Θα’ σουν στη στράτα μου οδηγός, της νύχτας μου φεγγάρι,
θα’ μουν τη μέρα στήριγμα, τη νύχτα προσκεφάλι,
αν προσπερνούσε ο χάροντας και δεν σ’ είχε προσέξει.
Όμως, ούτε σε ρώτησε μήτε κι έμενα, γιε μου.
Με πνίγει το παράπονο, δεν πήρε πρώτα εμένα,
να μη σε ιδώ στα χέρια του τα καταματωμένα,
να μη γροικώ το βήμα του, να μη θωρώ το βλέμμα
κι εσέ σβησμένο μη σε δω μεσοστρατίς στο χώμα.
Πού να σταθώ, αγόρι μου για να’ μαι πιο κοντά σου;
Να πάρω νύχτα τα βουνά και μέρα τα λαγκάδια;
Της θάλασσας να κατεβώ τ’ αμέτρητα τα βύθια,
για στ’ ουρανού τα πέρατα ν’ ανέβω να πετάξω;
Δεν το μπορώ, λεβέντη μου, μονάχη μου-το ξέρεις,
χωρίς εσένα δίπλα μου να μου κρατάς το χέρι.
Όμως, στη μάνα ο καημός δίνει φτερά στα πόδια
και της ελπίδας το δρομί τ’ ανεβοκατεβαίνει
κι ούτε τ’ αγκάθια την πονούν κι οι πέτρες την πληγώνουν.
Στ’ ακρόβουνο περπάτησα κι ας με τρομάζει η νύχτα
και στα λαγκάδια χάθηκα, στις ρεματιές επήγα.
Στης θάλασσας κατέβηκα τα σκοτεινά τα βάθη
και στα πελάγη βρέθηκα και στ’ ουρανού τις σκάλες.
Δε σ’ είδα, παλικάρι μου δεν σ’ άγγιξα, άγγελέ μου,
του κήπου μου ακροβλάσταρο αποβραδίς
Γι αυτό μονάχη μου τραβώ βαριά τα βήματά μου
στου τάφου σου την ερημιά, στέκομαι ‘δω και κλαίω.
Θανάσης Ι. Νικολαΐδης
thanikolaidi@gmail.com
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου