Η καταστροφική μετάβαση από το «κοινωνικό» στο «εθνικό»

[Το κείμενο αφορά ένα σχέδιο ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Κείμενα» (εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ) στο βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης «Πρωτοπορία» την Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2012. Παραθέτω ακατέργαστες τις σημειώσεις με όλες τις ελλείψεις τους και δεν συμπληρώνω τα όποια κενά]

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης

Η αφιέρωση: Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε δύο ανεψιές μου. Η αφιέρωση δεν είναι τυχαία. Δυστυχώς δεν ευρίσκονται σήμερα μεταξύ μας για να ακούσουν και τους λόγους της αφιέρωσης. Από την άλλη χαίρομαι ιδιαιτέρως για την παρουσία όλων σας στην παρουσίαση και ελπίζω η μέχρι τώρα εκδήλωση να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες σας.
Και για να κλείσω το ζήτημα της αφιέρωσης: συμπεριέλαβα στα «Κείμενα» και ένα άρθρο, το οποίο είχα γράψει στο περιοδικό In Extremis του Κιλκίς και έφερε τον τίτλο «Μάνα ξένη». Το άρθρο είχε γραφεί με αφορμή κάποιες αναφορές της ηθοποιού και βουλεύτριας της Νέας Δημοκρατίας Μ. Κοντού και αφορούσε τη «διγενή» καταγωγή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Παπανδρέου. Διγενείς είναι και οι δύο μεγάλες μου ανεψιές. Ο πατέρας τους είναι Άραβας – από πολλά χρόνια Έλληνας υπήκοος.
Ο ανορθολογισμός: Προκλήθηκα από την «επιχειρηματολογία» της Μ. Κοντού όχι τόσο από το ρατσιστικό υπόστρωμα της αναφοράς της, αλλά περισσότερο από τον «ανορθολογισμό» της πολιτικής της επιχειρηματολογίας. Εάν θα ήθελα να χαρακτηρίσω τα περισσότερα άρθρα στον προκείμενο τόμο, θα έλεγα ότι είναι κείμενα ενάντια σε διάφορες εκδοχές του ανορθολογισμού: του ανορθολογισμού ο οποίος συνδέεται με διάφορες εκδοχές επαρχιωτισμού και εθνικισμού που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία και κυρίως στη δημόσια συζήτηση.
Η πολεμική διάθεση των κειμένων είναι εμφανής και αυτό διότι ο εθνικισμός, σύμφωνα με τη θεώρησή μου, είναι κίνδυνος για τον πολιτισμό. Σε ένα άρθρο μου επικαλούμαι ένα σύγγραμμα του Άγγλου φιλοσόφου Μπέρτραντ Ράσελ, ο οποίος πριν το 1933 προβλέπει τη φρίκη που ετοιμάζεται να σκορπίσει ο εθνικισμός του Μεσοπολέμου στην ανθρωπότητα. Το άρθρο μου γράφηκε με αφορμή τα έκτροπα μετά ένα ποδοσφαιρικό γεγονός και φέρει τον τίτλο «Μαζική εθνικιστική υστερία».
Η φιλοσοφία: Στο συγκεκριμένο άρθρο η αναφορά στους προβληματισμούς ενός φιλοσόφου γίνεται expressis verbis, τούτο δε σημαίνει ότι και στα άλλα κείμενα δεν υπάρχει ένα, η αλήθεια είναι υποτυπώδες, φιλοσοφικό θεωρητικό υπόβαθρο, παρότι πρόκειται για κείμενα δημοσιογραφικής φύσεως.
Από αυτή τη σκοπιά θέλω να παρακολουθήσω και εγώ σήμερα μαζί σας το βάθος του συγκεκριμένου δημοσιογραφικού λόγου: κάτι σαν διευκρίνιση για τα βαθύτερα κίνητρα της επιλογής των συγκεκριμένων θεματολογιών, για τους προβληματισμούς μου, τις αγωνίες και τις ανησυχίες για την τροπή που είχαν πάρει τα πολιτικά πράγματα στη χώρα. Τα κείμενα εκφράζουν σαφώς θέσεις ενάντια σε μια πολιτική πρακτική – την πρακτική του εθνικισμού – και καταγράφουν την προσπάθεια περιορισμού της επιρροής και την επιθυμία αναχαίτισης  αντιλήψεων βλαπτικών για την πορεία της χώρας και του καθημερινού μας πολιτισμού.
Και πως συνδέεται με αυτά η φιλοσοφία;

Το θαυμάζειν: Οι αρχαίοι απέδωσαν το φιλοσοφείν και τη φιλοσοφία στο θαυμάζειν. Η άλλη αρχή της φιλοσοφίας θεωρήθηκε η αμφιβολία. Στη σύγχρονη φιλοσοφία προστέθηκε και ο υπαρξιακός φόβος ως αιτία γέννησης φιλοσοφικών στοχασμών. Έχω ένα φίλο, ο οποίος συχνά στις συζητήσεις μας για τη σημερινή κατάσταση και την εμφάνιση του νατσιστικού φαινομένου, διατυπώνει συνέχεια την ακόλουθη φράση θαυμασμού: «Κοίτα που φτάσαμε!» Αυτή η στιγμή της αποστασιοποίησης και του θαυμασμού για ένα φαινόμενο ορίζει την απαρχή του φιλοσοφικού στοχασμού και αυτό το έχει ο κάθε άνθρωπος.
Με βάση τούτο το «κοίτα που φτάσαμε!» θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σας μιλήσω για τον πυρήνα των περισσοτέρων άρθρων, για το αντιεθνικιστικό ύφος και περιεχόμενό τους, για το υπέδαφος από όπου αντλείται η όποια επιχειρηματολογία τους: πρόκειται για μια διαπίστωση πολιτισμικο-ιστορικής φύσεως και αφορά μια δομική αλλαγή, η οποία συντελείται στην κυρίαρχη  ιδεολογία στη χώρα, η οποία καθόρισε και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό της πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Ετεροχρονικότητες: Οι ιστορικές εξελίξεις δεν αποδιπλώνονται μηχανικά, μονότονα, μονογραμμικά, μονοαιτιακά. Είναι πολυεπίπεδες, πολύ-ρυθμες, «πολύχρονες», «πολυαιτιακές» και βρίθουν από «ετεροχρονικότητες». Κάθε ιστορική στιγμή ορίζεται από αναρίθμητες «ετεροχρονικότητες». Η ανάγνωση του συνεκτικού πυρήνα μιας εποχής είναι για τούτο εξαιρετικά δύσκολη για το υποκείμενο το οποίο υπόκειται διαρκώς στην πίεση της ιστορικής στιγμής – του ιστορικού του χρόνου. [Marx versus Hegel = πράξη/θεωρία versus  θεωρία μετά την πράξη].
Το πολυεπίπεδο της ιστορικής εξέλιξης και η αλλαγή κυρίαρχου υποδείγματος σκέψης (ιδεολογικό πλαίσιο) στην ελληνική κοινωνία είναι ένα ζήτημα πίσω από πολλά άρθρα μου: είναι η κινητήριος δύναμη της επιχειρηματολογίας μου.
Η αλλαγή του υποδείγματος ορίζεται από την αντικατάσταση του «κοινωνικού» από το «εθνικό», του κοινωνικού αιτήματος από την εθνικιστική ιδεολογία.
Η αλλαγή του κυρίαρχου πολιτικού, κοινωνικού και ιδεολογικού υποδείγματος συμπίπτει με την απαρχή της πτώσης της συλλογικής διεκδίκησης κοινωνικών αιτημάτων. Το πολιτικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον μεταφέρεται από το πεδίο του κοινωνικού σε εκείνο του εθνικού. Από το πεδίο της σύγκρουσης στο πεδίο της συναλλαγής. Η σύγκρουση κρατικοποιείται.

Ο χρόνος: Δε θα σας μεταφέρω στο παρελθόν. Το παρελθόν δηλώνει «παρών» στο παρόν. Θα πιάσω το νήμα από μια πομφόλυγα της επικαιρότητας: τη λεγόμενη «μεταπολίτευση». Τελευταία η «μεταπολίτευση» δέχεται μια άνευ προηγουμένου επίθεση. Κατά καιρούς πριν ξεσπάσει η κρίση, στη δημοσιότητα αναφέρονταν πολλοί υπό διαφορετικές περιστάσεις στο «τέλος της μεταπολίτευσης». Κάθε φορά το υποτιθέμενο «τέλος της μεταπολίτευσης» συνδεόταν με διάφορες σκοπιμότητες του υποκειμένου, το οποίο αναφερόταν σε αυτό το ενδεχόμενο.
Η «μεταπολίτευση» δεν υφίσταται΄ τουλάχιστον, όπως την φαντάζονται, όσοι την… κατακεραυνώνουν. Πρόκειται απλώς για το «όνομα» - αδόκιμο μάλιστα – για μια μακρά σχετικώς ιστορική περίοδο. Η επένδυση του συγκεκριμένου συμβατικού ονόματος – το οποίο ως πιθανή «έννοια» δεν έχει καμία επιστημονική αναλυτική αξία – με αρνητικές συνδηλώσεις στοχεύει στην ενοχοποίηση μιας δημιουργικής και ελπιδοφόρου περιόδου της σύγχρονης μας ιστορίας με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση των νεότερων γενιών από τα ιδανικά και τις αξίες, με τις οποίες μπολιάστηκε κάποια στιγμή η ελληνική κοινωνία.
Η «μεταπολίτευση» συνδέεται με το ευρύτερο πλαίσιο πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού, επιστημονικής και πνευματικής εξύψωσης, οραμάτων και φιλοδοξιών κοινωνικής χειραφέτησης για μια δημιουργική παρουσία της Ελλάδας στο γίγνεσθαι του σύγχρονου κόσμου.

Η αλλαγή υποδείγματος: Η φράση «Κοίτα που φθάσαμε!» προκαλεί για στοχασμό. Αναρίθμητα ερωτήματα φιλοσοφικής υφής δυνάμεθα να θέσουμε – για τη σχέση του παραλόγου και του πολιτισμού κλπ. Εκείνο, το οποίο, όμως, πρέπει να αποσαφηνίσουμε το ταχύτερο δυνατόν είναι οι ρίζες του πολιτικού ανορθολογισμού, ο οποίος ορίζει μέρος της πολιτικής και κοινωνικής μας συνείδησης. Δεν είναι μόνο η γραφική πλευρά του ανορθολογισμού – αυτή η εκδοχή των διαφόρων γραφικών οι οποίοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι Έλληνες έχουμε εξωγήινη καταγωγή.
Πότε αρχίζει να συντελείται στην ελληνική κοινωνία η άνοδος του ανορθολογισμού και η κυριαρχία του στη δημόσια συζήτηση;
Δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι κάτι τέτοιο συντελέστηκε ως μια τομή στον ιστορικό χρόνο. Αντιθέτως υπήρξε μια αργή και αντιφατική περίοδος μετάβασης: εδώ εμπλέκονται, αλληλοεπικαλύπτονται, παραγκωνίζουν περιστασιακά το ένα το άλλο, αναδύονται στη δημοσιότητα ή υποχωρούν, επιλέγουν διαύλους επικοινωνίας και χώρους κατίσχυσης, αναλόγων των συνθηκών της εκάστοτε χρονικής συγκυρίας, τα πιο αντιφατικά στοιχεία.
Η περίοδος του παραγκωνισμού του «κοινωνικού» από το «εθνικό», καταγράφει αυτή την περίοδο μετάβασης: την άνοδο του εθνικού συνόδεψε ή και προηγήθηκε η εμφάνιση του ανορθολογικού στην ελληνική κοινωνία. Η εμφάνισή του καταγράφεται πολλαπλώς και αφορά όλο το πολιτικό φάσμα: οι αντιστάσεις απέναντί του ουσιαστικά δεν υπάρχουν.

Οι προπομποί: Η σημερινή άνοδος της παραλογίας δεν προήλθε από την κρίση, προϋπήρχε της κρίσεως, η γενεαλογία της έχει βάθος χρόνου. Σήμερα το παράλογο αποικίζει με αυξανόμενη ταχύτητα πλείστες όσες εκφάνσεις της καθημερινότητας. Η άνοδος του ανορθολογικού δεν προκύπτει από την κρίση, δεν είναι «αντανάκλαση» της κρίσης, όπως θέλουν να ερμηνεύουν το γεγονός διάφορες «θεωρίες αντανάκλασης». Και συνήθως επικαλούνται το γερμανικό παράδειγμα του Μεσοπολέμου παραγνωρίζοντας βασικά στοιχεία της γερμανικής περίπτωσης και της ανόδου του νατσισμού.
Σήμερα κάθε απόδοση μονομερώς του φαινομένου του κοινωνικού ανορθολογισμού και των πολιτικών του εκφάνσεων παρακάμπτει το ακόλουθο ερώτημα: γιατί δεν προκάλεσε η οικονομική κρίση την ίδια κοινωνική αντίδραση στις ΗΠΑ, τη Γαλλία ή τη Μεγάλη Βρετανία;
Σε τι συνίστατο η ιδιαιτερότητα της Γερμανίας; Είναι ένα ερώτημα, το οποίο απασχόλησε γενεές ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων. Δε θα επεκταθώ προς αυτή την κατεύθυνση.

Η καταστροφή του λόγου: Επιστρέφω στη φιλοσοφία. Υπενθυμίζω τη συσχέτιση την οποία κάμνει ο  μαρξιστής φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς στο βιβλίο του Η καταστροφή του Λόγου ανάμεσα σε κάποια ρεύματα της γερμανικής φιλοσοφίας και την άνοδο του νατσισμού – η περίφημη νοητή γραμμή από τον όψιμο Σέλλινγκ και τον Σόπενχαυερ στον Χίτλερ. Πρόκειται για ένα κείμενο φιλοσοφικής πολεμικής και ένα από τα αμφιλεγόμενα του σημαντικού αυτού φιλοσόφου.
Παρά τις ενστάσεις στην επιχειρηματολογία του Λούκατς υπάρχει ένας πυρήνας ιστορικής πραγματικότητας στην επιχειρηματολογία του: ο νατσισμός στηρίχθηκε σε διάφορα ακραία ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα σκέψης στην γερμανική κοινωνία.
Έχω εδώ υπόψη μου την γερμανική έννοια της Κοινότητας, η οποία τοποθετείται ενάντια στην έννοια της Κοινωνίας: Κοινότητα και Κοινωνία είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Φέρντιναντ Ταίνις. Αντίθετη εντελώς είναι η έννοια της Κοινότητας στην αγγλοσαξωνική παράδοση, η οποία προσανατολίζεται προς το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η έννοια της Κοινότητας είναι μια από τις έννοιες κλειδιά στο πλαίσιο του σύγχρονου ελληνικού εθνικισμού και ανορθολογισμού: των Ελλήνων οι κοινότητες, όπως τραγουδάει και ο Διονύσης Σαββόπουλος στην εθνικιστική του παράκρουση. Η ελληνική εκδοχή της Κοινότητας κινείται στην τροχιά της αντιδημοκρατικής γερμανικής.
[Κάντε υπομονή πλησιάζουμε…]

Ο σύγχρονος ελληνικός ανορθολογισμός: Η έννοια της κοινότητας τοποθετήθηκε απέναντι στις διάφορες εκδοχές του δυτικού φιλελευθερισμού και του εξίσου δυτικού σοσιαλισμού.
Ο Στέλιος Ράμφος, ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του νέου κοινοτιστικού ανορθολογισμού εθνικιστικού τύπου, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο – πρόκειται για μια ομιλία του σε κάποιον σύλλογο- ο οποίος αποδίδει την πολιτική από τη μεταπολίτευση και δώθε στο φθόνο. Το βιβλίο του με τον τίτλο «time out -  Η ελληνική αίσθηση του χρόνου», αποτελεί και αυτό ένα τεκμήριο της κυριαρχίας του ανορθολογισμού σε μεγάλα τμήματα της σύγχρονης ελληνικής διανόησης. Η σημερινή μας κακοδαιμονία πιστώνεται στην αίσθηση του χρόνου που έχουν οι Έλληνες. Δε θα επεκταθώ σε αυτό το βιβλίο, τις κοινοτοπίες και τις παραλογίες του.
[Ο Στέλιος Ράμφος ανήκει στους ανανήψαντες του λεγόμενου νεορθόδοξου ρεύματος, είναι εκείνος που διαθέτει την πληρέστερη φιλοσοφική παιδεία, από τους υπόλοιπους: ανάμεσά τους ο Χρήστος Γιανναράς, ο Κωστής Μοσκώφ και ο Κώστας Ζουράρις. Κυκλώσαμε τώρα ένα μέρος του προβληματισμού μας].

Το αντιεπιστημονικό σκέλος: Ο Στέλιος Ράμφος ανήκει σε μια ομάδα ιδεολόγων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του λεγόμενου νεορθόδοξου ρεύματος. Η στάση τους δημιουργεί απέχθεια στους παραδοσιακά προσανατολισμένους ορθόδοξους. Οι οποίοι όμως αδυνατούν να ιδούν τον κίνδυνο και αποδίδουν το φαινόμενο στον «ελιτισμό μιας κλειστής ομάδας (κάστας ή ελίτ) διανοουμένων συνήθως, αποκομμένων από την πραγματικότητα και το λαό, άσχετο με την κοινωνία και την ιστορία, που προβάλλουν δικά τους ψυχολογικά συμπλέγματα και προσωπικά βιώματα πληγωμένου εγωισμού. Γι΄ αυτό άλλωστε οι κύκλοι των θρησκευόμενων λαϊκιστών διακρίνονται για τον αυταρχισμό τους, που ελάχιστα απέχει από το φασισμό της καθημερινής συμπεριφοράς, αναπολώντας αυταρχικές δομές της κοινωνίας, συντηρητικά πρότυπα ζωής, ανελεύθερες καταστάσεις και μισάνθρωπες καταστάσεις απέναντι στη ζωή». (Το μέλλον του παρελθόντος, Μάριος Μπέγζος, 1993) Πρόκειται για την κριτική την οποία ασκεί ένας θεολόγος στους νεορθοδόξους εθνικιστές.
Ο ίδιος σημειώνει: «Διαβάζοντας δηλώσεις ή συνεντεύξεις ή, ακόμα χειρότερο, μελετήματα διανοουμένων με φιλοσοφική μαθητεία σαν τον Στ. Ράμφο ή με πολιτική θητεία όπως ο Κ. Ζουράρις, για να μη συναριθμήσουμε καλλιτέχνες σαν τον Δ. Σαββόπουλο, έχεις την εντύπωση μιας εθνικιστικής υστερίας που παίρνει διαστάσεις επιδημίας. Σ΄ αυτό βοηθά η δημοσιότητα, που τροφοδοτείται από δηλώσεις εύκολης μεγαλοστομίας και ανέξοδης επιπολαιότητας από την πλευρά των νεοεθνικιστών διανοουμένων».

Το παράλογο με προσωπίδα επιστήμης: Αναφέρομαι συνέχεια στον ανορθολογισμό, την παραλογία, το παράλογο και τα συνδέω μάλιστα ιστορικά με τη διαφθορά και τον εθνικισμό, αλλά δεν έχω δώσει κανένα επαρκές επιχείρημα. Δε θα σας αφήσω με την περιέργεια. Παραπέμπω σε ένα βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, το Μελέτη Θανάτου, εκδόσεις «Κέδρος», 1980 και στην εξής «επιστημονική-φιλοσοφική» ερμηνεία του ρουσφετιού και του «προσωπικού χαρακτήρα του ελληνικού κεφαλαίου». Ο νεορθόδοξος μας πληροφορεί ότι « το ρουσφέτι λοιπόν δεν οφείλεται σε ασυνειδησία ή κακοήθεια», αλλά «στην ελεεινή συνήθεια, διασώζεται διεστραμμένα κάτι πολύτιμο: η ιδέα της προσωπικής αρχής και η ανάγκη της προσωπικής σχέσεως».
Το παράλογο ενυπάρχει στο μεγαλύτερο μέρος του συγκεκριμένου τύπου θεωρητικού λόγου. Κάθε συμπεριφορά των Ελλήνων, ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό εθνοφυλετικής υπεροχής. Ο Πέτρος Θεοδωρίδης, μου έχει αναφέρει ότι ο θεολόγος Χρήστος Γιανναράς, ο πρώτος εκπρόσωπος του νεορθόδοξου εθνικισμού στη χώρα μας, ανέφερε το γεγονός ότι κάποιοι Έλληνες έκαιγαν τα χαρτονομίσματα στα γλέντια τους και αυτό ο Χρήστος Γιανναράς το ερμήνευε ως απόρροια της απαξίωσης, της περιφρόνησης του Έλληνα προς το χρήμα, ένδειξη της αρχοντικής καταγωγής του. Ο Πέτρος Θεοδωρίδης προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο με την αναφορά ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε την περίοδο της Κατοχής με τους μαυραγορίτες, όταν τα χαρτονομίσματα δεν είχαν καμία αξία. Μου φάνηκε μια πολύ λογική εξήγηση. Τουλάχιστον ήταν μια εξήγηση που βασιζόταν στη στοιχειώδη λογική και δεν ιδεολογικοποιούσε μια πράξη σε μια ακραία περίπτωση. Μόλις πρόσφατα ενημερώθηκα ότι οι αγρότες στην Μοραβία της Αυστροουγγαρίας σε κάποια ιστορική περίοδο άναβαν την πίπα τους με χαρτονομίσματα γιατί είχαν πλουτίσει αιφνιδιαστικά. Στο αμέσως μετέπειτα χρονικό διάστημα ξέσπασε οικονομική κρίση στη χώρα και τα «τίναξε» όλα στον αέρα (κάτι σαν τη δική μας «φούσκα» του χρηματιστηρίου).
[Για την ισχύ του ανορθολογισμού σύγκρινε το παράδειγμα του Martin Heidegger στον Karl Jaspers  για το χέρι του Adolf Hitler].

Η χυδαιότητα: Και ενώ ο Στέλιος Ράμφος εισάγει το ανορθολογικό στην επιστημονική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, ο «πολιτειολόγος» Κώστας Ζουράρις διακρίνεται για την εισαγωγή του κουτσαβάκικου ήθους και της αντίστοιχης χυδαίας συμπεριφοράς: «χαζοχαρούμενο δυτικό κίνημα ειρήνης», «ασπόνδυλοι προοδευτικοί φιλειρηνιστές» «δυτικίζουσα υπεραπλούστευση βλακώδης ή εθελόδουλη, τύπου «κίνημα ειρήνης», «Μπέρτραντ Ράσελ» ή «αντιρρησίας συνείδησης, δηλαδή κομψεπίκομψη συνέντευξη και λούφα, ενώ τα κορόιδα υπηρετούν στα χαρακώματα του Έβρου».

Ο χρόνος: Ο Μάριος Μπέγζος αναφέρεται ακόμη και το 1993 μόνο σε ελίτ διανοουμένων ως υπεύθυνη για την εθνικιστική ρητορεία και την άνοδο του νεοθνικισμού. Αλλά σφάλει. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο νέος εθνικισμός αποικίζει όλα τα τμήματα της δημόσιας συζήτησης.
Ο Βασίλης Βασιλικός έχει γράψει μια τριλογία με κεντρικό θέμα τα περίφημα «Καμάκια» που δραστηριοποιούνται στη δεκαετία του 1970 έως και τις αρχές του 1980. Η τριλογία περιλαμβάνει τρία βιβλία, το ομώνυμο «Τα καμάκια», τους «Λωτοφάγους» και το τρίτο τους «Προσωκρατικούς» (1985). Δεν πρόκειται για λογοτεχνία άξιας μνείας, ο Βασίλης Βασιλικός είναι εξαιρετικά ανεπαρκής σε αυτά τα πονήματά του, η ποιότητα των βιβλίων είναι χαμηλή, απλώς χρησιμοποιώ τα συγκεκριμένα κείμενα ως ιστορικές πηγές για τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής. Στο τρίτο βιβλίο, τους «Προσωκρατικούς» καταγράφεται αυτή η στροφή προς το «εθνικό» που αναφέρω. Ο Β. Βασιλικός σημειώνει με απορία την ανάδυση της «ελληνοκεντρικότητας» την περίοδο της «Αλλαγής». Είναι ακριβώς η περίοδος, όπου δίπλα στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και στις πολιτικές αποφάσεις που καλείται να λάβει η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση, συντελούνται υπογείως σημαντικές ιδεολογικές διεργασίες που θα καθορίσουν τον προσανατολισμό της χώρας έως τις μέρες μας.
Την ίδια αυτή περίοδο της ελληνοκεντρικότητας πραγματοποιούνται οι περίφημες συζητήσεις – πρόκειται για ιδεολογικές συζητήσεις σε πολύ χαμηλό επίπεδο, αλλά με προβολή στη δημοσιότητα- γύρω από τον χριστιανομαρξιστικό διάλογο (τα πρακτικά τους είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά για το ανορθολογικό στοιχείο εκείνης της εποχής, π.χ. τον ακραίο ελληνοκεντρικό αντισημιτισμό).
Το μεγάλο γεγονός όμως σε αυτή την περίοδο μετάβασης είναι η κατάληψη της πανεπιστημιακής έδρας στο μάθημα της φιλοσοφίας στην σχολή των Πολιτικών Επιστημών του Παντειου Πανεπιστημίου από τον Χρήστο Γιανναρά.
Εδώ συναντηθήκαν η συναλλαγή και η ηθική διαφθορά, χωρίς να προκληθούν σοβαρές αντιδράσεις, ενώ οι ουσιαστικές αντιστάσεις υπήρξαν ασθενείς – με αποτέλεσμα να «πληρώσει τα σπασμένα» ο μακαρίτης Σάκης Καράγιωργας, εφόσον ο Χρήστος Γιανναράς στην αυτοβιογραφία του το 1996. εξίσωσε τις αντιδράσεις του ανάπηρου καθηγητή με τις διώξεις που υπέστη την περίοδο της επτάχρονης τυραννίας. [Δεν υπήρξε καμία υπεράσπιση του Σ. Καράγιωργα από το κατεστημένο και τους παλιούς συνοδοιπόρους του. Πως το λέγει ωραία ο Τέοντορ Αντόρνο: «Κάθε πραγμοποιημένη σχέση είναι μια λησμονιά»].
Η πολιτική: Οι πολιτικές δυνάμεις δεν μένουν αμέτοχες σε αυτή τη μεταστροφή. Η μόνη που δεν επωφελείται κομματικά εκείνη την περίοδο είναι η συντηρητική δεξιά. Ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είτε κινείται στη σφαίρα του παλαιοκομματικού συντηρητισμού ή του συντηρητικού ευρωπαϊσμού.
Αντίθετα οι διεργασίες στα άλλα κόμματα πηγαίνουν βαθύτερα. Την ίδια περίοδο η ανανεωτική αριστερά ανακαλύπτει τον κίνδυνο για την ελληνική γλώσσα. Ο νέος εθνικισμός της ανανεωτικής αριστεράς φέρνει στο προσκήνιο ένα παλιό όπλο του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, αυτό της κινδυνολογίας. Ο εθνικός κίνδυνος μέσω της επίκλησης για τον κίνδυνο της γλώσσας γίνεται πολιτιστικός κίνδυνος. [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Κίσινγκερ και θεωρίες συνωμοσίας κλπ]
Η παγίδευση στα δίχτυα του εθνικού έτεινε να γίνει καθολική. Και έγινε… Πως;

Το κοινωνικό: Έως τώρα αναφέρθηκα στην παγίδευση του «κοινωνικού» από το αναδυόμενο «εθνικό» ή μάλλον τη νέα εκδοχή του «εθνικού». Δεν ανέφερα κανένα στοιχείο, έστω και συμβολικό για την υποχώρηση του «κοινωνικού» και τη σχέση της με την ανάδυση του «εθνικού».
Το 1982 ψηφίστηκε ο περίφημος 1264 που ρύθμιζε τα του συνδικαλιστικού κινήματος σε σχέση με τον εργατοπατερισμό του παρελθόντος. Ένα βήμα εκδημοκρατισμού. Στο βάθος όμως οι διεργασίες στον χώρο του «κοινωνικού» ΠΑΣΟΚ ήταν εντελώς διαφορετικές. Η μεταστροφή από το «κοινωνικό» στο «εθνικό» συντελείται την ίδια περίοδο με την ενδυνάμωση στη δημοσιότητα των νεορθοδόξων και του νέου εθνικιστικού λόγου. Κρίσιμο θεωρώ το σημείο της μεταστροφής προς τον εθνικισμό των νεωτέρων στελεχών του ΠΑΣΟΚ με αναφορές στην Αριστερά, όπως ήταν ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης κ.α. Λίγο πριν λήξει ο χρόνος της πρώτης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης εγκαταλείπει την τροχιά του «κοινωνικού» και εντάσσεται στην τροχιά του αναδυόμενου νέου «εθνικού» και στη συνέχεια προκύπτει ένα μίγμα από απελευθερωτική τριτοκοσμική ρητορεία της δεκαετίας του ΄60 και της λεγόμενης θεωρίας της εξάρτησης, κυρίαρχης στο ΠΑΣΟΚ, της σύνδεσης των δικαιωμάτων των λαών με το Κουρδικό και την αναβίωση του «Ανατολικού Ζητήματος» και το σημαντικότερο όλων η επινόηση και η κατασκευή της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ποντίων. Η μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ προς το νέο εθνικισμό συντελείται και συμβολικά με την γονυκλισία του Ανδρέα Παπανδρέου στην Παναγία Σουμελά.
Η ευθύνη της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς: Εάν εξαιρέσουμε τον Χρήστο Γιανναρά, οι καταβολές του νέου εθνικισμού θα πρέπει να αναζητηθούν στα διάφορα πολιτικά και κοινωνικά σχήματα της Αριστεράς. [Στέλιος Ράμφος, Κώστας Ζουράρις, Κωστής Μοσκώφ, Μιχάλης Χαραλαμπίδης]
Η υποχώρηση του «κοινωνικού» και των αιτημάτων του έφερε στο προσκήνιο μια πολιτική κουλτούρα συνομαδώσεων του ετεροκλήτου και συναλλαγής που ταλανίζει ακόμη την ελληνική κοινωνία μιας και είναι καθοριστική στο χώρο των πανεπιστημίων. Η εκλογή του Χρήστου Γιανναρά και οι αντιδράσεις προς αυτήν ήταν το κύκνειο άσμα για την απαλλαγή του πανεπιστημιακού χώρου από τη συναλλαγή στη βάση εξωπανεπιστημιακών κριτηρίων – το έργο του Χρήστου Γιανναρά δεν πληρούσε καμία προδιαγραφή για μια έδρα φιλοσοφίας, δεν πληροί και σήμερα.
Στη συνέχεια ο νέος εθνικισμός έγινε η αφορμή για τη δημιουργία νέων πανεπιστημιακών σχολών ή τη διεύρυνση παλαιοτέρων, για την ανάδειξη ατόμων σε πανεπιστημιακές έδρες χωρίς να  έχουν σχέση με το αντικείμενο που υποτίθεται τους απασχολούσε (ένα μέρος του δημοσίου χρέους διοχετεύτηκε και προς αυτή την  κατεύθυνση).
Ο νέος εθνικισμός φέρνει στο προσκήνιο ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό ήθος, το οποίο συνοψίζεται στα εξής: αποφυγή του επιστημονικού διαλόγου, κινδυνολογία και φανατισμός του κόσμου, συνεχής απόπειρα στιγματισμού  και κατασυκοφάντησης του υποτιθέμενου αντιπάλου και της «αλήθειας» του, ανορθολογισμός και διαρκής απειλή.
Εάν κανείς διαπιστώσει εκλεκτικές συγγένειες προς την πρακτική και το ιδεολογικο-πολιτικό ήθος των εγκληματιών που εμφανίζονται σήμερα με πολιτικό προσωπείο, όπως οι προκάτοχοί τους χιτλερικοί, να μην εκπλαγεί εάν διαπιστώσει ότι και η ορολογία τους προέρχεται από την ιδεολογική εννοιολογία των νεορθοδόξων , νεοεθνικιστών κλπ. [πρόσωπο vs ατόμου κλπ βλ. την «ταυτότητα» στο site  της Χρυσής Αυγής].

Σύνοψη: Η πολιτική κρίση των ημερών μας έχει τη ρίζα της πίσω στην μεταστροφή των προτεραιοτήτων από τα κοινωνικά αιτήματα στις εθνικιστικές ιδεοληψίες και τη φλυαρία περί αυτογνωσίας, εθνικής ταυτότητας κλπ.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούμε στην Γερμανία [διαμάχη των ιστορικών] ή στη συζήτηση στις ΗΠΑ για το δίλημμα του κοσμοπολιτισμού ή του πατριωτισμού [Μάρθα Νούσμπαουμ].
Εκεί οι αντιδράσεις ήταν ανάλογες της σημασίας των φαινομένων. Στην ελληνική περίπτωση ταλανιζόμαστε ακόμη από μια μάχη που δεν δόθηκε ποτέ και χάθηκε. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται μόνο στην κρίση. Εάν μελετήσει κανείς ιδεολογικά και πολιτικά κείμενα, όσο μπορούν να γράψουν συγκροτημένα κείμενα διάφοροι «βλαμμένοι», για να χρησιμοποιήσω τον αμερικανικό όρο για την περίπτωση, με έκπληξη θα διαπιστώσει πόσες έννοιες προέρχονται από την ιδεολογική ανακατάταξη που άρχισε να φαγώνει τα θεμέλια του «κοινωνικού» στην Ελλάδα.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, την οποία περιγράφει γλαφυρά ο ποιητής: «Το παράλογο παντού και φοβερές οι εφημερίδες/ μιάμιση δραχμή το μίσος» [Τάκης Σινόπουλος, Σημειώσεις VIII]

Η πρόταση: Στο βιβλίο μου «Υλικά φιλοσοφικής γραφής» έχω δύο σύντομες αναφορές που ταιριάζουν στη σημερινή κατάσταση. Η πρώτη αφορά τους κινδύνους από την ασύντακτη εκτροπή μιας κοινωνίας: « Η ασυνταξία στη σκέψη και οι οιστρηλατήσεις στο χώρο του παραλόγου είναι συζευγμένες με την πολιτική πρόταση για επιβολή της τάξης. Το ασύντακτο ποθεί κατεύθυνση και επιζητεί την ηρεμία του σταθερού. Όμως, η ηρεμία αποδεκατίζει το πνεύμα και η κοινωνική-ταξική ευστάθεια τρέφεται κυνικά με σάρκες και αίμα». [σ. 32]
Η δεύτερη δίνει και μια πρακτική απάντηση στο πρόβλημα της πολιτικής κυριαρχίας του παραλόγου μέσω του πολιτικοποιημένου εγκλήματος: «Όταν το παράλογο προπαρασκευάζει τη συλλογική ακοή για να προϋπαντήσει στο λιθόστρωτο το βηματισμό της χήνας, οι λέξεις οφείλουν να παρατάσσονται  σαν οδοφράγματα σε εξεγερμένη πόλη». [σ. 16]

Σημείωση: Η διεύθυνση του Όμηρου Ταχμαζίδη στο twitter είναι:
Omiros Tachmazidis @homloizides

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια