Ποτέ δεν ομολόγησε την ενοχή του και ποτέ δεν καταδικάστηκε, αλλά χρειάστηκε να περάσει 3 ολόκληρα χρόνια σε μια φυλακή – κολαστήριο, μέχρι το αυτονόητο... τη διεξαγωγή μία δίκαιας δίκης που τον έκρινε αθώο. Ο 16χρονος Kalief Browder βγήκε μια βόλτα με τους φίλους του, δεν επέστρεψε όμως ποτέ σπίτι του, καθώς το επόμενο ξημέρωμα τον βρήκε στη φυλακή.
Τις πρώτες πρωινές ώρες του Σάββατο της 15ης Μαϊου του 2010, ο Kalief και ένας φίλος του επέστρεφαν σπίτι από βραδινή τους έξοδο. Περπατούσαν στο δρόμο όταν είδαν ένα περιπολικό να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Σύντομα κι άλλα περιπολικά τους περικύκλωσαν. Ο φακός των αστυνομικών στο πρόσωπο τους, τύφλωσε τα μάτια του. Ένας αστυνομικός είπε ότι ένας άνδρας μόλις είχε πέσει θύμα ληστείας απευθυνόμενος στον Kalief και είχε υποδείξει εκείνον ως τον δράστη. «Δεν λήστεψα κανέναν, μπορείτε να ελέγξετε τις τσέπες μου», απάντησε ο 16χρονος.
Οι αστυνομικοί έκαναν σωματικό έλεγχο στα παιδιά χωρίς να βρουν πάνω τους χρήματα ή οπλισμό. Ένας από τους αστυνομικούς επέστρεψε στο περιπολικό όπου βρισκόταν το θύμα της ληστείας, και μετά από λίγο επέστρεψε στα παιδιά με μια ολοκαίνουρια ιστορία, η εκδοχή της οποίας ήθελε τη ληστεία να έχει γίνει από τα παιδιά δύο εβδομάδες νωρίτερα. Παρά τις διαμαρτυρίες των παιδιών που έλεγαν ότι δεν έχουν κάνει τίποτα, οι αστυνομικοί τους πέρασαν χειροπέδες, λέγοντας τους πως θα τα πάνε για έναν τυπικό έλεγχο στο τμήμα και το πιο πιθανό θα αφεθούν ελεύθερα μετά. Αυτό φυσικά δεν συνέβη, αφού τα παιδιά κρατήθηκαν στο αυτόφωρο.
Μετά από πολύωρη κράτηση ένας αξιωματικός της αστυνομίας κι ένας εισαγγελέας ανέκριναν τον Kalief, ο οποίος δεν έπαψε στιγμή να επιμένει για την αθωότητά του. Την επόμενη μέρα, ο 16χρονος οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, όπου έμαθε ότι είχε κατηγορηθεί για ληστεία, διακεκριμένη κλοπή κι επίθεση. Ο δικαστής άφησε τον φίλο του 16χρονου ελεύθερο και αλλά διέταξε για τον Kalief την προφυλάκιση του καθώς και την επιβολή εγγύησης ύψους 3 χιλιάδων δολαρίων, ποσό που η οικογένειά του δεν είχε να καταβάλει.
Ο νεαρός κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στο Rikers, ένα νησί-φυλακή τετρακοσίων στρεμμάτων στον ποταμό East, μεταξύ του Κουίν και του Μπρονξ. Οι Νεοϋορκέζοι που δεν το έχουν επισκεφθεί ποτέ, συχνά σκέφτονται πως πρόκειται για ένα ενιαίο κτίριο, αλλά το νησί έχει 10 φυλακές- 8 για τους άνδρες, 1 για τις γυναίκες, και 1 τόσο εξαθλιωμένη ώστε να μην στεγάζεται κανείς από το 2000. Στη φυλακή κρατούνταν πάνω από 600 έφηβοι μεταξύ 16 και 18 χρονών, με τις αναφορές να κάνουν λόγω για μία φυλακή σκληρής κουλτούρας βίας.
Η οικογένεια του νεαρού, δεν μπορούσε λόγω των πενιχρών της οικονομικών ούτε καν να προσλάβει δικηγόρο, έτσι ο δικαστής όρισε ως δικηγόρο τον Brendan O'Meara να τον εκπροσωπεί. Ο δικηγόρος υποστήριξε την αθωότητα του 16χρονου κι έτσι η υπόθεση αναμενόταν ότι θα έκλεινε σύντομα, καθώς στα αλήθεια δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, παρά μόνο η από μνήμης μαρτυρία ενός φερόμενου ως θύματος. Αλλά ο άδικα κατηγορούμενος νεαρός είχε να αντιμετωπίσει πέραν των κατηγοριών και το εξαιρετικά χρονοβόρο δικαστικό σύστημα του Μπρονξ. Χαρακτηριστικό είναι ότι η υπόθεση του άτυχου Kalief ήταν μια από τις 5.695 που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση.
Ο 16χρονος σύντομα κατάλαβε πως η φυλακή ήταν ένα μέρος στο οποίο δε θα περνούσε καλά. Σε έναν ανοιχτό ξενώνα κοιμόντουσαν περίπου 50 έφηβοι με τον καθένα να έχει στην κατοχή του από έναν πλαστικό κουβά για να κάνει τις φυσικές του ανάγκες. τα ρούχα του τα έπλενε ο καθένας στο χέρι, χρησιμοποιώντας τον ίδιο κουβά και απλώνοντας τα στα σκουριασμένα κάγκελα του κρεβατιού τους. Ο 16χρονος υπέφερε από πανικό και πίστευε ότι δε θα μπορούσε να επιβιώσει κατά αυτόν τον τρόπο εκεί μέσα.
Η μητέρα του άρχισε να τον επισκέπτεται και να του φέρνει καθαρά ρούχα, ενώ του έδινε και κάποιο χαρτζιλίκι για να μπορεί να αγοράζει φαγητό από την καντίνα των φυλακών. Αυτά τα «προνόμια» σύντομα τον έκαναν στόχο. Οι υπόλοιποι τρόφιμοι δεν έχαναν ευκαιρία να αδειάζουν τους κουβάδες τους πάνω σε αυτόν ή τα ρούχα του όταν εκείνος κοιμόταν. Κουμάντο στον τομέα του έκανε μια συμμορία που σε περίπτωση που δεν τους υπάκουε κάποιος, θα έπρεπε να υπερασπιστεί την σωματική του ακεραιότητα.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα για τον 16χρονο Kalief ήταν οι δεσμοφύλακες. Ένα βράδυ λίγες μέρες εφόσον μεταφέρθηκε στο Rikers, οι φρουροί έστησαν αυτόν αλλά και άλλους τρόφιμους της φυλακής σε έναν τοίχο και χτυπώντας τους με αγριότητα προσπαθούσαν να μάθουν ποιος ήταν ο υπεύθυνος για έναν καβγά που είχε προηγηθεί. Τα πρόσωπα των παιδιών είχαν μελανιάσει από τα χτυπήματα και ήταν λερωμένα με αίματα. Όταν το βασανιστήριο τελείωσε, οι δεσμοφύλακες τους έδωσαν δύο επιλογές: να επισκεφτούν το ιατρείο ή να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους. Κατέστησαν βέβαια σαφές ότι όποιος τολμούσε να πάει στον γιατρό και να αναφέρει τι έγινε, θα κατέληγε στην απομόνωση με κάποιες έξτρα κατηγορίες «δώράκι» για εκείνον.
Εβδομήντα τέσσερις μέρες μετά την σύλληψή το νεαρό αγόρι κλήθηκε να απολογηθεί. Οι κατηγορίες που εκκρεμούσαν εις βάρος του τον ήθελαν να έχει κλέψει το σακίδιο ενός μεξικανού μετανάστη, του Roberto Bautista. Ο Bautista είπε στην αστυνομία ότι το σακίδιο του περιείχε μια πιστωτική και μια χρεωστική κάρτα, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, ένα iPod Touch, και 700 δολάρια. Δήλωσε αθώος και ζήτησε να παραπεμφθεί σε δίκη. Αντ’αυτού επέστρεψε στο νησί- φυλακή.
Εφόσον είχε περάσει ήδη ένα χρόνος με τον Kalief να παραμένει προφυλακισμένος, υπό άθλιες συνθήκες, ο δικαστής του πρότεινε συμβιβασμό. Είπε πως αν ομολογούσε την ενοχή του θα του εξασφάλιζε να καταδικαστεί με επιείκεια, ειδάλλως τον απείλησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης 15 ετών. Ο 16χρονος αρνήθηκε την συμφωνία επιμένοντας πως είναι αθώος. Ακολούθησαν άλλες δυο τέτοιου είδους «προσφορές» από δικαστές, αλλά εκείνος αρνήθηκε και πάλι. Ήταν ζήτημα τιμής για τον 16χρονο που άδικα είχε φυλακιστεί να πάει σε δίκη και να αποδείξει την αθωότητά του.
Ενώ ο χρόνος περνούσε, εν αναμονή της δίκης ο Kalief πέρασε σχεδόν 800 ημέρες στην απομόνωση, μια πρακτική φυλάκισης που έχει πλέον απαγορευτεί στη Νέα Υόρκη και κατά τη διάρκεια της παράνομης κράτησής του, έκανε δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας. Εξετάστηκε συνολικά από 8 δικαστές. Τρία χρόνια μετά, ο Kalief παραπέμφθηκε τελικά σε δίκη, με το δικαστήριο να αποφαίνεται ότι είναι αθώος.
Τον κατηγόρησαν άδικα ότι έκλεψε ένα σακίδιο, και έκλεψαν άδικα 3 χρόνια από τη ζωή του.
Τις πρώτες πρωινές ώρες του Σάββατο της 15ης Μαϊου του 2010, ο Kalief και ένας φίλος του επέστρεφαν σπίτι από βραδινή τους έξοδο. Περπατούσαν στο δρόμο όταν είδαν ένα περιπολικό να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Σύντομα κι άλλα περιπολικά τους περικύκλωσαν. Ο φακός των αστυνομικών στο πρόσωπο τους, τύφλωσε τα μάτια του. Ένας αστυνομικός είπε ότι ένας άνδρας μόλις είχε πέσει θύμα ληστείας απευθυνόμενος στον Kalief και είχε υποδείξει εκείνον ως τον δράστη. «Δεν λήστεψα κανέναν, μπορείτε να ελέγξετε τις τσέπες μου», απάντησε ο 16χρονος.
Οι αστυνομικοί έκαναν σωματικό έλεγχο στα παιδιά χωρίς να βρουν πάνω τους χρήματα ή οπλισμό. Ένας από τους αστυνομικούς επέστρεψε στο περιπολικό όπου βρισκόταν το θύμα της ληστείας, και μετά από λίγο επέστρεψε στα παιδιά με μια ολοκαίνουρια ιστορία, η εκδοχή της οποίας ήθελε τη ληστεία να έχει γίνει από τα παιδιά δύο εβδομάδες νωρίτερα. Παρά τις διαμαρτυρίες των παιδιών που έλεγαν ότι δεν έχουν κάνει τίποτα, οι αστυνομικοί τους πέρασαν χειροπέδες, λέγοντας τους πως θα τα πάνε για έναν τυπικό έλεγχο στο τμήμα και το πιο πιθανό θα αφεθούν ελεύθερα μετά. Αυτό φυσικά δεν συνέβη, αφού τα παιδιά κρατήθηκαν στο αυτόφωρο.
Μετά από πολύωρη κράτηση ένας αξιωματικός της αστυνομίας κι ένας εισαγγελέας ανέκριναν τον Kalief, ο οποίος δεν έπαψε στιγμή να επιμένει για την αθωότητά του. Την επόμενη μέρα, ο 16χρονος οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, όπου έμαθε ότι είχε κατηγορηθεί για ληστεία, διακεκριμένη κλοπή κι επίθεση. Ο δικαστής άφησε τον φίλο του 16χρονου ελεύθερο και αλλά διέταξε για τον Kalief την προφυλάκιση του καθώς και την επιβολή εγγύησης ύψους 3 χιλιάδων δολαρίων, ποσό που η οικογένειά του δεν είχε να καταβάλει.
Ο νεαρός κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στο Rikers, ένα νησί-φυλακή τετρακοσίων στρεμμάτων στον ποταμό East, μεταξύ του Κουίν και του Μπρονξ. Οι Νεοϋορκέζοι που δεν το έχουν επισκεφθεί ποτέ, συχνά σκέφτονται πως πρόκειται για ένα ενιαίο κτίριο, αλλά το νησί έχει 10 φυλακές- 8 για τους άνδρες, 1 για τις γυναίκες, και 1 τόσο εξαθλιωμένη ώστε να μην στεγάζεται κανείς από το 2000. Στη φυλακή κρατούνταν πάνω από 600 έφηβοι μεταξύ 16 και 18 χρονών, με τις αναφορές να κάνουν λόγω για μία φυλακή σκληρής κουλτούρας βίας.
Η οικογένεια του νεαρού, δεν μπορούσε λόγω των πενιχρών της οικονομικών ούτε καν να προσλάβει δικηγόρο, έτσι ο δικαστής όρισε ως δικηγόρο τον Brendan O'Meara να τον εκπροσωπεί. Ο δικηγόρος υποστήριξε την αθωότητα του 16χρονου κι έτσι η υπόθεση αναμενόταν ότι θα έκλεινε σύντομα, καθώς στα αλήθεια δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, παρά μόνο η από μνήμης μαρτυρία ενός φερόμενου ως θύματος. Αλλά ο άδικα κατηγορούμενος νεαρός είχε να αντιμετωπίσει πέραν των κατηγοριών και το εξαιρετικά χρονοβόρο δικαστικό σύστημα του Μπρονξ. Χαρακτηριστικό είναι ότι η υπόθεση του άτυχου Kalief ήταν μια από τις 5.695 που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση.
Ο 16χρονος σύντομα κατάλαβε πως η φυλακή ήταν ένα μέρος στο οποίο δε θα περνούσε καλά. Σε έναν ανοιχτό ξενώνα κοιμόντουσαν περίπου 50 έφηβοι με τον καθένα να έχει στην κατοχή του από έναν πλαστικό κουβά για να κάνει τις φυσικές του ανάγκες. τα ρούχα του τα έπλενε ο καθένας στο χέρι, χρησιμοποιώντας τον ίδιο κουβά και απλώνοντας τα στα σκουριασμένα κάγκελα του κρεβατιού τους. Ο 16χρονος υπέφερε από πανικό και πίστευε ότι δε θα μπορούσε να επιβιώσει κατά αυτόν τον τρόπο εκεί μέσα.
Η μητέρα του άρχισε να τον επισκέπτεται και να του φέρνει καθαρά ρούχα, ενώ του έδινε και κάποιο χαρτζιλίκι για να μπορεί να αγοράζει φαγητό από την καντίνα των φυλακών. Αυτά τα «προνόμια» σύντομα τον έκαναν στόχο. Οι υπόλοιποι τρόφιμοι δεν έχαναν ευκαιρία να αδειάζουν τους κουβάδες τους πάνω σε αυτόν ή τα ρούχα του όταν εκείνος κοιμόταν. Κουμάντο στον τομέα του έκανε μια συμμορία που σε περίπτωση που δεν τους υπάκουε κάποιος, θα έπρεπε να υπερασπιστεί την σωματική του ακεραιότητα.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα για τον 16χρονο Kalief ήταν οι δεσμοφύλακες. Ένα βράδυ λίγες μέρες εφόσον μεταφέρθηκε στο Rikers, οι φρουροί έστησαν αυτόν αλλά και άλλους τρόφιμους της φυλακής σε έναν τοίχο και χτυπώντας τους με αγριότητα προσπαθούσαν να μάθουν ποιος ήταν ο υπεύθυνος για έναν καβγά που είχε προηγηθεί. Τα πρόσωπα των παιδιών είχαν μελανιάσει από τα χτυπήματα και ήταν λερωμένα με αίματα. Όταν το βασανιστήριο τελείωσε, οι δεσμοφύλακες τους έδωσαν δύο επιλογές: να επισκεφτούν το ιατρείο ή να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους. Κατέστησαν βέβαια σαφές ότι όποιος τολμούσε να πάει στον γιατρό και να αναφέρει τι έγινε, θα κατέληγε στην απομόνωση με κάποιες έξτρα κατηγορίες «δώράκι» για εκείνον.
Εβδομήντα τέσσερις μέρες μετά την σύλληψή το νεαρό αγόρι κλήθηκε να απολογηθεί. Οι κατηγορίες που εκκρεμούσαν εις βάρος του τον ήθελαν να έχει κλέψει το σακίδιο ενός μεξικανού μετανάστη, του Roberto Bautista. Ο Bautista είπε στην αστυνομία ότι το σακίδιο του περιείχε μια πιστωτική και μια χρεωστική κάρτα, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, ένα iPod Touch, και 700 δολάρια. Δήλωσε αθώος και ζήτησε να παραπεμφθεί σε δίκη. Αντ’αυτού επέστρεψε στο νησί- φυλακή.
Εφόσον είχε περάσει ήδη ένα χρόνος με τον Kalief να παραμένει προφυλακισμένος, υπό άθλιες συνθήκες, ο δικαστής του πρότεινε συμβιβασμό. Είπε πως αν ομολογούσε την ενοχή του θα του εξασφάλιζε να καταδικαστεί με επιείκεια, ειδάλλως τον απείλησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης 15 ετών. Ο 16χρονος αρνήθηκε την συμφωνία επιμένοντας πως είναι αθώος. Ακολούθησαν άλλες δυο τέτοιου είδους «προσφορές» από δικαστές, αλλά εκείνος αρνήθηκε και πάλι. Ήταν ζήτημα τιμής για τον 16χρονο που άδικα είχε φυλακιστεί να πάει σε δίκη και να αποδείξει την αθωότητά του.
Ενώ ο χρόνος περνούσε, εν αναμονή της δίκης ο Kalief πέρασε σχεδόν 800 ημέρες στην απομόνωση, μια πρακτική φυλάκισης που έχει πλέον απαγορευτεί στη Νέα Υόρκη και κατά τη διάρκεια της παράνομης κράτησής του, έκανε δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας. Εξετάστηκε συνολικά από 8 δικαστές. Τρία χρόνια μετά, ο Kalief παραπέμφθηκε τελικά σε δίκη, με το δικαστήριο να αποφαίνεται ότι είναι αθώος.
Τον κατηγόρησαν άδικα ότι έκλεψε ένα σακίδιο, και έκλεψαν άδικα 3 χρόνια από τη ζωή του.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου