Για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Fridjof Nansen
[Ένα ακόμη αδημοσίευτο κείμενο, το οποίο ανασύρω από το “αρχείο” μου. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος, αλλά και οι διάφοροι φορείς της “κοινωνίας των πολιτών” για μια ακόμη φορά επέδειξαν αδιαφορία προς το ιστορικό παρελθόν του ελληνικού λαού. Η επέτειος της γεννήσεως του Fridjof Nansen δεν έγινε αφορμή για έναν νέο προσανατολισμό προς το παρελθόν και το μέλλον. Για τη σχέση του F. Nansen με τη μοίρα του σύγχρονου ελληνισμού μπορεί ο αναγνώστης/στρια να πληροφορηθεί από το συγκεκριμένο λήμμα στην Wikipedia]
Οι λέξεις “δηλώνουν”. Στη νέα ελληνική πολλές ξένες λέξεις “δηλώνουν” διαθέσεις, προτιμήσεις, αξιολογήσεις. Το πρόσημό τους είναι άλλοτε θετικό και άλλοτε αρνητικό. Οι ιστορικοί των εννοιών θα μπορούσαν να μας διευκρινίσουν τη σημασία ορισμένων λέξεων “κλειδιών” του καθημερινού λόγου (“ordinary language”) ξενικής προέλευσης και της σημασίας τους.
Η έννοια του gentleman στην αγγλική είναι συγκεκριμένη και αφορά μια ορισμένη στιγμή της ιστορίας του 19ου αιώνα: ποια η ιδιαίτερη σημασιολογική της απόχρωση στην καθομιλουμένη ελληνική του παρελθόντος και πως περνάει, για παράδειγμα, στη λογοτεχνία; Εάν, όμως, η λέξη gentleman εκφράζει κάτι γενικώς θετικό, δε συμβαίνει το ίδιο με άλλες ξένες λέξεις.
Με μια πρώτη ματιά μπορούμε να διακρίνουμε τις ξενικές λέξεις οι οποίες εισέρχονται στα ελληνικά με το άνοιγμα διαφόρων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο (δυτικό) πολιτισμό από τις λέξεις οι οποίες προέρχονται από το συγχρωτισμό των ελληνικών πληθυσμών με γηγενείς αλλόγλωσσους, αλλά και από τα κατάλοιπα που αφήνει η αλλογλωσσία πολλών Νέων Ελλήνων στη σύγχρονη ελληνική λαλιά.
Και ο μεν gentleman υπονοούσε και στην ελληνική, μέσες άκρες κάτι θετικό, δε συμβαίνει πάντοτε το ίδιο με τις λέξεις “ανατολικής” προέλευσης. Εδώ οι περισσότερες σημασίες των δανείων είναι αρνητικές, χωρίς αυτό να πρέπει να εκληφθεί ως κάτι απόλυτο που ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Η περσικών καταβολών λέξη μουσαφίρης, σημαίνει τον επισκέπτη και είναι “ουδέτερη”, από την άλλη η λέξη “κέφι” είναι τουρκική και δηλώνει κάτι “θετικό”, ενώ αντιθέτως η λέξη “ματζίρης”, η οποία είναι και αυτή τουρκική με αραβική προέλευση, δηλώνει κάτι αρνητικό.
Η τελευταία δε χρησιμοποιείται ευρέως στη σύγχρονη καθομιλουμένη ελληνική, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην θεσσαλονικιώτικη ιδιόλεκτο, όπως και πολλές άλλες εξ αιτίας του μεγάλου αριθμού κατοίκων με προσφυγικές καταβολές από την Μικρά Ασία και την Ανατολή. Η λέξη δεν είναι άγνωστη και στους εντόπιους πληθυσμούς της Μακεδονίας, οπότε δεν πρέπει να αποκλείεται η προέλευσή της από τα τοπικά ιδιώματα: η λέξη ματζίρης έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει τον πρόσφυγα- muhajir ή muhacir (έχω συναντήσει και τις δύο εκδοχές και, μάλλον, η δεύτερη είναι η σωστή).
Δεν μπορούμε να αναδιφήσουμε την περίοδο κατά την οποία εισήλθε η λέξη στη γλώσσα των χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είναι αυτονόητο ότι η λέξη αποκτά ευρεία χρήση με την εμφάνιση του φαινομένου της προσφυγιάς στο χώρο της αυτοκρατορίας. Η συλλογική μνήμη η οποία συγκροτείται με βάση τις αφηγήσεις των σχολικών εγχειριδίων, αλλά και τα κενά που αφήνει η ιστορική έρευνα, για λόγους, όχι πάντοτε προθέσεων, αλλά εσωτερικών αδυναμιών της και από τη φύση της ίδιας της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, παρέχει μια συγκεκριμένη και στενή εικόνα της ιστορικής εξέλιξης. Αλλά οι λέξεις μένουν σαν απολιθώματα και απαιτούν εξηγήσεις για την προέλευσή τους και την εμφάνισή τους στην καθημερινή χρήση.
Οι πληθυσμοί του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντιμετώπισαν από νωρίς το πρόβλημα των αναγκαστικών μετακινήσεων, αυτό το οποίο ονομάζουμε προσφυγιά. Η επικράτηση της τουρκικής λέξης muhcjr και στους χριστιανικούς πληθυσμούς υποδηλώνει, έστω και με αδύναμο τρόπο, το εξής ενδεχόμενο: να ήσαν οι πρώτοι πρόσφυγες σε αυτούς τους γεωγραφικούς χώρους μουσουλμάνοι και η περιγραφή του φαινομένου να οφείλεται στη γλώσσα της οθωμανικής διοίκησης.
Προς αυτή την κατεύθυνση υποδεικνύει και η αναφορά του Παντ. Μ. Κοντογιάννη στο βιβλίο του “Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης»”(Αθήνα 1919, Ανατύπωσις 2006) για τις μετακινήσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών προς τις περιοχές της Μικράς Ασίας: “Κατά τον δέκατον ένατον αιώνα η Τουρκία επεδίωξε να ενισχύση τον τουρκικόν πληθυσμόν της Μικράς Ασίας και δια μεταναστών, των καλουμένων τουρκιστί μουατζίριδων. Είναι δε ούτοι μετανάσται εκ χωρών, αι οποίαι αφηρέθησαν από το τουρκικόν κράτος. Και κατά πρώτον προσήλθον Τούρκοι από την Πελοπόννησον και από τας άλλας χώρας, αι οποίαι απετέλεσαν το μικρόν ελληνικόν βασίλειον. Έπειτα προσήλθον Κιρκάσιοι και άλλοι μωαμεθανοί χωρών καταληφθεισών υπό της Ρωσίας. Προσήλθον ακόμη μουατζίριδες εκ Βοσνίας και Ερζεγοβίνης μετά την κατοχήν αυτών υπό της Αυστρίας, εκ Βουλγαρίας δε μετά την ανακήρυξιν της εις ηγεμονίαν”. [ σ. 17-Μια ειδικότερη ιστορική μελέτη στο πλαίσιο μιας εξειδικευμένης Begriffsgeschichte της οθωμανικής περιόδου, θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της ίδρυσης εδρών τουρκολογίας σε ελληνικά πανεπιστήμια].
Η λέξη ματζίρης στο θεσσαλονικιώτικο ιδίωμα είναι συνώνυμη της τσιγγουνιάς, της κακομοιριάς, της μιζέριας – άλλη μια ξένη, ανατολική αυτή τη φορά λέξη, η οποία φέρει απαξιωτικά σημασιολογικά φορτία- και γενικώς του ανθρώπου άξιου της κακής του μοίρας. Πρόκειται για μια στάση ζωής η οποία κρίνεται ως αρνητική. Η λέξη ματζίρης δεν περιγράφει κάτι, αλλά δηλώνει μια κρίση για κάποιον – και μάλιστα μόνο για κάποιον άνδρα, διότι δεν υφίσταται, ή τουλάχιστον δεν απαντάται συχνά, η εκδοχή της “ματζίρισας”.
Αυτή η σημασία δεν είναι ξένη προς την πρωταρχική σημασία της λέξης, που σημαίνει τον πρόσφυγα: αλλά εκεί περιγράφεται μια υπαρκτή κατάσταση, διότι ο πρόσφυγας είναι κακόμοιρος, θύμα της τύχης και της μοίρας του, δεν είναι θύμα της δικής του επιλογής - ο ματζίρης είναι θύμα των δικών του επιλογών.
Όλα τα αρνητικά πρόσημα της παραδοσιακής χρήσης της λέξης ματζίρης απόκτησαν εντόνως έκδηλο χαρακτήρα στο πλαίσιο της καταναλωτικής ιδεολογίας της σύγχρονης Θεσσαλονίκης: καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η χρήση της λέξης απογειώνεται από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν. Μετατρέπεται σε αρνητική έννοια για να περιγραφούν συμπεριφορές, καταστάσεις και πρόσωπα στην ελληνική εκδοχή της “κοινωνίας των εμβιώσεων”. [Gerhard Schulze, Die Erlebnisgesellschaft]
Πρόκειται για μεταστροφή της έννοιας άκρως συμβολική σε μια πόλη η οποία φέρει και το προσωνύμιο της “πρωτεύουσας των προσφύγων”. Οι μικροαστοί απόγονοι των προσφύγων ενσωματώνουν το παρελθόν τους γλωσσικώς με τη μεταστροφή μιας λέξεως σχεδόν υβριστικής για τους προγόνους τους – η λέξη έχει αρνητικό χαρακτήρα, διότι οι πρόσφυγες ήσαν πάντοτε ένα πρόβλημα για τους εκάστοτε εντοπίους – και τη μετατρέπουν σε όπλο στη μάχη καταξίωσης στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία.
Η άρνηση της καταναλωτικής ευδαιμονίας, οι αποταμιευτικές και συντηρητικές οικονομικές συμπεριφορές, χαρακτηριστικά των προσφύγων, χαρακτηρίζονται αρνητικώς από τους νέους θιασώτες της καταναλωτικής ευδαιμονίας. Ο ματζίρης είναι εκείνος που αρνείται να συμμετάσχει στην καταναλωτική συμπεριφορά. Η λέξη μετατρέπεται σε στίγμα στο πλαίσιο της ιδιολέκτου της καταναλωτικής κουλτούρας των νέων μικροαστικών στρωμάτων, τα οποία αγνοούν την ιστορική προέλευσή της. Και ενώ για τους παλαιότερους σήμαινε τη φτώχεια και τις συνέπειες της προσφυγιάς στην εξατομικευμένη κοινωνία υποδηλώνει μια συγκεκριμένη ατομική στάση ζωής, η οποία καταγράφεται απαξιωτικώς στον κοινωνικό ιδεότυπο της καταναλωτικής κουλτούρας.
Η πληθωριστική χρήση της λέξης “ματζίρης”, οδήγησε και στη δημιουργία της έννοιας “ματζιριά”, η οποία ήταν εντελώς άγνωστη στους πρόσφυγες των πρώτων γενιών. Σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει σποραδικώς τη λέξη “αχμάκης”, αλλά δεν υφίσταται η αντίστοιχη έννοια “αχμακιά”: η γλώσσα δεν “ένιωσε” ποτέ τη ανάγκη να καταγράψει μια πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο – με τη “ματζιριά” συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Η “ματζιριά”, φυσικώς, δεν υποδηλώνει, πλέον, την προσφυγιά, αλλά μια έννοια η οποία αντιστοιχεί σε μια αρνητική συμπεριφορά σε σχέση με το αξιακό σύστημα της καταναλωτικής κοινωνίας: είναι μια συμπεριφορά ξεπερασμένης «αντίδρασης», ένα κοινωνικό στίγμα - ο “πρόσφυγας” δικαιούται ένα βλέμμα συμπόνιας, ο ματζίρης αντιμετωπίζει την εχθρική στάση του συνειδητού καταναλωτισμού, δε δικαιούται καν μια δικαιολογία.
Με την οικονομική κρίση και την ισοπέδωση προς τα κάτω, η “ματζιριά’, μάλλον, θα αποχαιρετήσει το προσκήνιο της γλώσσας και η χρήση της θα περιοριστεί: εάν θα παραμείνει σε χρήση και για πόσο διάστημα στην τοπική ιδιόλεκτο της Θεσσαλονίκης, εξαρτάται, όπως όλα τα γλωσσικά φαινόμενα, από πολυποίκιλους παράγοντες – όσο πιο γρήγορα απαλλαγούμε από παρόμοιες λέξεις και τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν, τόσο πιο πιθανό είναι να υπερβούμε ταχύτερα και σε θετική κατεύθυνση το αδιέξοδο της κρίσης.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης, είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου