Ένας βασικός λόγος που η κοινωνική κεντροαριστερά δεν έχει ενιαία και ισχυρή πολιτική έκφραση είναι ότι δεν ακούει κάτι που να βγάζει νόημα. Άλλα λένε και άλλα εννοούν, άλλα δηλώνουν και άλλα επιδιώκουν, βαφτίζουν «διεργασίες ανασυγκρότησης του χώρου» τις αντιπαραθέσεις τηλεοπτικής κατανάλωσης και προτάσσουν τις προσωπικές ατζέντες αδιαφορώντας για το ιδεολογικό και αξιακό διακύβευμα.
O πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, με συνέντευξή του στην Deutsche Welle, είπε κάτι αυτονόητο, ότι ασφαλώς και δεν αποκλείεται εκ προοιμίου μια συνεργασία Κεντροαριστεράς - Αριστεράς, και βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας σαν να είπε κάτι πρωτοφανές. Και είναι πρωτοφανές με την έννοια ότι το θέμα αυτό αποτελεί ταμπού για την παράταξή του. Συγκεκριμένα, απάντησε ως εξής στη σχετική ερώτηση: «Να μη βάλουμε το κάρο μπροστά από το άλογο, όπως λένε. Δηλαδή, το βασικό είναι τι πρέπει να γίνει στη χώρα μας: Μια προοδευτική, δημοκρατική πλατφόρμα των αλλαγών, των συγκρούσεων που πρέπει να γίνουν με νοοτροπίες και πρακτικές, των πολιτικών που θα φέρουν μια σωστή, χρηστή διοίκηση και αναπτυξιακή πορεία. Πάνω σε αυτές τις αρχές και βάσεις ενός σοβαρού προγράμματος να είμαστε ανοιχτοί σε πιθανές συνεργασίες για το μέλλον».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλος απέφυγε να εκφράσει δημόσια την ενόχλησή του, η οποία είναι προφανής. Είπε ότι ο πρώην πρωθυπουργός «παραβιάζει ανοιχτές θύρες» αφού ο ίδιος έχει κάνει τόσες προτάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία, όπως για παράδειγμα να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση για τη μείωση του χρέους, αλλά είναι σαφές ότι οι δύο τους εννοούν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Παρόλο που η Κουμουνδούρου απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε διάλογο όταν αυτός περιλαμβάνει τον Γ. Παπανδρέου ή τον Ευ. Βενιζέλο, και στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου που μετά έγινε ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου. Επομένως, είναι μια αντινομία να αποκλείεται οποιαδήποτε συζήτηση ή συνεννόηση όταν οι αντιθέσεις υπάρχουν στην κορυφή και όχι στη βάση.
Η ουσία είναι ότι στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το ρεύμα υπέρ του διαλόγου με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρό, αλλά αυτό δεν φαίνεται γιατί για τον Ευ. Βενιζέλο πρόκειται για ένα καταραμένο σενάριο, γιατί αυτό, εφόσον προχωρούσε, δεν τον αφορά προσωπικά.
Κατά καιρούς ο Δ. Ρέππας, ο Κ. Σκανδαλίδης, ο Ν. Ανδρουλάκης έχουν μιλήσει για την ανάγκη στρατηγικού αναπροσανατολισμού και πάντως έχουν θέσει το θέμα των ορίων της συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Και αυτό βρίσκεται στο βάθος του εσωκομματικού προβλήματος που ακόμη δεν είναι πλήρως ορατό στο ΠΑΣΟΚ. Θα έρθει στην επιφάνεια όταν θα γίνει το ιδρυτικό συνέδριο για τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης, που προγραμματίζεται για τον Οκτώβριο. Τότε θα επιχειρηθεί η απορρόφηση του ΠΑΣΟΚ από την Ελιά και η προσέλκυση προσώπων που θα κινούνται ανέστια στο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Για τη ΔΗΜΑΡ δεν είναι αυτονόητο ότι θα παραδοθεί στους σχεδιασμούς του Ευ. Βενιζέλου. Ακούγεται ωραία η ενότητα του χώρου και το «όλοι μαζί», όμως είναι αυταπόδεικτο ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η διαδικασία είναι κομμάτι της ουσίας και επομένως αν δεν συμφωνηθούν ισότιμα οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο της συνάντησης, τότε πολύ απλά θα προκύψει μια προσάρτηση στο άρμα του ΠΑΣΟΚ, η οποία πιθανώς δεν θα μπορέσει να συγκινήσει περισσότερους από όσους ακολούθησαν την Ελιά στις ευρωεκλογές.
Και στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ το πραγματικό δίλημμα αφορά τη στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πηγαίνοντας σε ένα συνέδριο το οποίο έχει εξαγγείλει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ εκ των πραγμάτων στηρίζουν την κυβερνητική πλειοψηφία, ακόμη και αν δεν πάρουν χαρτοφυλάκια. Όσο και αν επιχειρείται να εμφανιστεί αυτό που οργανώνεται ως μια γιορτή της Κεντροαριστεράς χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονίες, χωρίς πολιτικούς εγωισμούς και άγχος για τη νομή της εξουσίας, δεν είναι ιδιαίτερα πειστική η θεωρία ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται να «καπελώσει» το χώρο και να κατοχυρώσει τα κεκτημένα του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ή χωρίς σημασία ότι το ιδρυτικό αυτό συνέδριο ανακοινώθηκε το ίδιο το βράδυ των ευρωεκλογών χωρίς να προηγηθεί καμία συνεννόηση με κανέναν από τους δυνητικούς εταίρους του υπό συζήτηση συμμαχικού σχήματος.
Η παραίτηση του Φ. Κουβέλη ανοίγει το εσωκομματικό παιχνίδι στη ΔΗΜΑΡ, ακόμη και αν ο ίδιος δεν είναι πραγματικά αποφασισμένος να φύγει και απλώς δοκιμάζει όρια και αντοχές. Ήδη ο Σπύρος Λυκούδης, ο επικρατέστερος να τον διαδεχθεί, δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται για την ηγεσία. Ακόμη και αν αυτό αλλάξει στη συνέχεια, εφόσον ο Κουβέλης αποχωρήσει με δική του επιλογή, το πρόβλημα στη ΔΗΜΑΡ δεν είναι μόνο πρόβλημα προσώπων. Είναι πρόβλημα βαθιά πολιτικό και ως τέτοιο δεν αντιμετωπίζεται ακόμη.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλος απέφυγε να εκφράσει δημόσια την ενόχλησή του, η οποία είναι προφανής. Είπε ότι ο πρώην πρωθυπουργός «παραβιάζει ανοιχτές θύρες» αφού ο ίδιος έχει κάνει τόσες προτάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία, όπως για παράδειγμα να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση για τη μείωση του χρέους, αλλά είναι σαφές ότι οι δύο τους εννοούν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Παρόλο που η Κουμουνδούρου απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε διάλογο όταν αυτός περιλαμβάνει τον Γ. Παπανδρέου ή τον Ευ. Βενιζέλο, και στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου που μετά έγινε ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου. Επομένως, είναι μια αντινομία να αποκλείεται οποιαδήποτε συζήτηση ή συνεννόηση όταν οι αντιθέσεις υπάρχουν στην κορυφή και όχι στη βάση.
Η ουσία είναι ότι στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το ρεύμα υπέρ του διαλόγου με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρό, αλλά αυτό δεν φαίνεται γιατί για τον Ευ. Βενιζέλο πρόκειται για ένα καταραμένο σενάριο, γιατί αυτό, εφόσον προχωρούσε, δεν τον αφορά προσωπικά.
Κατά καιρούς ο Δ. Ρέππας, ο Κ. Σκανδαλίδης, ο Ν. Ανδρουλάκης έχουν μιλήσει για την ανάγκη στρατηγικού αναπροσανατολισμού και πάντως έχουν θέσει το θέμα των ορίων της συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Και αυτό βρίσκεται στο βάθος του εσωκομματικού προβλήματος που ακόμη δεν είναι πλήρως ορατό στο ΠΑΣΟΚ. Θα έρθει στην επιφάνεια όταν θα γίνει το ιδρυτικό συνέδριο για τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης, που προγραμματίζεται για τον Οκτώβριο. Τότε θα επιχειρηθεί η απορρόφηση του ΠΑΣΟΚ από την Ελιά και η προσέλκυση προσώπων που θα κινούνται ανέστια στο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Για τη ΔΗΜΑΡ δεν είναι αυτονόητο ότι θα παραδοθεί στους σχεδιασμούς του Ευ. Βενιζέλου. Ακούγεται ωραία η ενότητα του χώρου και το «όλοι μαζί», όμως είναι αυταπόδεικτο ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η διαδικασία είναι κομμάτι της ουσίας και επομένως αν δεν συμφωνηθούν ισότιμα οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο της συνάντησης, τότε πολύ απλά θα προκύψει μια προσάρτηση στο άρμα του ΠΑΣΟΚ, η οποία πιθανώς δεν θα μπορέσει να συγκινήσει περισσότερους από όσους ακολούθησαν την Ελιά στις ευρωεκλογές.
Και στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ το πραγματικό δίλημμα αφορά τη στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πηγαίνοντας σε ένα συνέδριο το οποίο έχει εξαγγείλει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ εκ των πραγμάτων στηρίζουν την κυβερνητική πλειοψηφία, ακόμη και αν δεν πάρουν χαρτοφυλάκια. Όσο και αν επιχειρείται να εμφανιστεί αυτό που οργανώνεται ως μια γιορτή της Κεντροαριστεράς χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονίες, χωρίς πολιτικούς εγωισμούς και άγχος για τη νομή της εξουσίας, δεν είναι ιδιαίτερα πειστική η θεωρία ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται να «καπελώσει» το χώρο και να κατοχυρώσει τα κεκτημένα του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ή χωρίς σημασία ότι το ιδρυτικό αυτό συνέδριο ανακοινώθηκε το ίδιο το βράδυ των ευρωεκλογών χωρίς να προηγηθεί καμία συνεννόηση με κανέναν από τους δυνητικούς εταίρους του υπό συζήτηση συμμαχικού σχήματος.
Η παραίτηση του Φ. Κουβέλη ανοίγει το εσωκομματικό παιχνίδι στη ΔΗΜΑΡ, ακόμη και αν ο ίδιος δεν είναι πραγματικά αποφασισμένος να φύγει και απλώς δοκιμάζει όρια και αντοχές. Ήδη ο Σπύρος Λυκούδης, ο επικρατέστερος να τον διαδεχθεί, δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται για την ηγεσία. Ακόμη και αν αυτό αλλάξει στη συνέχεια, εφόσον ο Κουβέλης αποχωρήσει με δική του επιλογή, το πρόβλημα στη ΔΗΜΑΡ δεν είναι μόνο πρόβλημα προσώπων. Είναι πρόβλημα βαθιά πολιτικό και ως τέτοιο δεν αντιμετωπίζεται ακόμη.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου