Tvxs Συνέντευξη
«Πίσω ολοταχώς...». Αυτή ήταν η απόφαση της κυβέρνησης μετά την αντίδραση των αγορών στις αναφορές για πρόωρη έξοδο από το δανειακό πρόγραμμα και αποχώρηση του ΔΝΤ, που εκτόξευσε τα επιτόκια δανεισμού στα ύψη και βύθισε το Χρηματιστήριο Αθηνών. Δηλώνοντας την προσήλωση της κυβέρνησης στο πρόγραμμα, ο Αντώνης Σαμαράς αναφέρθηκε σε μια διαπραγμάτευση για «προληπτική γραμμή στήριξης» της ελληνικής οικονομίας. «Ανέκρουσαν πρύμνα», σχολιάζει στο Tvxs.gr ο Χαράλαμπος Γκότσης, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, αναλύοντας τις διαφορές της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ και απαντώντας στο ερώτημα αν «ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις αγορές;».
«Η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα προχώρησε σε κινήσεις που δεν συνάδουν με την έως τώρα πρακτική της. Όλο τον καιρό διατυμπάνιζε πως θα εφαρμόσει πιστά το πρόγραμμα, το οποίο μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών έχει χαρακτηρίσει ως μονόδρομο. Στην απάντηση μάλιστα στον ΣΥΡΙΖΑ για το πρόγραμμά εθνικής ανασυγκρότησης, που παρουσίασε η αξιωματική αντιπολίτευση, επιχείρησε να θεμελιώσει και θεωρητικά την ορθότητα του προγράμματος. Η αντίφαση που προέκυψε με τα όσα αναφέρθηκαν για πρόωρη έξοδο δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στις αγορές και ενέτεινε την αβεβαιότητα. Όταν οι αγορές λειτουργούν σε κλίμα αβεβαιότητας τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται», αναφέρει ο κ. Γκότσης.
Όπως εξηγεί υπό την παρούσα κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται από το πρόγραμμα και με το δεδομένο ύψος του χρέους αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας, οι αγορές κρίνουν πως η χώρα χωρίς την ομπρέλα ενός προγράμματος, δηλαδή στην ουσία του μνημονίου, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Αρχικά η κυβέρνηση απέρριψε «a priori» την πρόταση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για «προληπτική στήριξη από το ΔΝΤ». Επιθυμία της ήταν να προχωρήσει σε ένα «clean exit». Λίγα 24ωρα αργότερα ο Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωσε την έναρξη μιας διαπραγμάτευσης ακριβώς πάνω σε αυτήν την πρόταση. Από τις ανακοινώσεις δε τόσο του κ. Ντράγκι, όσο και του νέου οικονομικού επιτρόπου κ. Κατάινεν, οι όροι που θα επιβληθούν παραπέμπουν σε «dirty exit». «Ήταν λάθος. Η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε σαν να είχε τακτοποιήσει όλες τις προϋποθέσεις για να βγει στις αγορές. Όμως κάτι τέτοιο προφανώς δε συμβαίνει», σημειώνει ο κ. Γκότσης και προσθέτει:
«Στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν έχει πολλές επιλογές, καθώς έχει εγκλωβιστεί σε αυτήν την πολιτική. Κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης την καθιστά αμέσως αναξιόπιστη αφού έχει ήδη δεσμευτεί για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Κάθε διαφοροποίησή της στιγματίζεται ως αθέτηση υποχρεώσεων. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει με άλλο πρόγραμμα πέρα από το μνημόνιο. Άρα ή το πιστεύει και συνεχίζει ή δεν το πιστεύει και τότε θα πρέπει να προσφύγει σε εκλογές, ώστε να θέσει τη νέα κατάσταση στην κρίση του λαού».
Θα πρέπει να σημειωθεί, πως ένας από τους λόγους της αντίδρασης των αγορών, που οδήγησε στην εκτόξευση των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων, ήταν και η αμφισβήτηση από τους επενδυτές, οικονομολόγους και αξιωματούχους στο πρόγραμμα της κυβέρνησης και τον προϋπολογισμό. «Το χρηματιστήριο ξεκίνησε την καθοδική τροχιά την επομένη της κατάθεσης του προϋπολογισμού. Προφανώς οι αγορές, εγχώρια και διεθνής, δεν δέχτηκαν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν καθώς στηρίζονται σε αίολες υποθέσεις. Η βασική πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9%, που υπάρχει στο σχέδιο του προϋπολογισμού, στηρίζεται στη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 11,7%. Και διερωτώμαι: Φέτος, η υπόθεση για τις ιδιωτικές επενδύσεις ήταν 5,4% και αυτή τη στιγμή καταγράφεται ένα -8%. Πως είναι δυνατόν να επιτευχθούν αυτά τα εξωπραγματικά νούμερα. Για να γίνουν επενδύσεις χρειάζονται δύο πράγματα: Ρευστότητα για επενδυτικά κεφάλαια και θετικές προσδοκίες των επιχειρηματιών. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ώστε να οδηγηθούμε στην υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9%. Με αυτήν την ανομβρία ρευστότητας και την αφαίμαξη από φόρους και μείωση δαπανών, δεν μπορείς να πετύχεις τέτοια ανάπτυξη».
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι διαφορετικό;
Οι αγορές στέλνουν μηνύματα σε κάθε χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ποια είναι αυτά για την Ελλάδα; «Καταρχήν θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, από τη στιγμή που μια χώρα χρειάζεται κεφάλαια, είτε για νέο δανεισμό είτε για την αναχρηματοδότηση του παλαιού, είναι υποχρεωμένη να βγει στις αγορές. Άρα καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τις αγνοήσει. Η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερη χώρα, που υλοποιεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και έχει συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη. Το χρέος της είναι στο 175%, η ανάπτυξη είναι μηδενική, δεν υπάρχει ρευστότητα, οι εξαγωγές μειώνονται, όπως και η βιομηχανική παραγωγή, η ανεργία στο 27%. Πρόκειται για μια οικονομία που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Αν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλάξουν, τότε θα αλλάξει και η συμπεριφορά των αγορών. Εκεί ακριβώς είναι η ουσία».
Για την ακρίβεια, όπως αναφέρει ο κ. Γκότσης, τα δύο βασικά στοιχεία για την αξιολόγηση μιας χώρας είναι η βιωσιμότητα του χρέους και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης μιας οικονομίας. Αν και το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε ύψος που το καθιστά αρνητικό παράγοντα για την αξιολόγηση της χώρας, η κυβέρνηση έχει υποστηρίξει σε κάθε τόνο πως το χρέος είναι βιώσιμο. Το ίδιο το ΔΝΤ μάλιστα έχει έρθει σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη για το ζήτημα του ελληνικού χρέους, τονίζοντας πως θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση καθώς δεν είναι βιώσιμο.
«Αυτή είναι και η πρώτη μεγάλη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη σημερινή κυβέρνηση», επισημαίνει ο Χαράλαμπος Γκότσης και συνεχίζει: «Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν ερμηνεύω σωστά τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική, δεν έχει πει ποτέ πως θα διαχειριστεί την κατάσταση με τα μεγέθη όπως είναι σήμερα, ούτε προτίθεται να συνεχίσει τη διαχείριση με το ίδιο μείγμα οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα έχει επισημάνει πως στόχος του είναι να μειώσει το χρέος, αλλά και να αλλάξει τη δομή της οικονομίας. Αν το χρέος μειωθεί από το 175% για παράδειγμα στο 110% και η οικονομία τεθεί σε τροχιά ενός αξιόπιστου και γιατί όχι φιλόδοξου προγράμματος, τότε οι αγορές θα αντιμετωπίσουν διαφορετικά την Ελλάδα. Εκεί είναι το κλειδί της ιστορίας.
Στις αγορές πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπάρχουν οι γύπες, οι βραχυπρόθεσμοι κερδοσκόποι, αλλά υπάρχουν και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, που επενδύουν μακροπρόθεσμα σε κρατικά ομόλογα, ώστε να έχουν μια καλή απόδοση με σίγουρο το κεφάλαιό τους. Εμάς μας ενδιαφέρει η τελευταία κατηγορία. Τα ομόλογα μιας χώρας από αυτήν την κατηγορία επενδυτών αξιολογούνται με βάση την επενδυσιμότητα, δηλαδή την τοποθέτηση κεφαλαίων χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται στην κατηγορία ‘σκουπίδια’ και απέχουμε πολύ από το Success Story που αναφέρουν οι κκ Χαρδούβελης και Σαμαράς, οι οποίοι επιχείρησαν να πείσουν τον ελληνικό λαό πως βρισκόμαστε στο τέλος της πορείας και εν πάσει περιπτώσει μας μένουν λίγα βήματα ακόμη για να βγούμε από την αναξιοπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Αυτό δεν ισχύει. Η διαδρομή είναι μεγάλη ακόμη, όσο τα στοιχεία της αγοράς, αλλά και τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, παραμένουν τα ίδια».
