Εν ερημίαις


Γράφει ο Μάνος Ελευθερίου
Αιφνιδίως ορισμένοι γίνονται αυτοσχέδιοι δικαστές και αποφασίζουν για την τύχη του καθενός σκορπίζοντας τις ποινές σαν στραγάλια ή σαν το ρύζι στους γάμους. Οι αποφάσεις παίρνονται με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς ν’ ακουστεί ο παρηγορητικός λόγος μιας φωνής υπεράσπισης και, φυσικά, χωρίς την απολογία του κατηγορουμένου. Λίγη ιστορία αν διαβάσει κανείς θα δει ότι τέτοια περιστατικά είναι κόπιες της ελληνικής περιόδου αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Οι ποινές κυμαίνονται από ισόβια έως θάνατο. Επειδή, όμως, δεν είναι δυνατό να εκτελεστούν
παραδίδονται σε κάτι χειρότερο. Στην ειρωνεία, τη χλεύη, την καταλαλιά, τη ρουφιανιά, την απεγνωσμένη προσπάθεια να χάσει ο αντίπαλος και κατηγορούμενος εκτός από τη φήμη του και την υπόληψή του, ακόμη και το καθημερινό του ψωμί. Υπάρχουν οι στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών, υπάρχει και το σατανικό Ίντερνετ. Όλα φιλόξενα. Σε ποιον να δεηθεί ποιον να παρακαλέσει «να φυγαδεύσει και να απελάσει πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, σατανικήν έφοδον και επιβουλήν;»
Τι θέλουν να κρύψουν απ’ τη ζωή τους αυτοί οι τιμητές, προστάτες και φρουροί της ηθικής, των αξιών, του πολιτισμού και της δήθεν προόδου του Γένους των Ελλήνων; Ποιες αποτυχίες θέλουν να σκεπάσουν και νομίζουν ότι θριαμβεύουν με το να μπαίνουν στη ζωή του άλλου; Και τι είναι, τέλος πάντων, αυτός ο αντιδραστικός και κατηγορούμενος; Μήπως ένα καταραμένο στοιχειό κατσαπλιά, ένας εαμοβούλγαρος κατάσκοπος, ένας αντεροβγάλτης, φερμένοι όλοι από τα πρωτοσέλιδα μιας σκοτεινής εποχής της πατρίδας; Όχι «δεν μας αρέσει», και αυτό φθάνει. «Δεν μας αρέσει διότι νηστεύει ακόμη και το νερό, που λέει ο λόγος, προκειμένου να γράψει μια σελίδα της προκοπής ή τους στίχους ενός τραγουδιού. Αυτό αρκεί. Δεν μας αρέσει. Είμαστε ισάξιοι του Τόμας Μαν και του Φώκνερ. Είμαστε η συνέχεια του Βιζυηνού, του Καβάφη, του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη! Αυτό και μόνο αρκεί».
Σ’ ένα τέτοιο θέατρο ο κατηγορούμενος θα στερηθεί οποιαδήποτε συνδρομή παρηγορίας. Οι γύρω του έχουν χαθεί μυστηριωδώς. Σε ανύποπτη ώρα έχουν μετακομίσει έντρομοι στα σίγουρα λημέρια των αυτοσχέδιων δικαστών. Τους νιώθεις. Τους συγχωρείς. Η ζωή είναι άγρια. Λύγισαν. Οι ανάγκες του καθημερινού βίου τους εξαγρίωσαν και, πλέον, δεν υπάρχουν θέσεις στη ζωή τους για έλεος, ευσπλαχνία και βοήθεια για κανένα. Οι πιο αδύνατοι ξέπεσαν προς το θυμίαμα, στους ύμνους και τις ωδές προς όλους εκείνους οι οποίοι κρατούν το μαστίγιο οποιαδήποτε εξουσίας, ελπίζοντας και στη δική τους, έστω προσωρινή, αποκατάσταση, μια θέση στο Δημόσιο των παιδιών τους, μια μετάθεση, ένα δάνειο.
Έτσι, αδύνατοι, δυστυχισμένοι και ετοιμόρροποι είναι έτοιμοι κιόλας για οποιαδήποτε «συνεργασία» και ακόμη πιο έτοιμοι, αν χρειαστεί, να σηκώσουν το φοβερό και σιδερένιο δάχτυλό τους «και να δείξουν» τον ένοχο, όπως οι κουκουλοφόροι της κατοχής, συνεργάτες των Γερμανών παππούδων, θείων και εξαδέλφων των πατεράδων των σημερινών.
Εάν είσαι συνταξιούχος και αναγκάζεσαι για να τα φέρεις βόλτα να εργάζεσαι σε κάποια δουλειά, αναγκαστικά πρέπει να έχεις Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, να κόβεις κάθε μήνα απόδειξη για τα 1.100 € που εισπράττεις. Για να έχεις, όμως, τη δυνατότητα να εκδίδεις αποδείξεις πρέπει να πληρώνεις επιπλέον και ΤΕΒΕ! Κάθε μήνα 150 €. Λόγω της κρίσης ο έκτακτος μισθός μειώθηκε κατά 400 €. Μέχρι εδώ καλά. Να βοηθήσουμε την πατρίδα. Άλλοι έδωσαν και τη ζωή τους. Επειδή, όμως, έχεις αυτό το έσοδο πρέπει να κάνεις και υπεύθυνη δήλωση στο ΙΚΑ, το οποίο θα σου μειώσει τη σύνταξη των 615 € που παίρνεις κατά 20%! Περιμένεις την απόφαση. Ίσως είναι λιγότερο το ποσό, ίσως μεγαλύτερο. Δεν έχει σημασία. Άλλοι έδωσαν τη ζωή τους.
Ο καημός της πατρίδας δεν έχει τέλος. Ο πόνος ο ελληνικός δεν έχει τέλος. Ο καημός για τους φίλους που φύγαν ή ετοιμάζονται να φύγουν ανυπεράσπιστοι, ο καημός για κείνους που δεν θ’ ακούσουν ούτε μία λέξη αγάπης, συμπάθειας ή παρηγορίας, κι ακόμη για όσους θα’ ρθουν ανύποπτοι και αθώοι μπροστά σε όποιους και σε όσα τους περιμένουν. Δεν μας σώζουν τα σπαρακτικά τραγούδια, μήτε τα κείμενα των αγωνιστών του ’21. Κανένας δεν ξέρει ότι ο «τουρκοφάγος» Νικηταράς, ο οποίος έπαθε αγκύλωση από τις ατελείωτες ώρες κρατώντας το σπαθί του στις μάχες, κατάντησε κουρελής και ζητιάνος, ναι, ζητιάνος, στις γωνιές της Αθήνας και περίγελος των παιδιών του δρόμου. Μόνο οι ανθισμένες νεραντζιές που έχουν αφηνιάσει μας κάνουν, με τη μυρωδιά τους, να ξεχνάμε για λίγο όλα τα δυσάρεστα του βίου. Ακόμη και το μνημόνιο!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια