Μέρες καλοκαιριού και πυκνή δυστυχία

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Μούρη μου, θέλει και πασαπόρτι! ξεφώνιζε μια Σμυρνιά μες τη μικρή αυλή του λιμεναρχείου
Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε
Φίλος γιατρός επέστρεψε μετά από επαγγελματική επίσκεψη στην Λέσβο, εμφανώς συγκλονισμένος από τις εικόνες που είδε εκεί: παρόλη την καταιγιστική εικονοχυσία του πολιτισμού μας η άμεση εμπειρία λογχίζει κάθε είδους θωράκιση του υποκειμένου απέναντι σε ενοχλήσεις που διαταράσσουν την κανονικότητα της καθημερινότητάς του. Η  ενδόμυχη προσταγή «φρόντισε να περάσεις καλά» κλονίζεται.
Οι εικόνες των προσφύγων στην Λέσβο διαρρηγνύουν τη μακαριότητα και τις βεβαιότητές μας: όχι δε ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και είμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτόν τον τόπο, ακόμη και σε σχετικά μη-ευνοϊκή ιστορική συγκυρία – τουλάχιστον, μέχρι στιγμής. Δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα, γιατί αυτές οι εικόνες του ευτελισμού του ανθρώπινου δεν είναι και τόσο άγνωστες στην ιστορία του συγκεκριμένου τμήματος της νησιωτικής Ελλάδας: τηρουμένων πάντοτε των ιστορικών αναλογιών.
Οι τωρινές εικόνες από την Λέσβο ανασκάπτουν καταχωνιασμένες μνήμες της δικής μας προσφυγιάς: της προσφυγιάς της ρωμιάς Ανατολής. Προσπαθώ να ανιχνεύσω τα σημάδια της στα ράφια της βιβλιοθήκης: Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Δέκατη Τρίτη έκδοση, Αθήνα, Κέδρος 1983 – ένα αυτοβιογραφικό κείμενο ιστορικής σημασίας.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεσπάει τη στιγμή “που πάνε να στρώσουν τα πράγματα” για τη Λέσβο -μόλις είχε προσαρτηθεί στο Ελληνικό Βασίλειο- και η ζωή αποκτά πάλι ένταση και βιαστικούς ρυθμούς. Το διωγμένο ρωμέικο ανθρωπομάνι από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές προμηνύει την επερχόμενη καταιγίδα: “Ήρθαν πρωτύτερα και οι πρόσφυγες από την Ανατολή. Θολώσαν τα νερά του λιμανιού. Πήξανε μέσα κι όξω κάθε είδους πλεούμενα γεμάτα θρήνο και πανικό. Γέμισαν τα μουράγια και οι δρόμοι, οι εκκλησιές, τα σκολειά, οι αποθήκες, πλάσματα ανθρώπινα, παραλογιασμένα – γυναίκες κρατούσαν εικονίσματα και δεν ξέραν αν έπρεπε  να τα σηκώσουν ψηλά ή να τα τσακίσουν στο λιθόστρωτο, άντρες που δεν τολμούσαν ν΄ απευθυνθούν μηδέ στο θεό μηδέ στο διάβολο. Είταν και κάμποσοι που περίμεναν κάποιο Δυνατό να βάνει τέρμα στο έγκλημα. Όμως η δύναμη είταν και τώρα αδικία”.
Κατακαλόκαιρο και τότε και το νησί στις ομορφιές του: «όμορφες μέρες καλοκαιριού και τόσο πυκνή δυστυχία» - «μύγες, κουρέλια, παιδιά να μαγαρίζουν στους δρόμους, μια δυσωδία ανέβαινε από τη γη προς τον ουρανό, και πιο πέρα μύριζε γιασεμί».
Με ακόμη πιο έντονα χρώματα περιγράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος, την επόμενη “θεομηνία”, που και αυτή θα στοίχειωνε το λεσβιακό καλοκαίρι: “Έβγαινε ο Αύγουστος μήνας, και το λεσβιακό καλοκαίρι είταν ακόμα στις δόξες του, ο ήλιος μέλωνε το σύκο και το σταφύλι, κι η ζωή κυλούσε ανύποπτη, όπως πάντα όταν η μοίρα ετοιμάζεται να χτυπήσει” - πρώτο κακό σημάδι ένα βαπόρι που εισέπλευσε στο λιμάνι μεταφέροντας τραυματίες του μικρασιατικού μετώπου, όχι κάτι ασυνήθιστο μέχρι τότε, αλλά αυτή τη φορά η όλη κατάσταση ξένιζε γιατί δε συνοδευόταν από τα “ζήτω” και τους πανηγυρισμούς του λεσβιακού λαού. Ο συγγραφέας ανασύρει από  τη μνήμη των παιδικών του χρόνων, τον πατέρα ενός φίλου του “καθισμένο στην είσοδο, στην άκρια του καναπέ, δακρυσμένο”, αποφεύγοντας να μιλήσει στα δύο παιδιά, και παίζοντας “μόνο το κομπολόι του και τρέχαν τα δάκρια απ΄ τα μάτια του»: «ο Νικόλαος Αμμανίτης παλιός άρχοντας που βαστούσε από τ’  Αϊβαλί, είχε ξοδέψει τα νιάτα του και το χρήμα του σε λογής πατριωτική δράση, κι από το 1914 και δώθε είταν κιόλας πρόεδρος των προσφύγων του πρώτου διωγμού”.
Σε λίγες μέρες άρχισε να αποβιβάζεται στρατός ελληνικός στο νησί: “Τι στρατός όμως! Τα κάθε είδους πλεούμενα, ό,τι βάνει ο νους σου, ερχόταν και φεύγαν κι άδειαζαν μπουλούκια ασύνταχτα, αγριεμένα και κουρελιάρικα. Άνθρωποι μαύροι από φόβο και πείνα βγαίναν από τα πλοία με μαούνες και βάρκες και γέμισαν την προκυμαία… Τρώγαν, κοιμόταν και αφοδευόταν όπου έβρισκαν, και μύριζε ο αέρας σκατίλα” - και δεν άργησε να ενταθεί ακόμη περισσότερο η κατάσταση, εφόσον “μες στους δρόμους το ασκέρι, όσο τελειώναν οι μπαγκανότες, αγρίευε”.
Από το φόβο των εκτρόπων “έγινε… μια επιτροπή από προύχοντες που βγήκε με κάρα στην αγορά και ανάγκασε τους μαγαζάτορες με το ζόρι και με το καλό, ν΄ ανοίξουν και να δώσουν τρόφιμα για να μοιράσουνε στο στρατό. Φόβος και τρόμος συνείχε τους πάντες” - ώσπου αποβιβάστηκε στο νησί ένα πειθαρχημένο τάγμα από την Χίο και αποκατέστησε την πειθαρχία και αφόπλισε τα “ασύνταχτα στίφη”.
Η σταδιακή απομάκρυνση των μελών του διαλυμένου στρατεύματος δεν προμήνυε γαλήνη στον τόπο, γιατί μετά από αυτήν “αρχίσαν τα τραγικότερα”. Ακόμη δεν είχε αδειάσει την προκυμαία της Μυτιλήνης ο στρατός, εμφανίστηκαν ένα μεσημέρι οι πρώτοι πρόσφυγες, “κάτι Σμυρνιές, από σόι καθώς φαινόταν”, που είχαν έλθει “με το αιγυπτιακό της Κεβιδιέ”, και ο λιμενάρχης “τις κρατούσε και δεν τις άφηνε να βγουν στη στεριά, ήθελε να τις στείλει πίσω στο πλοίο, γιατί δεν είχαν διαβατήριο”- “κλαίγαν και θέλαν να πέσουν στη θάλασσα. Μαζεύτηκε κόσμος, πολίτες και στρατιώτες κι είταν έτοιμοι να καταχειρίσουν το λιμενάρχη, ώσπου πήραν στα χέρια τους τις γυναίκες […]  τις φέραν στο καφενείο του Καλαγάνη και τις κερνούσαν καφέ και γλυκά”.
Και μετά άρχισαν “να καταφθάνουν τα καράβια με πρόσφυγες που τους άδειαζαν (χωρίς πασαπόρτι!) και φεύγαν”: η αποβίβαση της μάζας των προσφύγων από τα πλοία άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη μνήμη του Λέσβιου λογίου –“άλλοι είχαν μπόγους στο χέρι, άλλοι είταν γυμνοί και μισόγυμνοι, τυλιγμένοι κουβέρτες και χράμια, βγαίναν και πέφτανε στο λιθόστρωτο – μάτια αγριεμένα από τη σφαγή σταυροκοπιόταν ή βρίζαν, τους σέρναν άλλοι δικοί τους κι είταν μια ατμόσφαιρα βιβλική. Μιλούσαν και χάναν τα λόγια τους κι αρχίζαν πάλι από την αρχή και δεν έβρισκες άκρη. Κι αυτοί που σωπαίναν είταν πιο τραγικοί. Ήμεροι άνθρωποι, νοικοκυραίοι που είχαν πιστέψει στο ιδανικό της Ελλάδας, σε κοίταζαν μες στα μάτια και τους ντρεπόσουν χωρίς να ξέρεις γιατί”.

Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια