Το κυπριακό είναι εθνικό θέμα και δεν λύνεται κοινοτικά όσο και να προσπαθούμε, διότι το πρόβλημα δεν είναι μια κοινότητα, αλλά ένα κράτος και η βαρβαρότητα μιας εισβολής που συνεχίζεται με την κατοχή. Έτσι, οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνονται σε αυτό το επίπεδο και σε κανένα άλλο, αν θέλουμε πραγματικά την επίλυσή του. Επίσης, σε αυτό το νέο πλαίσιο παίζει έναν τεράστιο ρόλο όχι μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ΑΟΖ. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να αξιοποιηθεί κι αυτό το επιχείρημα για να λειτουργήσει καταλυτικά η δράση μας κι όχι να παραμένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Διότι, θέλουμε δεν θέλουμε, το ενεργειακό μέσω της στρατηγικής επηρεάζει τη γεωπολιτική και κατά συνέπεια τις πολιτικές μας αποφάσεις. Κι αφού το κυπριακό πρόβλημα έχει μια διάρκεια δεκαετιών πρέπει τα εργαλεία που θα το λύσουν να είναι ανθεκτικά για δεκαετίες. Αυτήν την ιδιότητα έχουν και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΑΟΖ. Πρέπει, λοιπόν, να θεμελιώσουμε την επίλυση πάνω σε αυτές τις δομές για να βρεθεί η δίκαιη λύση. Αλλιώς οι συζητήσεις έχουν έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα κι αποσκοπούν απλώς εκλογικά αποτελέσματα κι όχι εθνικά. Το εδαφικό και το περιουσιακό είναι προβλήματα θεμελιακά κι όχι δευτερεύοντα. Η αρχή της επίλυσης του κυπριακού από τα μικρά προβλήματα, που έχουν ένα τοπικό χαρακτήρα, θα είναι και το τέλος τους. Διότι πολύ απλά δεν έχουν προοπτικές γενίκευσης κι επέκτασης. Το δίκαιο δεν είναι ένας παράξενος συμβιβασμός, βασίζεται σε πρακτικό επίπεδο στο διεθνές δίκαιο με διεθνή εμβέλεια. Αλλιώς το πιο σημαντικό παραμένει σε περιθώριο και τελικά δεν βοηθά στην επίλυση του προβλήματος του κυπριακού.