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ρίξει το βάρος στο ζήτημα του χρέους. Μια ενδεχόμενη απομείωση του χρέους θα επιβαρύνει με πολύ λιγότερα ποσά τον προϋπολογισμό κατ’ έτος σε σχέση με αυτό που ισχύει σήμερα. «Θα μπορούσε λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ», εξηγεί ο κ. Γκότσης, «να εξοικονομήσει μέχρι και 3,5 δις ετησίως, χρήματα τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε άλλους τομείς της οικονομίας». «Πρόκειται για ένα επιπλέον ετήσιο ΕΣΠΑ και αυτό σίγουρα θα βοηθήσει στην ανάπτυξη».
Σχετικά με τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης της οικονομίας, ο κ. Γκότσης σημειώνει: «Αυτό που βλέπουμε αυτή τη στιγμή είναι συνεχείς μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων. Για να υπάρξει μια ανάσα θα πρέπει να αντιστραφεί αυτή η πολιτική. Πρέπει να φύγουμε από την οικονομία της προσφοράς και να περάσουμε στην οικονομίας της ζήτησης, πάντα με προσοχή για να μην υπάρξει διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό .από αυξημένες εισαγωγές. Ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς από μελέτες προκύπτει, πως συνήθως οι χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες είναι και αυτές που δαπανούν τα χρήματά τους στην εγχώρια αγορά, τονώνοντας τη ζήτηση προϊόντων εγχώριας παραγωγής».
Και αν δεν υπάρξει συμφωνία για το χρέος;
Πολλοί ωστόσο διερωτώνται «τι θα συμβεί σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία για μείωση του χρέους;». «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάσει όχι μόνο μια λύση, αλλά πολλές εναλλακτικές, τότε το πιο πιθανό είναι πως θα υπάρξει κάποια συμφωνία και αυτό θα σημαίνει αυτομάτως πως η Ελλάδα θα βρεθεί σε καλύτερη θέση λόγω των μακροοικονομικών της στοιχείων. Μια τέτοια συζήτηση το πιθανότερο είναι πως θα προκαλέσει κάποια αναταραχή βραχυπρόθεσμα, όμως ούτως ή άλλως η χώρα αυτή τη στιγμή δεν λειτουργεί με τις αγορές. Όμως είναι ανόητο να εγκαλείται επειδή βάζει στο τραπέζι τη μαξιμαλιστική θέση, που είναι το γενναίο κούρεμα στο ονομαστικό μέγεθος. Στις διαπραγματεύσεις ξεκινάει κανείς από τις πιο προχωρημένες απαιτήσεις, για να καταλήξει σε μια συμβιβαστική λύση», απαντάει ο κ. Γκότσης και καταλήγει:
«Αυτό που διαφοροποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως δεν έχει δεσμευτεί για αυτό το πρόγραμμα και έχει θέσει δύο ζητήματα στο επίκεντρο: την απομείωση του χρέους και ένα πειστικότερο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη και είναι πιθανότερο να πείσει τους δανειστές αλλά και τις αγορές. Ενδέχεται να υπάρξει μια σκληρή γραμμή από το Βερολίνο και την Άνγκελα Μέρκελ για συνέχιση του προγράμματος λιτότητας, ωστόσο όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν πως θα πρέπει να αλλάξει αυτή η πολιτική. Γαλλία, Ιταλία και ΕΚΤ φαίνεται πως δημιουργούν ένα μπλοκ ενάντια στη λιτότητα που προωθεί η Γερμανία. Η οικονομική συγκυρία δεν είναι καλή ούτε για την ίδια τη Γερμανία, η οποία απειλείται με ύφεση και αποπληθωρισμό όπως όλη η Ευρώπη. Πεποίθησή μου είναι ότι τελικά θα επικρατήσει σύνεση έναντι του θρησκευτικού δογματισμού περί «νοικοκυρεμένων» οικονομικών που μας οδηγεί στα βράχια. Με όλες αυτές τις αλλαγές διαμορφώνεται ένα καλύτερο κλίμα και για την Ελλάδα, που θα βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το μπλοκ θα μπορέσει να στραφεί και ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και να φέρει θετικά αποτελέσματα».
«Η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα προχώρησε σε κινήσεις που δεν συνάδουν με την έως τώρα πρακτική της. Όλο τον καιρό διατυμπάνιζε πως θα εφαρμόσει πιστά το πρόγραμμα, το οποίο μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών έχει χαρακτηρίσει ως μονόδρομο. Στην απάντηση μάλιστα στον ΣΥΡΙΖΑ για το πρόγραμμά εθνικής ανασυγκρότησης, που παρουσίασε η αξιωματική αντιπολίτευση, επιχείρησε να θεμελιώσει και θεωρητικά την ορθότητα του προγράμματος. Η αντίφαση που προέκυψε με τα όσα αναφέρθηκαν για πρόωρη έξοδο δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στις αγορές και ενέτεινε την αβεβαιότητα. Όταν οι αγορές λειτουργούν σε κλίμα αβεβαιότητας τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται», αναφέρει ο κ. Γκότσης.
Όπως εξηγεί υπό την παρούσα κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται από το πρόγραμμα και με το δεδομένο ύψος του χρέους αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας, οι αγορές κρίνουν πως η χώρα χωρίς την ομπρέλα ενός προγράμματος, δηλαδή στην ουσία του μνημονίου, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Αρχικά η κυβέρνηση απέρριψε «a priori» την πρόταση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για «προληπτική στήριξη από το ΔΝΤ». Επιθυμία της ήταν να προχωρήσει σε ένα «clean exit». Λίγα 24ωρα αργότερα ο Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωσε την έναρξη μιας διαπραγμάτευσης ακριβώς πάνω σε αυτήν την πρόταση. Από τις ανακοινώσεις δε τόσο του κ. Ντράγκι, όσο και του νέου οικονομικού επιτρόπου κ. Κατάινεν, οι όροι που θα επιβληθούν παραπέμπουν σε «dirty exit». «Ήταν λάθος. Η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε σαν να είχε τακτοποιήσει όλες τις προϋποθέσεις για να βγει στις αγορές. Όμως κάτι τέτοιο προφανώς δε συμβαίνει», σημειώνει ο κ. Γκότσης και προσθέτει:
«Στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν έχει πολλές επιλογές, καθώς έχει εγκλωβιστεί σε αυτήν την πολιτική. Κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης την καθιστά αμέσως αναξιόπιστη αφού έχει ήδη δεσμευτεί για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Κάθε διαφοροποίησή της στιγματίζεται ως αθέτηση υποχρεώσεων. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει με άλλο πρόγραμμα πέρα από το μνημόνιο. Άρα ή το πιστεύει και συνεχίζει ή δεν το πιστεύει και τότε θα πρέπει να προσφύγει σε εκλογές, ώστε να θέσει τη νέα κατάσταση στην κρίση του λαού».
Θα πρέπει να σημειωθεί, πως ένας από τους λόγους της αντίδρασης των αγορών, που οδήγησε στην εκτόξευση των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων, ήταν και η αμφισβήτηση από τους επενδυτές, οικονομολόγους και αξιωματούχους στο πρόγραμμα της κυβέρνησης και τον προϋπολογισμό. «Το χρηματιστήριο ξεκίνησε την καθοδική τροχιά την επομένη της κατάθεσης του προϋπολογισμού. Προφανώς οι αγορές, εγχώρια και διεθνής, δεν δέχτηκαν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν καθώς στηρίζονται σε αίολες υποθέσεις. Η βασική πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9%, που υπάρχει στο σχέδιο του προϋπολογισμού, στηρίζεται στη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 11,7%. Και διερωτώμαι: Φέτος, η υπόθεση για τις ιδιωτικές επενδύσεις ήταν 5,4% και αυτή τη στιγμή καταγράφεται ένα -8%. Πως είναι δυνατόν να επιτευχθούν αυτά τα εξωπραγματικά νούμερα. Για να γίνουν επενδύσεις χρειάζονται δύο πράγματα: Ρευστότητα για επενδυτικά κεφάλαια και θετικές προσδοκίες των επιχειρηματιών. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ώστε να οδηγηθούμε στην υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,9%. Με αυτήν την ανομβρία ρευστότητας και την αφαίμαξη από φόρους και μείωση δαπανών, δεν μπορείς να πετύχεις τέτοια ανάπτυξη».
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι διαφορετικό;
Οι αγορές στέλνουν μηνύματα σε κάθε χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ποια είναι αυτά για την Ελλάδα; «Καταρχήν θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, από τη στιγμή που μια χώρα χρειάζεται κεφάλαια, είτε για νέο δανεισμό είτε για την αναχρηματοδότηση του παλαιού, είναι υποχρεωμένη να βγει στις αγορές. Άρα καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τις αγνοήσει. Η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερη χώρα, που υλοποιεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και έχει συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη. Το χρέος της είναι στο 175%, η ανάπτυξη είναι μηδενική, δεν υπάρχει ρευστότητα, οι εξαγωγές μειώνονται, όπως και η βιομηχανική παραγωγή, η ανεργία στο 27%. Πρόκειται για μια οικονομία που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Αν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλάξουν, τότε θα αλλάξει και η συμπεριφορά των αγορών. Εκεί ακριβώς είναι η ουσία».
Για την ακρίβεια, όπως αναφέρει ο κ. Γκότσης, τα δύο βασικά στοιχεία για την αξιολόγηση μιας χώρας είναι η βιωσιμότητα του χρέους και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης μιας οικονομίας. Αν και το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε ύψος που το καθιστά αρνητικό παράγοντα για την αξιολόγηση της χώρας, η κυβέρνηση έχει υποστηρίξει σε κάθε τόνο πως το χρέος είναι βιώσιμο. Το ίδιο το ΔΝΤ μάλιστα έχει έρθει σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη για το ζήτημα του ελληνικού χρέους, τονίζοντας πως θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση καθώς δεν είναι βιώσιμο.
«Αυτή είναι και η πρώτη μεγάλη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη σημερινή κυβέρνηση», επισημαίνει ο Χαράλαμπος Γκότσης και συνεχίζει: «Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν ερμηνεύω σωστά τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική, δεν έχει πει ποτέ πως θα διαχειριστεί την κατάσταση με τα μεγέθη όπως είναι σήμερα, ούτε προτίθεται να συνεχίσει τη διαχείριση με το ίδιο μείγμα οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα έχει επισημάνει πως στόχος του είναι να μειώσει το χρέος, αλλά και να αλλάξει τη δομή της οικονομίας. Αν το χρέος μειωθεί από το 175% για παράδειγμα στο 110% και η οικονομία τεθεί σε τροχιά ενός αξιόπιστου και γιατί όχι φιλόδοξου προγράμματος, τότε οι αγορές θα αντιμετωπίσουν διαφορετικά την Ελλάδα. Εκεί είναι το κλειδί της ιστορίας.
Στις αγορές πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπάρχουν οι γύπες, οι βραχυπρόθεσμοι κερδοσκόποι, αλλά υπάρχουν και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, που επενδύουν μακροπρόθεσμα σε κρατικά ομόλογα, ώστε να έχουν μια καλή απόδοση με σίγουρο το κεφάλαιό τους. Εμάς μας ενδιαφέρει η τελευταία κατηγορία. Τα ομόλογα μιας χώρας από αυτήν την κατηγορία επενδυτών αξιολογούνται με βάση την επενδυσιμότητα, δηλαδή την τοποθέτηση κεφαλαίων χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται στην κατηγορία ‘σκουπίδια’ και απέχουμε πολύ από το Success Story που αναφέρουν οι κκ Χαρδούβελης και Σαμαράς, οι οποίοι επιχείρησαν να πείσουν τον ελληνικό λαό πως βρισκόμαστε στο τέλος της πορείας και εν πάσει περιπτώσει μας μένουν λίγα βήματα ακόμη για να βγούμε από την αναξιοπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Αυτό δεν ισχύει. Η διαδρομή είναι μεγάλη ακόμη, όσο τα στοιχεία της αγοράς, αλλά και τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, παραμένουν τα ίδια».
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ρίξει το βάρος στο ζήτημα του χρέους. Μια ενδεχόμενη απομείωση του χρέους θα επιβαρύνει με πολύ λιγότερα ποσά τον προϋπολογισμό κατ’ έτος σε σχέση με αυτό που ισχύει σήμερα. «Θα μπορούσε λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ», εξηγεί ο κ. Γκότσης, «να εξοικονομήσει μέχρι και 3,5 δις ετησίως, χρήματα τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε άλλους τομείς της οικονομίας». «Πρόκειται για ένα επιπλέον ετήσιο ΕΣΠΑ και αυτό σίγουρα θα βοηθήσει στην ανάπτυξη».
Σχετικά με τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης της οικονομίας, ο κ. Γκότσης σημειώνει: «Αυτό που βλέπουμε αυτή τη στιγμή είναι συνεχείς μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων. Για να υπάρξει μια ανάσα θα πρέπει να αντιστραφεί αυτή η πολιτική. Πρέπει να φύγουμε από την οικονομία της προσφοράς και να περάσουμε στην οικονομίας της ζήτησης, πάντα με προσοχή για να μην υπάρξει διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό .από αυξημένες εισαγωγές. Ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς από μελέτες προκύπτει, πως συνήθως οι χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες είναι και αυτές που δαπανούν τα χρήματά τους στην εγχώρια αγορά, τονώνοντας τη ζήτηση προϊόντων εγχώριας παραγωγής».
Και αν δεν υπάρξει συμφωνία για το χρέος;
Πολλοί ωστόσο διερωτώνται «τι θα συμβεί σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία για μείωση του χρέους;». «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάσει όχι μόνο μια λύση, αλλά πολλές εναλλακτικές, τότε το πιο πιθανό είναι πως θα υπάρξει κάποια συμφωνία και αυτό θα σημαίνει αυτομάτως πως η Ελλάδα θα βρεθεί σε καλύτερη θέση λόγω των μακροοικονομικών της στοιχείων. Μια τέτοια συζήτηση το πιθανότερο είναι πως θα προκαλέσει κάποια αναταραχή βραχυπρόθεσμα, όμως ούτως ή άλλως η χώρα αυτή τη στιγμή δεν λειτουργεί με τις αγορές. Όμως είναι ανόητο να εγκαλείται επειδή βάζει στο τραπέζι τη μαξιμαλιστική θέση, που είναι το γενναίο κούρεμα στο ονομαστικό μέγεθος. Στις διαπραγματεύσεις ξεκινάει κανείς από τις πιο προχωρημένες απαιτήσεις, για να καταλήξει σε μια συμβιβαστική λύση», απαντάει ο κ. Γκότσης και καταλήγει:
«Αυτό που διαφοροποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως δεν έχει δεσμευτεί για αυτό το πρόγραμμα και έχει θέσει δύο ζητήματα στο επίκεντρο: την απομείωση του χρέους και ένα πειστικότερο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη και είναι πιθανότερο να πείσει τους δανειστές αλλά και τις αγορές. Ενδέχεται να υπάρξει μια σκληρή γραμμή από το Βερολίνο και την Άνγκελα Μέρκελ για συνέχιση του προγράμματος λιτότητας, ωστόσο όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν πως θα πρέπει να αλλάξει αυτή η πολιτική. Γαλλία, Ιταλία και ΕΚΤ φαίνεται πως δημιουργούν ένα μπλοκ ενάντια στη λιτότητα που προωθεί η Γερμανία. Η οικονομική συγκυρία δεν είναι καλή ούτε για την ίδια τη Γερμανία, η οποία απειλείται με ύφεση και αποπληθωρισμό όπως όλη η Ευρώπη. Πεποίθησή μου είναι ότι τελικά θα επικρατήσει σύνεση έναντι του θρησκευτικού δογματισμού περί «νοικοκυρεμένων» οικονομικών που μας οδηγεί στα βράχια. Με όλες αυτές τις αλλαγές διαμορφώνεται ένα καλύτερο κλίμα και για την Ελλάδα, που θα βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το μπλοκ θα μπορέσει να στραφεί και ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και να φέρει θετικά αποτελέσματα».
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου