Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά από 44 χρόνια δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας,
την ελευθερία λόγου και σκέψης ως υπέρτατο αγαθό το οποίο ποτέ δεν διαπραγματευόμαστε
Σήμερα, 21 Απριλίου, είναι η επέτειος μιας από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Φυσικά αναφερόμαστε στην χούντα των συνταγματαρχών, το στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο ξέσπασε το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 και το οποίο είχε σαν εμπνευστές τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Εκείνη τη περίοδο στη χώρα μας, πρωθυπουργός ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ, ενώ οι επόμενες εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου του ίδιου
χρόνου. Στο λαό υπήρχε η αίσθηση πως το αποτέλεσμα των εκλογών, θα ανακήρυσσε νικητή την Ένωση Κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ παράλληλα θα έρχονταν ένα τέλος στη πολιτική ανωμαλία που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Αντίθετα τα δεξιότερα τμήματα της πολιτικής, έψαχναν να βρουν έναν τρόπο προκειμένου να σωθεί η χώρα μας από τον …αναρχοκομμουνισμό και να μπει στο «σωστό δρόμο». Η αλήθεια είναι πως αρκετοί ήταν αυτοί που καλόβλεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο άλλωστε ήταν ευνοϊκό για μια τέτοια κίνηση. Ο στρατός είχε μεγάλη δύναμη, η Ελλάδα ήταν υπό τον έλεγχο της Αμερικής, ενώ και το δεξιό παρακράτος ήταν πολύ ισχυρό (πχ δολοφονία Λαμπράκη). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως και το Παλάτι, εκείνη τη περίοδο, «κυβερνούσε». Επίσης εκείνα τα χρόνια οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν ήταν ισχυροί, αφού οι μέχρι τότε κυβερνήσεις είχαν ασχοληθεί κυρίως με την ανοικοδόμηση της χώρας και τη τακτοποίηση των οικονομικών μετά τον Εμφύλιο.
Το πρωί της 21 Απριλίου 1967, η ομάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου πήρε τη κατάσταση στα χέρια της και προχώρησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και την χούντα των συνταγματαρχών. Οι ίδιοι και οι οπαδοί τους το ονόμασαν «επανάσταση». Οι τρεις τους κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα αργά αντανακλαστικά του ελληνικού κράτους και να αιφνιδιάσουν τους πάντες, ακόμα και τους Αμερικάνους. Οι πραξικοπηματίες φρόντισαν να τοποθετήσουν στις πιο νευραλγικές θέσεις του στρατεύματος ανθρώπους μυημένους στα σχέδιά τους. Έτσι ενεργοποιήθηκε το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο «Προμηθεύς», για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής, κινητοποιήθηκαν. Ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει και το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει, αναίμακτα μέχρι εκείνη την ώρα. Το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967, το ραδιόφωνο (ΕΙΡ) έπαιζε εμβατήρια ενώ ακούγονταν και τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν».
Το επόμενο βήμα της ηγεσίας των πραξικοπηματιών συνταγματαρχών είναι να επισκεφτούν τα Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου και ζήτησαν από το βασιλιά Κωνσταντίνο να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Φυσικά όλη η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τανκς, έτσι ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αντίδραση. Ο βασιλιάς για «να μην χυθεί αίμα ελληνικό» επέλεξε να συνεργαστεί και να ορκίσει την κυβέρνηση. Από τις πρώτες μέρες υπήρχαν συλλήψεις απλών πολιτών αλλά και αθώων θυμάτων. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά. Ακολούθησαν η κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, οι φυλακές, οι εξορίες και τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες των αντιπάλων του καθεστώτος, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΕΙΝ ΟΦΙΣ
Για το πραξικόπημα τότε γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Ότι οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί το υποκίνησαν. Αλλά ήταν έτσι; Ή στην πραγματικότητα κάτι άλλο είχαν ετοιμάσει;
Τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις που άνοιξαν για τις κρίσιμες χρονιές 1967-68 παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι και μεγάλες εκπλήξεις. Οι Βρετανοί δεν είχαν την παραμικρή υπόνοια ότι οι Παπαδόπουλος και Σία ετοίμαζαν πραξικόπημα. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις στην αρχή, άλλοτε μίλαγαν για «πραξικόπημα» και άλλοτε για «επανάσταση». Οι Αμερικανοί κι αυτοί δεν είχαν ιδέα, αν και η CIA περίμενε ένα «άλλο» κίνημα, προφανώς των στρατηγών. Η πρώτη αντίδραση των Βρετανών ήταν να μάθουν ποιοι είναι οι πραξικοπηματίες και ποια η αντίδραση του Κωνσταντίνου. Ήταν σε δύσκολη θέση και με τα χέρια δεμένα. Ο ταγματάρχης Αρναούτης ήταν υπό κράτηση και ο πολιτικός του σύμβουλος κ. Μπίτσιος, ήταν άφαντος. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Ο Ιππόδρομος του Φαλήρου ήταν γεμάτος, αλλά σταδιακά άδειασε και οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην Γιάρο ή την Λέρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απασχολούσε ξεχωριστά τους Βρετανούς, ιδιαίτερα μετά την αποφυλάκισή του, «τι θα κάνουμε αν τυχόν έρθει στην Βρετανία και ζητήσει πολιτικό άσυλο;». Μάλιστα έφθασαν μέχρι του σημείου να ρωτήσουν τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον αν τον ήθελε, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Ευχαριστώ, όχι. Έχω ήδη αρκετούς διανοούμενους». Ακολούθησαν αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Κωνσταντίνο και με στελέχη της Χούντας και Παπαδόπουλο και όλοι τούς διαβεβαίωσαν ότι σκοπός τους είναι η αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» και πως μετά θα αποσύρονταν, αφού προηγουμένως θα απέκλειαν τα «επικίνδυνα στοιχεία». Πιο ευθείς αποδείχθηκαν οι Αμερικανοί, που προειδοποίησαν το καθεστώς, ότι ο δρόμος που έχουν πάρει δεν οδηγεί σε εξομάλυνση. Λίγο αργότερα και το Φόρεϊν Όφις, ύστερα από αρκετές συναντήσεις με την ηγεσία και ιδίως με τον υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «αυτοί έχουν εδραιωθεί και δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να μετακινηθούν». Αλλά η κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από τους αριστερούς του Εργατικού Κόμματος και φίλους της Ελλάδας, όπως τον Μάικλ Φουτ και τον Τόνι Μπεν, καθώς και από τον κόσμο της τέχνης και κυρίως από τους γνωστούς αριστερούς ηθοποιούς που ήσαν και φίλοι της Μελίνας Μερκούρη, την οποία λάτρευαν στην Βρετανία. Η Μελίνα Μερκούρη , στις 21 Απριλίου 1968 είχε μιλήσει στην μεγάλη συγκέντρωση στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ και είχε γίνει στην Βρετανία το σύμβολο στην κίνηση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, οι Βρετανοί δεν ήθελαν να χάσουν την παραγγελία για τις φρεγάτες και οι βιομηχανίες πίεζαν. Τελικά, στο δίλημμα για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση του καθεστώτος, η βρετανική κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκασμένη να κάνει την αναγνώριση, αφού de facto το νέος καθεστώς είχε τον απόλυτο έλεγχο στην χώρα, είτε αυτό άρεσε στην βρετανική κυβέρνηση είτε όχι.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΕΤΤΑΝΩΝ
Μια άλλη ιδέα των Βρετανών ήταν η άσκηση πιέσεων από τους Αμερικανούς και τους Αγγλοσάξονες (Βρετανούς - Γερμανούς) με τη βοήθεια της Ιταλίας μέσω του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Μπρόζιο, ο οποίος όμως ήταν επιφυλακτικός για τις δυνατότητες επιτυχίας. Εκείνο, όμως, που τελικά ανέτρεψε μέσα σε μία νύχτα τα σχέδια των Βρετανών, ήταν η εισβολή των Σοβιετικών και των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία. Από τη στιγμή εκείνη η Ελλάδα των συνταγματαρχών ήταν ένα χρήσιμο πιόνι στην Συμμαχία, αφού ο Πιπινέλης μιλούσε στους Άγγλους για την ανάγκη προετοιμασίας του ΝΑΤΟ να παρέμβει σε περίπτωση που η Σοβιετική Ένωση θα επιχειρούσε κάτι παρόμοιο σε κάποια άλλη χώρα, ιδίως στα Βαλκάνια, όπως λ.χ. Ρουμανία και κυρίως την Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Όσο για τον Κωνσταντίνο, το Φόρεϊν Όφις ύστερα από συναντήσεις του πρέσβη τους στην Αθήνα, παρατηρούσε ότι τελεί «υπό εξαναγκασμόν».
Ποτέ ξανά δικτατορία στην Ελλάδα
Σήμερα πάνε 44 χρόνια από εκείνο το μαύρο πρωινό! Τα στίγματα που άφησε η χούντα των συνταγματαρχών έμειναν ανεξίτηλα στις μνήμες εκείνης της γενιάς. Αυτό όμως που πρέπει να μείνει, είναι πως ποτέ μας δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας. Η ελευθερία λόγου και σκέψης είναι υπέρτατο αγαθό το οποίο ποτέ δεν το διαπραγματευόμαστε. Ας θυμηθούμε και ας διαβάσουμε λοιπόν για εκείνη την ημέρα, ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
http://www.xronos.gr/detail.php?ID=67531
Μετά από 44 χρόνια δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας,
την ελευθερία λόγου και σκέψης ως υπέρτατο αγαθό το οποίο ποτέ δεν διαπραγματευόμαστε
Σήμερα, 21 Απριλίου, είναι η επέτειος μιας από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Φυσικά αναφερόμαστε στην χούντα των συνταγματαρχών, το στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο ξέσπασε το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 και το οποίο είχε σαν εμπνευστές τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Εκείνη τη περίοδο στη χώρα μας, πρωθυπουργός ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ, ενώ οι επόμενες εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου του ίδιου
χρόνου. Στο λαό υπήρχε η αίσθηση πως το αποτέλεσμα των εκλογών, θα ανακήρυσσε νικητή την Ένωση Κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ παράλληλα θα έρχονταν ένα τέλος στη πολιτική ανωμαλία που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Αντίθετα τα δεξιότερα τμήματα της πολιτικής, έψαχναν να βρουν έναν τρόπο προκειμένου να σωθεί η χώρα μας από τον …αναρχοκομμουνισμό και να μπει στο «σωστό δρόμο». Η αλήθεια είναι πως αρκετοί ήταν αυτοί που καλόβλεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο άλλωστε ήταν ευνοϊκό για μια τέτοια κίνηση. Ο στρατός είχε μεγάλη δύναμη, η Ελλάδα ήταν υπό τον έλεγχο της Αμερικής, ενώ και το δεξιό παρακράτος ήταν πολύ ισχυρό (πχ δολοφονία Λαμπράκη). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως και το Παλάτι, εκείνη τη περίοδο, «κυβερνούσε». Επίσης εκείνα τα χρόνια οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν ήταν ισχυροί, αφού οι μέχρι τότε κυβερνήσεις είχαν ασχοληθεί κυρίως με την ανοικοδόμηση της χώρας και τη τακτοποίηση των οικονομικών μετά τον Εμφύλιο.
Το πρωί της 21 Απριλίου 1967, η ομάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου πήρε τη κατάσταση στα χέρια της και προχώρησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και την χούντα των συνταγματαρχών. Οι ίδιοι και οι οπαδοί τους το ονόμασαν «επανάσταση». Οι τρεις τους κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα αργά αντανακλαστικά του ελληνικού κράτους και να αιφνιδιάσουν τους πάντες, ακόμα και τους Αμερικάνους. Οι πραξικοπηματίες φρόντισαν να τοποθετήσουν στις πιο νευραλγικές θέσεις του στρατεύματος ανθρώπους μυημένους στα σχέδιά τους. Έτσι ενεργοποιήθηκε το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο «Προμηθεύς», για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής, κινητοποιήθηκαν. Ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει και το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει, αναίμακτα μέχρι εκείνη την ώρα. Το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967, το ραδιόφωνο (ΕΙΡ) έπαιζε εμβατήρια ενώ ακούγονταν και τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν».
Το επόμενο βήμα της ηγεσίας των πραξικοπηματιών συνταγματαρχών είναι να επισκεφτούν τα Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου και ζήτησαν από το βασιλιά Κωνσταντίνο να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Φυσικά όλη η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τανκς, έτσι ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αντίδραση. Ο βασιλιάς για «να μην χυθεί αίμα ελληνικό» επέλεξε να συνεργαστεί και να ορκίσει την κυβέρνηση. Από τις πρώτες μέρες υπήρχαν συλλήψεις απλών πολιτών αλλά και αθώων θυμάτων. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά. Ακολούθησαν η κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, οι φυλακές, οι εξορίες και τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες των αντιπάλων του καθεστώτος, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΕΙΝ ΟΦΙΣ
Για το πραξικόπημα τότε γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά. Ότι οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί το υποκίνησαν. Αλλά ήταν έτσι; Ή στην πραγματικότητα κάτι άλλο είχαν ετοιμάσει;
Τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις που άνοιξαν για τις κρίσιμες χρονιές 1967-68 παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι και μεγάλες εκπλήξεις. Οι Βρετανοί δεν είχαν την παραμικρή υπόνοια ότι οι Παπαδόπουλος και Σία ετοίμαζαν πραξικόπημα. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις στην αρχή, άλλοτε μίλαγαν για «πραξικόπημα» και άλλοτε για «επανάσταση». Οι Αμερικανοί κι αυτοί δεν είχαν ιδέα, αν και η CIA περίμενε ένα «άλλο» κίνημα, προφανώς των στρατηγών. Η πρώτη αντίδραση των Βρετανών ήταν να μάθουν ποιοι είναι οι πραξικοπηματίες και ποια η αντίδραση του Κωνσταντίνου. Ήταν σε δύσκολη θέση και με τα χέρια δεμένα. Ο ταγματάρχης Αρναούτης ήταν υπό κράτηση και ο πολιτικός του σύμβουλος κ. Μπίτσιος, ήταν άφαντος. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Ο Ιππόδρομος του Φαλήρου ήταν γεμάτος, αλλά σταδιακά άδειασε και οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην Γιάρο ή την Λέρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απασχολούσε ξεχωριστά τους Βρετανούς, ιδιαίτερα μετά την αποφυλάκισή του, «τι θα κάνουμε αν τυχόν έρθει στην Βρετανία και ζητήσει πολιτικό άσυλο;». Μάλιστα έφθασαν μέχρι του σημείου να ρωτήσουν τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον αν τον ήθελε, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Ευχαριστώ, όχι. Έχω ήδη αρκετούς διανοούμενους». Ακολούθησαν αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Κωνσταντίνο και με στελέχη της Χούντας και Παπαδόπουλο και όλοι τούς διαβεβαίωσαν ότι σκοπός τους είναι η αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» και πως μετά θα αποσύρονταν, αφού προηγουμένως θα απέκλειαν τα «επικίνδυνα στοιχεία». Πιο ευθείς αποδείχθηκαν οι Αμερικανοί, που προειδοποίησαν το καθεστώς, ότι ο δρόμος που έχουν πάρει δεν οδηγεί σε εξομάλυνση. Λίγο αργότερα και το Φόρεϊν Όφις, ύστερα από αρκετές συναντήσεις με την ηγεσία και ιδίως με τον υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «αυτοί έχουν εδραιωθεί και δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να μετακινηθούν». Αλλά η κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από τους αριστερούς του Εργατικού Κόμματος και φίλους της Ελλάδας, όπως τον Μάικλ Φουτ και τον Τόνι Μπεν, καθώς και από τον κόσμο της τέχνης και κυρίως από τους γνωστούς αριστερούς ηθοποιούς που ήσαν και φίλοι της Μελίνας Μερκούρη, την οποία λάτρευαν στην Βρετανία. Η Μελίνα Μερκούρη , στις 21 Απριλίου 1968 είχε μιλήσει στην μεγάλη συγκέντρωση στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ και είχε γίνει στην Βρετανία το σύμβολο στην κίνηση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, οι Βρετανοί δεν ήθελαν να χάσουν την παραγγελία για τις φρεγάτες και οι βιομηχανίες πίεζαν. Τελικά, στο δίλημμα για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση του καθεστώτος, η βρετανική κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκασμένη να κάνει την αναγνώριση, αφού de facto το νέος καθεστώς είχε τον απόλυτο έλεγχο στην χώρα, είτε αυτό άρεσε στην βρετανική κυβέρνηση είτε όχι.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΕΤΤΑΝΩΝ
Μια άλλη ιδέα των Βρετανών ήταν η άσκηση πιέσεων από τους Αμερικανούς και τους Αγγλοσάξονες (Βρετανούς - Γερμανούς) με τη βοήθεια της Ιταλίας μέσω του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Μπρόζιο, ο οποίος όμως ήταν επιφυλακτικός για τις δυνατότητες επιτυχίας. Εκείνο, όμως, που τελικά ανέτρεψε μέσα σε μία νύχτα τα σχέδια των Βρετανών, ήταν η εισβολή των Σοβιετικών και των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία. Από τη στιγμή εκείνη η Ελλάδα των συνταγματαρχών ήταν ένα χρήσιμο πιόνι στην Συμμαχία, αφού ο Πιπινέλης μιλούσε στους Άγγλους για την ανάγκη προετοιμασίας του ΝΑΤΟ να παρέμβει σε περίπτωση που η Σοβιετική Ένωση θα επιχειρούσε κάτι παρόμοιο σε κάποια άλλη χώρα, ιδίως στα Βαλκάνια, όπως λ.χ. Ρουμανία και κυρίως την Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Όσο για τον Κωνσταντίνο, το Φόρεϊν Όφις ύστερα από συναντήσεις του πρέσβη τους στην Αθήνα, παρατηρούσε ότι τελεί «υπό εξαναγκασμόν».
Ποτέ ξανά δικτατορία στην Ελλάδα
Σήμερα πάνε 44 χρόνια από εκείνο το μαύρο πρωινό! Τα στίγματα που άφησε η χούντα των συνταγματαρχών έμειναν ανεξίτηλα στις μνήμες εκείνης της γενιάς. Αυτό όμως που πρέπει να μείνει, είναι πως ποτέ μας δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας. Η ελευθερία λόγου και σκέψης είναι υπέρτατο αγαθό το οποίο ποτέ δεν το διαπραγματευόμαστε. Ας θυμηθούμε και ας διαβάσουμε λοιπόν για εκείνη την ημέρα, ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
http://www.xronos.gr/detail.php?ID=67531
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου