Ευρυδίκη Λειβαδά: Ένας ιδιαίτερος Κεφαλλονίτης, δημοσιογράφος στην Αίγυπτο. ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΦΩΤΙΑΔΗΣ

Τον γνώρισα σε ένα ταξίδι μου στο Κάϊρο τον Νοέμβριο του 2001, τότε που έκανα έρευνα για το ψωμί και παράλληλα, στα ελληνικά κοιμητήρια στην Αλεξάνδρεια, αναζητούσα Κεφαλλονίτες που ταξίδευαν αιώνια στην απόκοσμη σιωπή της λήθης. Ο κοινός μας φίλος φαρμακοποιός Διονύσης Καρλής μού πρωτομίλησε γι’ αυτόν: «Υπάρχει ένας ιδιαίτερος Κεφαλλονίτης εκεί. Αξίζει να τον δεις» μου είπε και μου έδωσε το τηλέφωνό του. Όταν έφτασα στο Κάϊρο τον κάλεσα για να κανονίσω συνάντηση μαζί του. «Πώς θα με αναγνωρίσετε;» τον ρώτησα αφού αντιλήφθηκα πως δώσαμε ραντεβού σε έναν ευρύ χώρο με πολυκοσμία. «Μην ανησυχείτε. Θα σας βρω εγώ. Από τη φωνή σας, έχω πλάσει την εμφάνισή σας» μου απάντησε και με άφησε άναυδη. Φυσικά με βρήκε.


Ιδιαίτερη μορφή, μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Χαρακτηριστικά κοντός, με ευφυή μάτια που, παρόλο τον ηλικιακό αποχρωματισμό τους κι όντας πίσω από χοντρά γυαλιά, πετούσαν ακόμη φλόγες, κάπου στα 90 τότε, με κιπά -εβραϊκό σκουφί- στο κεφάλι του, και ρυπαρά ενδύματα που κραύγαζαν μοναξιά. Μου μίλησε για πολλά θέματα, για την πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο, για θέματα της Μεσογείου, για την Ελλάδα, για την αγάπη του για το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου –για να μπορεί να ψηφίζει έφερε από το 1980 τα εκλογικά δικαιώματά του στο Ληξούρι. Μου είπε πολλά για τη ζωή του, για την απίστευτη ζωή του. Μεταγράφω τα πιο βασικά από αυτά που μου αφηγήθηκε ως τιμητικό αφιέρωμα στη μνήμη του.   
Γεννήθηκε στο Κάϊρο από μάνα Ληξουριώτισσα και πατέρα με καταγωγή από την μακρινή Σαμψούντα. Η οικογένεια του πατέρα του είχε φύγει από τον 19ο αι. κατατρεγμένη από τον Πόντο και είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο. Εκεί συγγένεψε με οικογένεια Φωτιαδάκη και γεννήθηκε ο παππούς του, Βασίλης. Ερωτεύθηκε την Κατερινιώ από τη Ρόδο κι αποφάσισε να μείνει μαζί της στο νησί. Το ζευγάρι απέκτησε τον Λέανδρο, πατέρα του δημοσιογράφου. Ο Λέανδρος εγκαταστάθηκε στο Κάϊρο, παντρεύτηκε κόρη Μαζαράκη, ομογενούς Κεφαλλονίτη και το 1898 ίδρυσε το πολύ γνωστό «Καλλιτεχνικόν Τυπογραφείον Λεάνδρου Φωτιάδη» στην καρδιά του ελληνικού Καΐρου.
Έφηβος ο Βασίλης πήγε στη Βηρυτό για να σπουδάσει γιατρός στο Πανεπιστήμιο Σαν Μικέλε. Εκεί γνωρίσθηκε με αγωνιστές που αργότερα συνάσπισαν την οργάνωση Αλ Φατάχ. Από τα χρόνια εκείνα τα πρώτα, μετράει και η προσωπική σχέση που ανέπτυξε με τον Γιάσερ Αραφάτ.
Μετά το δεύτερο έτος της ιατρικής έγινε πρόεδρος Λιβάνου ο Σαμούν, κι ο Βασίλης, από φόβο για τη ζωή του, επέστρεψε στο Κάϊρο. Επί Νάσερ προσελήφη στον ραδιοφωνικό σταθμό Καΐρου ως Διευθυντής, δημοσιογράφος και ραδιοσχολιαστής του Αιγυπτιακού Κρατικού Ραδιοσταθμού. Έμεινε στη θέση αυτή 23 χρόνια. Ταυτόχρονα έγινε ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων επί διευθυντού Μπιτσίδη. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι το 1967 μέχρι που η χούντα τον απέλυσε. Είχε στείλει τηλεγράφημα στο ΑΠΕ που έλεγε πως ο αιγυπτιακός λαός και γενικά οι Άραβες διαμαρτύρονταν γιατί, ενώ θεωρούσαν την Ελλάδα φίλη χώρα, η κυβέρνησή της επέτρεψε στα ισραηλινά αεροπλάνα τύπου Μιράζ -τα οποία είχε προμηθευτεί το Ισραήλ από την Γαλλία-, να εφοδιάζονται στην Ελλάδα. Τότε διευθυντής στο ΑΠΕ ήταν ο γιός του Μπιτσίδη και η χούντα τον υποχρέωσε να παύσει τον Φωτιάδη. Το τηλεγράφημα έλεγε «λόγω οικονομικών λόγων τερματίζουμε την συνεργασίαν».
Εν τω μεταξύ ο Φωτιάδης είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον Μακάριο ο οποίος τον διόρισε σύμβουλό του για θέματα αραβικά. Η φιλία Μακάριου – Φωτιάδη συνέτεινε στο να αναπτύξει ο πρώτος σχέσεις με τον Νάσερ.
Ο Φωτιάδης συνέχισε μέσω του αιγυπτιακού ραδιοφωνικού σταθμού να «βομβαρδίζει» τη χούντα μέχρι που εθεωρείτο στην Ελλάδα πως ήταν «πληρωμένο σκυλί του Μακαρίου». Όταν πέθανε ο Γρίβας ο Φωτιάδης επανέλαβε το: «εδοξάσθη κρυπτόμενος και εγελοιποιήθη εμφανιζόμενος» που είχε πει ο γέρος Γιώργος Παπανδρέου για τον Γρίβα. Με αφορμή το θέμα αυτό που επανέφερε ο Φωτιάδης οι χουντικοί "σκύλιασαν". Επίσης μου είπε πως ο Γρίβας ήταν ιδρυτής της αντικομουνιστικής οργάνωσης «Χ» της Αιγύπτου – Σουδάν – Λιβύης, ενώ ο ίδιος (ενν. ο Φωτιάδης) ήταν επικεφαλής αντιστασιακών οργανώσεων ενάντια στη χούντα, αιτία να του αφαιρέσει η τελευταία την ιθαγένεια και να του επιβάλλει να παραδώσει το διαβατήριό του. Αρνήθηκε να το κάνει γιατί είχε ισχύ πέντε χρόνια και θα τα εξαντλούσε. Τους απάντησε υβριστικά. Τότε συνδέθηκε με το Λονδίνο, με τον Κώστα Νικολάου στη Deutsche Welle και την Εύη Δεμίρη στο Παρίσι. Γνωρίστηκε και με τον Παπούλια της Deutsche Welle, ταξίδευε πολύ και είχε επαφή με αντιστασιακές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο.
Είχε αποκτήσει μια κόρη από σχέση του με Αιγύπτια δημοσιογράφο. Η κόρη του αυτή είναι μουσουλμάνα και διατηρούσε επαφή μαζί του όταν τον συνάντησα στο Κάϊρο.
Παντρεύτηκε δυο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ασημίνα, από την Περιβόλα Πελοποννήσου (ανάμεσα σε Πάτρα και Αμαλιάδα). Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Μαίρη Νικολαΐδου. Ο αδελφός της ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Κώστας. Η Μαίρη ήταν πρώην σύζυγος του ηθοποιού Χατζηχρήστου και είχε μαζί του μια κόρη, την Τέτα, η οποία παντρεύτηκε τον ηθοποιό Πέτρο Φυσσούν.
Ο Βασίλης Φωτιάδης, αν και στερούσε σε εμφάνιση, γοήτευε τις γυναίκες με το πνεύμα, την ευφυΐα του, την πολυμάθειά του. Μιλούσε αγγλικά, αραβικά, γαλλικά, ελληνικά και λίγα ιταλικά.
Μου εξομολογήθηκε πως ο μεγάλος έρωτας της ζωή του ήταν η Καίτη Οικονόμου, γνωστή ως Ντιριντάουα, ιδιαίτερα πληθωρική και ψηλή γυναίκα που τον άφησε γιατί ερωτεύθηκε τον Κώστα Χατζηχρήστο. Ο Φωτιάδης, πεισμωμένος από την εγκατάλειψη, συνήψε σχέση με την πρώην γυναίκα του Χατζηχρήστου την οποία και παντρεύτηκε. Τον Φεβρουάριο του 1996 η Ντιριντάουα πέθανε στην Κηφισιά. Μιλώντας μου για αυτήν την γυναίκα δάκρυσε, συγχύστηκε όταν ξανάφερε στη μνήμη του τον τρόπο που τον χώρισε, σηκώθηκε από την καρέκλα του, χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι με το αχνοπράσινο ξεβαμμένο από την πολυκαιρία, αλλά πεντακάθαρο τραπεζομάντηλο, και μου τόνισε άγρια: «Να φοβάσαι μόνον τον έρωτα». Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η συμβουλή του μικροκαμωμένου γέροντα και στα μάτια μου επανασχηματοποιείται ο χώρος: εστιατόριο της Ελληνικής Κοινότητας στο Κάϊρο. Όροφος πρώτος. Απλίκες στον τοίχο. Καρέκλες σκαλιστές, κάποτε μεγαλόπρεπες σε ένα περιβάλλον που στις δόξες του έφερε σφραγίδες ελληνικότατου αποικιακού δυναμισμού. Τραπέζι στρογγυλό, μεγάλο, που είχε ολόγυρα οκτώ καρέκλες. Κι απέναντί μας, επάνω στο τραπέζι μια γάτα. Χοντρή. Πιτσιλωτή. Που δεν κουνιόταν καθόλου, καθόλο το δείπνο με τον περίεργο αυτόν μικροκαμωμένο Κεφαλλονίτη κοσμοπολίτη που είχε μια τόσο γεμάτη βιώματα ζωή.  
Το 2004 ήλθε στην Κεφαλλονιά για να ψηφίσει. Τον πήρα από το αεροδρόμιο και έμεινε στο ξενοδοχείο Μουΐκη στο Αργοστόλι. Είδε τον φίλο του φαρμακοποιό Διονύση Καρλή κι ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που ερχόταν στο νησί. Τη φορά αυτή δεν ήταν η πολιτική ζέση που τον έφερε να ψηφίσει, αλλά οι εκλογές ήταν μια πολύ καλή δικαιολογία για να αποχαιρετίσει το γενέθλιο νησί της μάνας του. Πράγματι, ψήφισε. Ήταν δύσκολη η μετακίνησή του και βοήθησαν δυο φίλοι: ο Μάκης Γαλανός και ο Σπύρος Σολωμός. Μου έφερε εφημερίδα αιγυπτιακή, ένα ημερολόγιο του FPA (Foreign Press Association -Cairo, Egypt) και έναν οδηγό δημοσιογράφων Αιγύπτου.  
Τα τελευταία χρόνια έχασα τα ίχνη του. Το ρολόι του χρόνου λέει πως αναντίρρητα έκλεισε τον δικό του κύκλο –δυστυχώς δεν έχω τρόπο να μάθω περισσότερα για αυτό το θέμα-. Και με αφορμή έρευνα που κάνω τώρα τελευταία για τους Πόντιους και ευρύτερα για τους Μικρασιάτες στην Κεφαλλονιά, ξέθαψα τα χειρόγραφα που κρατούσα στην Αίγυπτο, τα μετέγραψα και τα αφιερώνω στη μνήμη του Βασίλη Φωτιάδη, ως αντίδωρο στο δείπνο που μου προσέφερε στο εστιατόριο με την ξεφτισμένη ελληνική αρχοντιά, εκεί όπου είχαν φτάσει οι καβαφικοί στίχοι που είχαν ξεφύγει από την Αλεξάνδρεια:  
… Δεν θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά…


Ευρυδίκη Λειβαδά