Ο Ηθοποιός του Hollywood από τον Προβατώνα Έβρου
Από τους λασπωμένους δρόμους του χωριού του στο Hollywood - αντίπαλος του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ σε πέντε ταινίες - και στις αρένες του κόσμου. Σπουδαίος αθλητής, παγκόσμιος πρωταθλητής στο «Παγκράτιον», ένα αγώνισμα των αρχαίων ελλήνων, που συνδυάζει την πάλη με την πυγμαχία, και στο vale tudo, ο Στέφανος Μιλτσακάκης, έκανε καριέρα στον κινηματογράφο, υποδυόμενος πάντα τον κακό σε ταινίες δράσης και σε αγώνες πάλης χωρίς όρια. Ο γνωστός στην Αμερική και ως «Στέφανος Παγκράτιο», μεγάλος μαχητής στα «κλουβιά» αλλά και της ζωής , γεννήθηκε το 1959 στον Προβατώνα Έβρου. Οι συγγενείς και οι παιδικοί του φίλοι θυμούνται ότι ήταν ένα πολύ ζωηρό και πολύ ριψοκίνδυνο παιδί, που αψηφούσε το φόβο και τον πόνο, και συγχρόνως πάρα πολύ ευγενικό. Μεγάλη του αγάπη ήταν η ανάγνωση του Μικρού Ήρωα. Ταυτιζόταν με τους ήρωες και τους θαύμαζε και ονειρευόταν ότι μία μέρα θα γίνει και αυτός ένας
από αυτούς. Το 1972 η οικογένειά του, ο πατέρας του ήταν ράφτης, μετανάστευσε στην Αμερική. Σε ηλικία 12 χρονών και πριν τελειώσει την πρώτη γυμνασίου, από το μικρό χωριό του Έβρου, βρέθηκε σε μια μεγάλη πόλη, τη Charlotte « Η προσαρμογή μου στη νέα κατάσταση δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χωρίς να γνωρίζω ούτε μια λέξη αγγλικά και φεύγοντας από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας του 72, όπου δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, βρέθηκα στο χάος της Αμερικής, του Αμερικάνικου Νότου(στη Βόρειο Καρολίνα), σε μια πόλη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, με ουρανοξύστες, μεγάλους δρόμους και πολυκατοικίες». Οι γονείς του νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα, σε μια φτωχή συνοικία, που το μοιράζονταν με μια άλλη οικογένεια από την Ελλάδα. Ο ίδιος αγαπούσε από μικρός την Αμερική μέσα από τα βιβλία που διάβαζε, αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα την επισκεπτόταν, αν και αυτό ήταν το απωθημένο όνειρό του.
Στο σχολείο που πήγαινε οι μειονοτικοί μαθητές, και ιδιαίτερα οι μετανάστες ήταν ελάχιστοι, δεν αντιμετωπίζονταν με συμπάθεια και συμπαράσταση και δεν εντάσσονταν σε ειδικά προγράμματα. Έκανε τεράστιες προσπάθειες όχι απλώς να προσαρμοστεί, αλλά να ενσωματωθεί, να γίνει «ένας από αυτούς». Η οικογένειά του δεν κατάλαβε τις δυσκολίες που περνούσε γιατί ποτέ δεν παραπονέθηκε για τίποτε. «Δεν μπορούσε κανένας μας να τον βοηθήσει τότε. Έπεσε στα βαθιά και κολύμπησε. Στην τρίτη γυμνασίου δέχθηκε μία άγρια επίθεση από νέγρους συμμαθητές του, τόσο άγρια που έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για ράμματα και να μείνει σπίτι για μία εβδομάδα. Μέχρι τότε του άρεσαν τα σπορ γενικά και έπαιρνε μέρος σε όλες τις αθλητικές εκδηλώσεις του σχολείου του, συμμετείχε στις σχολικές ομάδες του μπάσκετ και του αμερικάνικου φούτμπολ» θυμάται η αδελφή του Καλλιόπη Μιλτσακάκη.
Την επόμενη χρονιά αλλάζει σχολείο, πάει στο Λύκειο, και εκεί ξεκινάει καράτε και άλλες μορφές αυτοάμυνας, για να μη χρειαστεί μάλλον, ποτέ να αντιμετωπίσει ξανά παρόμοιες καταστάσεις. Στο Λύκειο μπαίνει και στην ομάδα της Ελληνορωμαϊκής πάλης και διακρίνεται. Γίνεται πια ο γνωστός Greek, οι επιτυχίες του προβάλλονται από τα τοπικά κανάλια και τις τοπικές εφημερίδες και είναι δημοφιλής πλέον μεταξύ των συμμαθητών του και γενικά των παιδιών του σχολείου του και των άλλων σχολείων. «Τότε ήμουν 16 χρονών, όταν ο προπονητής της πάλης στο σχολείο μου πρότεινε να ασχοληθώ με το άθλημα αυτό. Έγινα μέλος της σχολικής ομάδας, οι συμμαθητές μου με αντιμετώπιζαν πλέον διαφορετικά , δεν με έβλεπαν σαν ξένο.» Οι γονείς του όμως αρνούνται να μοιραστούν τη χαρά του για τις επιτυχίες του «Ήθελαν να γίνω γιατρός ή πολιτικός μηχανικός. Δεν θεωρούσαν σημαντική την ενασχόληση μου με το άθλημα αυτό. Μου έλεγαν να ασχοληθώ με κάτι άλλο, πιο σοβαρό». Αυτός όμως δεν πτοείται. Έστω και χωρίς την γονική στήριξη και συμπαράσταση, κρυφά τις περισσότερες φορές, συνεχίζει τις συμμετοχές του στους αγώνες και στέφεται πρωταθλητής του σχολείου. «Τα κορίτσια ήταν ξετρελαμένα μαζί του. Τον κυνηγούν όπου πήγαινε.. Συγχρόνως όμως με τις πολύ καλές επιδόσεις του στον αθλητισμό, ξεδιπλώνει και μία άλλη πλευρά του εαυτού του, είναι πολύ καλός και στη ζωγραφική. Στις εκθέσεις ζωγραφικής που κάνει το σχολείο του κάθε χρόνο στο τέλος της σχολικής χρονιάς, εκθέτει τα περισσότερα και ωραιότερα έργα.» λέει η αδελφή του.
Τελειώνοντας το Λύκειο πάει στο κολέγιο, όπου ως φοιτητής το 1980, στο Εθνικό Κολεγιακό Πρωτάθλημα Πάλης, καταλαμβάνει την τρίτη θέση, γεγονός που του εξασφαλίζει αθλητική υποτροφία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Βορείου Καρολίνας(North Carolina State University), όπου συνεχίζει την εντυπωσιακή του πορεία στην πάλη. ‘Όπως, εκμυστηρεύθηκε ένας συμμαθητής του, ποτέ δε χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να επιδειχθεί αλλά μόνο να βοηθήσει τους συμμαθητές και φίλους του που βρίσκονταν σε «δύσκολη» θέση.
Οι επιτυχίες του έγιναν γνωστές και στην Ελλάδα. Το 1984, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να προπονηθεί με την Ολυμπιακή Ομάδα Ελευθέρας Πάλης και τον φίλο του Γιώργο Ποζίδη, παλαιστή της ελληνορωμαϊκής πάλης. Κάνει όλη την προετοιμασία σε Ελλάδα και εξωτερικό και θεωρείται ένα από τα φαβορί για κατάκτηση μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες . Στάθηκε όμως άτυχος γιατί την τελευταία εβδομάδα πριν αναχωρήσει η ομάδα για το Λος Άντζελες, κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης, έπαθε ρήξη χιαστών με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την ελληνική αποστολή.
Επέστρεψε απογοητευμένος στην Αμερική. Χειρουργήθηκε, του αφαιρέθηκαν τελείως οι σύνδεσμοι και «παρακολούθησε με δάκρυα στα μάτια, από το κρεβάτι, την παρέλαση των ελλήνων συναθλητών του. Ήταν πολύ άδικο γιατί λόγω της απουσίας των Ρώσων αθλητών εκείνη τη χρονιά είχε πολλές πιθανότητες να κερδίσει ένα μετάλλιο.» λέει η αδελφή του.
Για κάποια χρόνια ασχολείται με ένα night club που άνοιξε στην πόλη που έμενε, στο Raleigh της Βορείου Καρολίνας. Συχνός πελάτης του ο ήταν ο Παναγιώτης Φασούλας που τα χρόνια εκείνα ήταν παίκτης του State University of North Carolina. Κάποια στιγμή, αισθάνεται ότι η πόλη αυτή είναι πολύ ήσυχη για αυτόν και μετακομίζει σε μία παραλιακή πόλη της Νότιας Καρολίνας, όπου υπάρχει περισσότερη κίνηση, ζωή και δράση. Εκεί τον ανακαλύπτουν λόγω των σωματικών του προσόντων και του κάνουν πρόταση να παίξει στον κινηματογράφο. Το 1989 παίζει για πρώτη φορά με τον Jean Claude Van Damme στην ταινία «Cyborg». Στην πόλη αυτή μένει δύο περίπου χρόνια και παίρνει μέρος στις ταινίες «Shooters» και στο «Weekend at Bernie’s», μια κωμωδία, που «σπάει» ταμεία και τον βοηθάει να γίνει πολύ γνωστός στην Αμερική. Και η πόλη αυτή όμως του φαίνεται μικρή και αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα για το Λος Άντζελες. Το 1990 μετακομίζει στο Hollywood . Ο δρόμος που διάλεξε δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα συνάντησε πάρα πολλές δυσκολίες, αλλά περήφανος, όπως ήταν, δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από κανέναν. Ισχυριζόταν ότι αν είναι αρκετά καλός θα ακουστεί, θα τον μάθουν και θα τον αναζητήσουν όσοι ενδιαφέρονται. « Όταν πήγα στο Λος Άντζελες για να γίνω ηθοποιός, δεν είχα ιδέα τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός, τι προσόντα χρειάζονται για να χτίσεις ένα ρόλο. Αν το ήξερα δεν νομίζω ότι θα επιχειρούσα να ασχοληθώ με την ηθοποιία». Σε πολλές από τις ταινίες που έπαιξε, υποδυόταν τον κακό. «Φαντάζομαι ότι μου έδιναν να παίξω αυτόν το ρόλο, επειδή φαίνομαι σαν…κακός» λέει με χιούμορ και προσθέτει: «Συνειδητοποίησα ότι οι ρόλοι που ήθελα να παίξω δεν υπήρχαν. Αυτοί που υποδυόμουν δεν μου δημιουργούσαν συναισθήματα, δεν είχαν βάθος. Γι’ αυτό αποφάσισα να σταματήσω»
Κι έτσι επέστρεψε στο «Παγκράτιον», ένα αρχαίο ελληνικό άθλημα, που συνδυάζει την πυγμαχία με την πάλη και αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής. «Είναι το μεγαλύτερο άθλημα στην Αμερική. Δεν υπάρχουν κανόνες, πολύ λίγοι, μπορείς να χτυπήσεις τον αντίπαλό σου με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα. Χρειάζεται να έχεις ξεχωριστά προσόντα, μεγάλη αυτοσυγκέντρωση, να τρως, να κοιμάσαι με τη σκέψη του.» λέει ο Έλληνας μαχητής γνωστός και ως «Στέφανος Πανγκράτιο».
Μετά την ελληνορωμαϊκή ελεύθερη πάλη εκπαιδεύτηκε στη Brazilian Jiu Jitsu και ΜΜΑ (Mixed Marshal Arts/Pankration) όπου και υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητής στο World Vale Tudo Championship IX τρεις φορές, το 1999 εναντίον του Joe Charles, το 2000 και 2002 εναντίον του Mariano Mendoza και το 2005 εναντίον του Mike Seal. Η έκφραση Vale Tudo στα Πορτογαλικά σημαίνει «όλα επιτρέπονται», οι αθλητές στους αγώνες αυτούς, που γίνονται σε «κλουβί», αγωνίζονται με πολύ λίγους κανονισμούς, θεωρούνται από τους πιο σκληρούς στον κόσμο των πολεμικών τεχνών και γι’ αυτό σε πολλά μέρη του κόσμου και σε πολλές πολιτείες της Αμερικής έχουν απαγορευθεί. «Το να δίνω μάχες είναι κομμάτι της ζωής μου. Από μικρός παλεύω για να επιβιώσω σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος βία. Αν φοβάμαι όταν αγωνίζομαι στα κλουβιά; Ναι φοβάμαι. Αυτό που εννοώ εγώ όμως φόβο, είναι διαφορετικό από αυτό που εννοεί ο καθένας. Για μένα ο φόβος είναι σαν ένα σύστημα συναγερμού, που με προετοιμάζει για τη μάχη, είναι μια δυνατή ενέργεια που μου δίνει ζωή»
Τα τελευταία τρία χρόνια ασχολείται με το γυμναστήριο που έχει στη Venice (Santa Monica), California. «Είναι ένα γυμναστήριο πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα, από τα πιο όμορφα στον κόσμο. Έβαλα πάρα πολύ μεράκι και προσωπική εργασία και στόχος μου δεν είναι μόνο να γυμνάζω τους πελάτες αλλά να τους εμπνέω και να αλλάζουν τρόπο ζωής. Να είμαι κατά κάποιο τρόπο ο μέντοράς τους.»
Πελάτες είναι πολύ γνωστά ονόματα ηθοποιών της Αμερικής αλλά και της Ελλάδας που την επισκέπτονται, όπως ο Κώστας Σόμερ, στο show του οποίου εμφανίστηκε καθώς και οι γνωστοί κινηματογραφικοί παραγωγοί Πάρις Κασιδόκωστας και Τέρι Ντούγκας.
Δεν εγκατέλειψε όμως τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες . Σπούδασε σε σχολή υποκριτικής, με πολύ γνωστούς αμερικανούς καθηγητές και στο βάθος του μυαλού του υπάρχει πάντα η σκέψη για επιστροφή στο σινεμά. «Είμαι ανοιχτός στις προκλήσεις. Αν υπάρξει κάποια ρόλος που θα με συγκινήσει, θα ασχοληθώ ξανά με την ηθοποιία». Αυτή την εποχή γράφει ένα σενάριο για ταινία, βασισμένο στο γνωστό μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά «Νανά», ενώ διαβάζει πολύ λογοτεχνία.
Βασίλης Κάργας
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου