Το σύνδρομο του ευτυχισμένου και ξένοιαστου βοσκού άρχισε να χτυπάει τους ώμους των αγχωμένων και απηυδισμένων μεσήλικων αυτού του τόπου, που τρέχουν να βουλώσουν δεκάδες τρύπες του οικογενειακού προϋπολογισμού, τρέχουν να καλύψουν τα έξοδα σπουδών και την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους, τρέχουν να προλάβουν την κρίση και να διατηρήσουν σταθερά τα έσοδα του σπιτιού, τρέχουν για να καλύψουν και το χρέος προς τους γονείς, μεταξύ νοσοκομείων, γιατρών και φαρμακείων… Αυτή είναι η ζωή του Έλληνα κάπου κοντά στα 50 με 60…
Ένα κατοστάρι άγχους και στρες δηλαδή, για να μην πάει χαμένος τόσο κόπος, επί ματαίω ενίοτε, για την εν ζωή καταξίωση.
Το ερώτημα που μου έθεσε επιτυχημένος και καταξιωμένος στον επιστημονικό και επαγγελματικό του χώρο συνάνθρωπος και κυρίως η απάντηση που μου έδωσε, ήρθε να μου επιβεβαιώσει αυτό που πολλοί κουρασμένοι από τις ευθύνες άνθρωποι, καταθέτουν από καρδιάς στις παρεΐστικες κουβέντες που όλο και περισσότερη ανάγκη φαίνεται να τις έχουμε στο σβήσιμο της μέρας.
-Τώρα εμένα που με βλέπεις και με ξέρεις καλά, τί νομίζεις ότι θα ήθελα να κάνω, αν δεν έκανα αυτό που κάνω; με ρώτησε.
Φαντάστηκα ότι θα ήθελε να κάνει κάτι στην κατεύθυνση της εξέλιξης και μετεξέλιξης της δουλειάς του ή μια επένδυση της δράσης του σε κάποιον άλλο τομέα. Όμως, έπεσα έξω και μάλιστα με εξέπληξε ευχάριστα.
-Λάθος, μου απάντησε. Ξέρεις τί θα ήθελα; Να έχω καμία εικοσαριά πρόβατα στο βουνό, μια φλογέρα, το σκύλο μου και πέντε κότες, να έχω την ηρεμία μου, την ξενοιασιά μου, τα τσιπουράκια μου με όποιον κάνει κέφι – καλοδεχούμενος - και να ζω, να αναπνέω ελευθερία και χρόνο δικό μου… Γιατί κάτι μου λέει ότι σ’ αυτά τα απλά και ταπεινά είναι η ζωή! Πάντως σίγουρα δεν είναι αυτό που κάνω τώρα κι ας φαντάζει σημαντικό στον καθρέφτη της κοινωνίας...
Έτσι λοιπόν διαπίστωσα ότι όλο και φουντώνει, ως ανομολόγητη ανάγκη, το ρεύμα των κουρασμένων, των αγχωμένων, των ζορισμένων μέχρις εσχάτως από τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, των Ελλήνων που βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και λίγο πριν το έμφραγμα, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που τους καταδιώκει ανελέητα.
Τσομπανάκος να ‘μουνα, πρόβατα να φύλαγα…
Κι επειδή οι υποχρεώσεις έχουν κάτι βαρίδια ασήκωτα στα πόδια και τα βουνά είναι ψηλά, ας αντισταθούμε στον κάμπο… Ας διεκδικήσουμε πρώτα από εμάς τους ίδιους λίγη ελευθερία ψυχής, λίγο χώρο στο όνειρο, κι ακόμα περισσότερο χρόνο στους φίλους και στους ανθρώπους μας… Και τέτοιες συνωμοτικές ομάδες με όπλο ένα μπουκάλι ντόπιο τσίπουρο, ένα ποτήρι κρασί, λίγη μουσική, ρεφενέ μεζεδάκια και διάθεση να ξεφύγουν και ξεδώσουν, φαίνεται ότι άρχισαν να βγαίνουν στην… αντίσταση τελευταία!
Κάθε γενιά κάνει τον δικό της πόλεμο με τα ίδια συνθήματα… Και το διακύβευμα στην Ελλάδα του 2010 δεν διαφέρει καθόλου μ’ αυτό του 1821… Και τότε τσαρούχι και φουστανέλα και γκλίτσα και φλογέρα και ελευθερία ή θάνατος, σε κοινό παρονομαστή με τον τσομπανάκο της ουτοπίας μας.
Απλά και ο θάνατος και η ελευθερία, παίρνουν κάθε φορά τη μορφή της εποχής που τα γεννάει και τα τρώει
Ένα άρθρο απο Σοφία Γκαγκούση RAMNOUSIA
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου