και η στρατηγική των τραπεζών φαίνεται ότι δεν ευνοούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο αντιπρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννης επισημαίνει πως αν και ακόμη «δεν έχουμε δει κάποιο μεγάλο κύμα διαγραφών, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν πάνε καλά». «Άλλωστε η διαγραφή είναι το τελευταίο στάδιο», συμπληρώνει. Θεωρεί, δε, ότι «δεν αλλάζει τόσο γρήγορα η τάση των Ελλήνων να δημιουργήσουν επιχειρήσεις», ωστόσο, όπως σημειώνει ο ίδιος, «η ύφεση καθώς και κάποια νομοθετήματα αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης». Προσθέτει, μάλιστα, πως αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, τότε μέσα σε δυο με τρία χρόνια, « η τάση του Έλληνα να συστήσει κάποια επιχείρηση θα έχει εξαφανιστεί». Αναφερόμενος στις αιτίες που οδήγησαν στη μείωση της επιχειρηματικότητας, ο κ. Βλαχογιάννης ξεκαθαρίζει πως, «εκτός της δημοσιονομικής προσαρμογής, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, αλλά και η αύξηση του ανταγωνισμού στη γειτονιάς μας, δηλαδή στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια». Υπογραμμίζει, επίσης, πως για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση πρέπει να γίνουν σημαντικά βήματα στο τομέα της χρηματοδότησης. « Οι τράπεζες πλέον δεν βοηθούν ουσιαστικά», λέει χαρακτηριστικά. Καταλήγοντας, ο κ. Βλαχογιάννης κάνει λόγο για ανάγκη προσαρμογής του φορολογικού συστήματος στις νέες συνθήκες, προκειμένου να «ευνοηθεί και πάλι η δημιουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να ανοίξει η αγορά».
«Τα χειρότερα έρχονται»
Ο γενικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ κ. Ηλίας Ηλιόπουλος τονίζει στα «Επίκαιρα»: «Ο Έλληνας, από το όραμα της βελτίωσης της ποιότητας ζωής του μέσα απ’ τη δουλειά του, έχει περάσει στο στάδιο της απλής ικανοποίησης των άμεσων αναγκών του όπως η βασική διατροφή, η διατήρηση υγείας του και η μόρφωση των παιδιών του». «Το κράτος όχι μόνο ανέτρεψε τη λειτουργία της οικονομίας, αλλά και απέσυρε την υποστήριξή του στις αδύναμες κοινωνικά ομάδες», προσθέτει. Μάλιστα ο κ. Ηλιόπουλος εμφανίζεται εξαιρετικά απαισιόδοξος για το μέλλον, καθώς όπως λέει « η επίθεση στα κεκτημένα δικαιώματα των πολιτών θα οδηγήσει σε μια εξαθλιωμένη κοινωνία, η οποία θα είναι αδύναμη να ανταποκριθεί στην καθημερινότητά της». Μάλιστα προαναγγέλλει πλήθος πλειστηριασμών το επόμενο διάστημα, καθώς «η οικονομική δυνατότητα των εργαζομένων έχει συρρικνωθεί σημαντικά λόγω μείωσης των μισθών, ενώ η ανεργία αυξάνεται συνεχώς, γεγονός που καθιστά αδύνατη την αποπληρωμή των δανείων». «Αυτοί που θα χάσουν τα σπίτια τους είναι σε χειρότερη θέση απ’ αυτούς που απλώς έχασαν το όνειρο να αποκτήσουν μια δική τους κατοικία», αναφέρει χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, ο γενικός γραμματέας κάνει λόγο για οργανωμένη και στοχοποιημένη κατασυκοφάντηση των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων υπηρεσιών, προκειμένου «να υπάρξει εκποίηση της δημόσιας περιουσίας με ευτελέστατους όρους και εκχώρηση κάποιων υπηρεσιών όπως, π.χ. η υγεία στον ιδιωτικό τομέα». Υποστηρίζει, δε, πως «το επιχείρημα ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πολλοί και τεμπέληδες και ότι καταναλώνουν το μέγιστο της οικονομίας της χώρας είναι αβάσιμο, καθώς, όπως αποδείχτηκε μετά την απογραφή, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πολύ λιγότεροι σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες». Μάλιστα προβλέπει ότι
οι υπάρχουσες συνθήκες θα οδηγήσουν ακόμη περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους στο να ψάξουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη δουλειά, ακόμη και με επαχθείς όρους στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα».
Οι ευθύνες των πολιτών
Φυσικά, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί φέρουν τεράστιες ευθύνες όχι μόνο οι κυβερνώντες, αλλά και οι ίδιοι πολίτες, οι οποίοι έχουν εγκλωβιστεί στα «μεταπολεμικά απωθημένα» των γονέων και των παππούδων τους. Εξάλλου, είναι κοινώς αποδεκτό πως ο Έλληνας για πολλά χρόνια είχε… κακομάθει, προσπαθώντας να εξασφαλίσει μόνιμο μισθό του Δημοσίου ή επιδιώκοντας να στήσει ένα «μαγαζάκι», ώστε να μην έχει «αφεντικό πάνω απ’ το κεφάλι του». Μάλιστα, για πολλά χρόνια είχε καλλιεργηθεί η πεποίθηση πως ένας μικρομεσαίος επιχειρηματίας θα μπορούσε να κερδίσει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι ένας υπάλληλος. Παράλληλα, παραδοσιακά επαγγέλματα όπως αυτό του αγρότη έγιναν… «ντεμοντέ», καθώς δεν ταίριαζαν με το προφίλ του «μοντέρνου επαγγελματία», που καλλιεργήθηκε εδώ και μερικά χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Για το λόγο αυτό, αρκετοί ειδικοί θεωρούν πως η κρίση αυτή δεν θ’ αφήσει πίσω της μόνο συντρίμμια, αλλά θα έχει και κάποια ευεργετικά αποτελέσματα όσον αφορά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων, αλλά και την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας. Άλλωστε, εκφράσεις όπως «εργατικά χέρια ή « ν’ απλώνεις τα πόδια σου έως εκεί που φτάνει το κρεβάτι σου» πρέπει να ξαναμπούν στο ελληνικό λεξιλόγιο, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η οικονομική επιβίωση του Έλληνα μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολη. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δήλωσε στα «Επίκαιρα» ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ο κ. Γιώργος Πιπερόπουλος : «Ουδέποτε η ελληνική κοινωνία βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να αυτοχαρακτηριστεί ως κοινωνία της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και ως κοινωνία ενταγμένη στην καπιταλιστική Δύση», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Για πολλές δεκαετίες, από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ουσιαστικά και μέχρι την πρόσφατη οικονομική μας κατάπτωση, διακρινόμασταν ως οικονομία σοβιετικού τύπου, δηλαδή ως οικονομία όπου το Δημόσιο αποτελούσε τον κυρίαρχο επενδυτή. Κι αυτοί οι οποίοι απασχολούνταν στη Δημόσιο ή μπορούσαν να συντηρήσουν τις επιχειρήσεις τους από το δημόσιο κορβανά, απομυζώντας τα δημόσια οφέλη, καθιστούσαν την Ελλάδα την τελευταία κομουνιστική χώρα στη νοοτροπία, μετά την πτώση της Τείχους του Βερολίνου το ΄89». Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η τωρινή κατάσταση, με την οικονομική σχεδόν πτώχευση και με την απαξίωση του Δημοσίου και την καταγραφή επιτέλους όσων απασχολούνται στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, «αναδεικνύει το γεγονός ότι δεν είμαστε απόγονοι του πολυμήχανου Οδυσσέα. Δεν έχουμε τις άκρες μας προσηλωμένες στα επιτεύγματα και στις επιτάξεις ενός κερδώου Ερμή. Δεν πιστέψαμε ποτέ στην ιδιωτική πρωτοβουλία». Μάλιστα, προχωρά ακόμα ένα βήμα πιο πέρα και λέει ότι «όσοι θα συνεχίσουμε – παρά τις απολύσεις που επίκεινται- να απασχολούμαστε στο δημόσιο τομέα, επιτέλους θα αμειφθούμε με πολύ λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι αμείβονται τα μεσαία και ανώτερα στελέχη στον ιδιωτικό τομέα». Ο κ. Πιπερόπουλος βλέπει τις αρνητικές οικονομικές εξελίξεις στην χώρα μας ως ευκαιρία για να αλλάξουν συνήθειες ετών που στοίχειωναν τις σύγχρονες γενιές. «Έχω την αίσθηση, ενθυμούμενος το «ουδέν καλό αμιγές κακού», ότι επιτέλους θα θυμηθούμε να ξαναγίνουμε παραγωγοί, να προστρέξουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, να απογαλακτιστούμε, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο της εξάρτησης από το Δημόσιο, και να αναπτυχθούμε με το σύγχρονο πνεύμα της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, που οφείλει να διακρίνει μια ελληνική ώριμη κοινωνία και οικονομία, ενταγμένη στους «12» της περίφημης Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης». «Νομίζω, λοιπόν», συμπληρώνει, «ότι η κοινωνική αλλαγή που συντελείται εξαιτίας των ραγδαίων και πολύ επώδυνων οικονομικών αλλαγών είναι αυτή που θα φέρει την Ελλάδα και τους Έλληνες σε ευθυγράμμιση με το πνεύμα της καπιταλιστικής Δύσης και την αποτοξίνωση από την κομουνιστική νοοτροπία του «εργαζόμαστε για το Δημόσιο» ή αφαιμάσσουν το Δημόσιο οι δήθεν εταιρίες ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που δεν θα ζήσουν σε ανταγωνιστικό πνεύμα, παρά μόνον εφόσον τους χρηματοδοτεί το Δημόσιο». Αναφορικά με τα περί συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, ο Μακεδόνας καθηγητής έχει διαφορετική άποψη. «Επιτέλους, θα αποσυντηρητικοποιηθεί η ελληνική κοινωνία, που παρέμεινε συντηρητική, γιατί μέρος της συντήρησης αποτελούσε η πλήρης εξάρτηση: 1 στους 3,5 απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα και σχεδόν άλλων τόσων που απασχολούνται στις ΔΕΚΟ ή στις επιχειρήσεις που ζούσαν αντλώντας τα κεφάλαιά τους από το δημόσιο τομέα».
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου