Ενώ ξέρουμε ότι οι διαπραγματεύσεις είναι σημαντικές σε εθνικό επίπεδο, σπάνια βρίσκουμε ειδικούς που να ξέρουν να διαχειρίζονται τις κρίσεις που εμφανίζονται. Κι όμως ειδικά στα συνέδρια που οδηγούν σε συμφωνίες ή συμβάσεις, αυτή η διαχείριση πρέπει να είναι και στρατηγική. Ο λόγος είναι απλός αφού ο χρόνος δεν είναι γραμμικός και η δυναμική δεν είναι ομαλή. Έτσι υπάρχουν γεγονότα που επηρεάζουν το προσεχές μέλλον, ενώ δεν ανήκουν στο πρόσφατο παρελθόν. Με άλλα λόγια η διαπραγμάτευση δεν έχει μόνο ουρά ως επίπτωση, αλλά και κεφαλή που δεν φαίνεται απαραίτητα στο σώμα των κρίσεων. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το θέμα της διαπραγμάτευσης έχει μια προϊστορία, η οποία όμως είναι μια ιστορία από μόνη της. Μάλιστα αυτή δεν είναι μοναδική. Έτσι εκτός από το νοητικό σχήμα της αλυσίδας του Markov, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να έχουν και στρατηγικές γνώσεις. Το πρόβλημα είναι ότι το διπλωματικό σώμα ακολουθεί μια δυναμική ομαλότητας που δεν του επιτρέπει να προσαρμοστεί την ώρα της κρίσης. Η ιστορική ανάλυση των συνθηκών δείχνει ότι σπάνια υπάρχουν γνώσεις που είναι καθοριστικές, αλλά όταν υπάρχουν αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα ακόμα κι αν η διαπραγμάτευση γίνεται από το κράτος που έχει ηττηθεί στον πόλεμο ή στη μάχη. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η ίδια η διαπραγμάτευση είναι μία μάχη και η εκδοχή της μπορεί να επηρεάσει το τέλος που άλλοι θεωρούσαν οριστικό. Έτσι η ιστορία πρέπει να συνδυαστεί με τη στρατηγική κι όχι μόνο και αποκλειστικά με τη διπλωματία, γιατί αυτή δεν είναι ικανή να ανατρέψει ισχυρά δεδομένα, ενώ η στρατηγική μπορεί.