Ελευθερίου Ανευλαβή
Κι' όταν εφύγαν μουλωχτά
πέρα στις αμαλάκες,
είπε:
«Α' στο διάολο μαλάκες»
(Γιώργος Σεφέρης)
«Έχουμε οικονομικό πόλεμο» αναγγέλλουν οι πεφυσιωμένοι κυβερνήτες μας και χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου, επιστρατεύοντας και το τελευταίο cent (εκατοστό του ευρώ) του ξεζουμισμένου πολίτη. Και παίζουν τις κουμπάρες με την (Αν)γκέλα και τα χρυσοκωλόπαιδα (golden boys) της τρόικας των τοκογλύφων.
Νάτοι, έρχονται, οι παγκοσμιοποιημένοι νεοφιλελεύθεροι, ψευδώνυμοι, δυσώνυμοι πλέον, σοσιαλιστές, τυμπανιστές του Ευαγγέλου, τυμπανίζοντας το πένθιμο εμβατήριο του θανάτου του εμποράκου. Της κλοπής του μισθού του υπαλληλάκου και της σύνταξης του απόμαχου της ζωής.
Νάτοι, έρχονται, οι προγραφείς τεχνοκράτες. «Οι ληξίαρχοι των ημερών μας» (Μ. Αναγνωστάκης), από την Εσπερία και με τους ντόπιους, κυβερνητικούς συνεργάτες τους, ταπεινώνουν τον λαό, «που κάποτε ήταν φλόγα», με τον βόρβορο των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, που οι ίδιοι, λιμασμένοι για πλούτο και κέρδος, έχουν προκαλέσει. Ταπεινώνουν έναν λαό, στερώντας του τις κοινωνικές του κατακτήσεις. Το δικαίωμά του στη δουλειά. Τον βρίζουν και τον ταπεινώνουν οι στρουθοκαμήλες της Ευρώπης και τα ντόπια κυβερνητικά σφουγγοκώλια τους.
ΠΟΥΛΗΣΑΤΕ όλα τα υπάρχοντά μας, αντί πινακίου φακής, στις άπληστες αγορές και επί την Πατρίδα μας βάλατε κλήρον. Και το αντίτιμό το καταχραστήκατε. Και ξεπουλάτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα, εν ονόματι της πατριδοφροσύνης σας. Βδελυροί κακοπάτριδες. Αισχροί πατριδέμποροι, που πουλάτε κούφιο πατριδιλίκι.
ΚΛΕΨΑΤΕ τον μισθό του δημόσιου υπαλληλάκου, θύμα των δικών σας ψηφοθηρικών ιδιοτελειών και τον βρίζεται κοπρίτη, εσείς, οι κοπρίτες. Οι σαπιοκοιλιές. Ρημάξατε τη λιπόσαρκη σύνταξη του συνταξιούχου. Πετσοκόψατε το ιδρωμένο μεροκάματο του εργάτη. Στέλνετε στην ανεργία τα όνειρα των νέων. Και αφήνετε, ανίκανοι και πονηροί διαπλεκόμενοι, τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας ανέγγιχτους, να αυγατίζουν τα κλεμμένα στις εξωχώριες (offshore) σπηλιές (τις λένε και τράπεζες) του Αλή Μπαμπά, με τους σαράντα κλέφτες.
Όμως, συνάμα και κυρίως ΚΛΕΨΑΤΕ τους πιο ακριβούς θησαυρούς μας, που μέσα στο παλιό σεντούκι, κρύβαμε:
Την ελπίδα για το αυριανό σαλπάρισμα προς μια καινούργια χώρα.
Τα εισιτήρια για το ταξίδι μας για μια ζωή που μας αξίζει.
Το κρυφό ανεπίδοτο γράμμα στους κυβερνήτες μας, που μας πρόδωσαν.
Την εικόνα, στο εικονοστάσι του μυαλού μας, του καπετάνιου μας να καλαφατίζει το ολοκαίνουργο καράβι «Νέα Ελλάδα», πλησίστιο για το λιμάνι της ελπίδας και της προκοπής.
Τη φωτογραφία της γιαγιάς και τις ιστορίες για τις όμορφες αλλοτινές ημέρες. ΚΛΕΨΑΤΕ τη χαρά να βλέπουμε το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών μας κι όλων των παιδιών, στο πρωινό του Ήλιου.
Τα μυστικά σχέδια των κρυφών μας «επαναστάσεών», για όλα όσα μας πληγώνουν.
ΚΛΕΨΑΤΕ όλα τις ιδανικά μας «πιστεύω», που μας κρατούσαν ζωντανούς.
Και μας αφήσατε άλαλους, χωρίς τη θεϊκή μας γλώσσα, να ψελλίζουμε γρυλίσματα ευρωπαϊκά.
Μας κλείσατε τα αυτιά, για να μην ακούμε τον απολλώνιο ύμνο μας, πάρα μόνο το τιντίρισμα του άνομου χρυσού και το γρύλισμα των αδόντων αιδοίων της τηλε-τύφλωσης.
Μας τυφλώσατε, για να μην βλέπουμε τον δικό μας Παρθενώνα, πάρα μόνο τη γύμνια των χρυσωμένων οπισθίων της παγκοσμιοποιημένης ασύδοτης αγοράς σας.
Μας μάθατε να μιλάμε φοβισμένα και με λέξεις καλοδεχούμενες από όλες τις λογοκρισίες. Με κομψές εκφράσεις, που δεν ενοχλούν καμία καθεστηκυία τάξη.
Μας μάθατε να μην λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, και τους κλέφτες κλεφταράδες.
Και στα σχολεία οι δάσκαλοι διδάσκουν, την εποχή των αγενών μετάλλων (Μ. Αναγνωστάκης). Την νεοφιλελεύθερη ιστορία του συνωστισμού της Σμύρνης, βερεμική και ρεπουσαρισμένη. Την πολυπολιτισμική αρλούμπα που ξεριζώνει τους μύθους και τις παραδόσεις ενός λαού, που γέννησε τον μύθο και τον έκανε παράδοση.
Τα ΠΗΡΑΤΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΤΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΤΕ όλα, εσείς, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες. Πατρονάρετε την απομυθοποίηση, εν ονόματι του πραγματισμού της στενοκεφαλιάς σας και της μονοσήμαντης σκέψης σας. Και αφήσατε ξυλάρμενο τον άνθρωπο, μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Σπουδαγμένοι της Δύσης, περπατάτε πάνω στους μύθους του Ησιόδου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη. Πατάτε πάνω στους ώμους γιγάντων: του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή. Γράφετε Ιστορία με τη γραφίδα του Θουκυδίδη, του Ηρόδοτου.
Και ξεχνάτε, υπερφίαλοι αθέμιστοι, μονόφθαλμοι κύκλωπες, απόφοιτοι των φώτων της Εσπερίας, πως:
Στο ίδιο τούτο το χώμα, ο ίδιος λαός, εδώ και 3.000 χρόνια μιλάει την ίδια γλώσσα και λέει τον ουρανό, ουρανό• τη θάλασσα, θάλασσα• τη γη, γη• τον αέρα, αέρα• την ελευθερία, ελευθερία, τη δημοκρατία, δημοκρατία.
Και δεν μάθατε, σεις, οι πολιτισμένοι βάρβαροι ότι:
«Πολλοί κακοί πλουτίζουν και καλοί πένονται. Αλλά εμείς δεν θ ανταλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη: Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ' ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.», όπως μας έμαθε ο σοφός μας Σόλων.
Και δεν περνάει από τον νου σας, πού να το φανταστείτε, «Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες» (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) ότι:
«Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος).
Αυτήν την αρετή μάς θέτε να ξεφτίσετε με τα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα υπάρχει, αλώβητη, η ανάμνησή της. Κάπου κρυμμένο στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων.
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
Μπήκαμε μεσ' στα όλα και περάσαμε.» (Ο. Ελύτης).
Κι' όταν εφύγαν μουλωχτά
πέρα στις αμαλάκες,
είπε:
«Α' στο διάολο μαλάκες»
(Γιώργος Σεφέρης)
«Έχουμε οικονομικό πόλεμο» αναγγέλλουν οι πεφυσιωμένοι κυβερνήτες μας και χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου, επιστρατεύοντας και το τελευταίο cent (εκατοστό του ευρώ) του ξεζουμισμένου πολίτη. Και παίζουν τις κουμπάρες με την (Αν)γκέλα και τα χρυσοκωλόπαιδα (golden boys) της τρόικας των τοκογλύφων.
Νάτοι, έρχονται, οι παγκοσμιοποιημένοι νεοφιλελεύθεροι, ψευδώνυμοι, δυσώνυμοι πλέον, σοσιαλιστές, τυμπανιστές του Ευαγγέλου, τυμπανίζοντας το πένθιμο εμβατήριο του θανάτου του εμποράκου. Της κλοπής του μισθού του υπαλληλάκου και της σύνταξης του απόμαχου της ζωής.
Νάτοι, έρχονται, οι προγραφείς τεχνοκράτες. «Οι ληξίαρχοι των ημερών μας» (Μ. Αναγνωστάκης), από την Εσπερία και με τους ντόπιους, κυβερνητικούς συνεργάτες τους, ταπεινώνουν τον λαό, «που κάποτε ήταν φλόγα», με τον βόρβορο των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, που οι ίδιοι, λιμασμένοι για πλούτο και κέρδος, έχουν προκαλέσει. Ταπεινώνουν έναν λαό, στερώντας του τις κοινωνικές του κατακτήσεις. Το δικαίωμά του στη δουλειά. Τον βρίζουν και τον ταπεινώνουν οι στρουθοκαμήλες της Ευρώπης και τα ντόπια κυβερνητικά σφουγγοκώλια τους.
ΠΟΥΛΗΣΑΤΕ όλα τα υπάρχοντά μας, αντί πινακίου φακής, στις άπληστες αγορές και επί την Πατρίδα μας βάλατε κλήρον. Και το αντίτιμό το καταχραστήκατε. Και ξεπουλάτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα, εν ονόματι της πατριδοφροσύνης σας. Βδελυροί κακοπάτριδες. Αισχροί πατριδέμποροι, που πουλάτε κούφιο πατριδιλίκι.
ΚΛΕΨΑΤΕ τον μισθό του δημόσιου υπαλληλάκου, θύμα των δικών σας ψηφοθηρικών ιδιοτελειών και τον βρίζεται κοπρίτη, εσείς, οι κοπρίτες. Οι σαπιοκοιλιές. Ρημάξατε τη λιπόσαρκη σύνταξη του συνταξιούχου. Πετσοκόψατε το ιδρωμένο μεροκάματο του εργάτη. Στέλνετε στην ανεργία τα όνειρα των νέων. Και αφήνετε, ανίκανοι και πονηροί διαπλεκόμενοι, τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας ανέγγιχτους, να αυγατίζουν τα κλεμμένα στις εξωχώριες (offshore) σπηλιές (τις λένε και τράπεζες) του Αλή Μπαμπά, με τους σαράντα κλέφτες.
Όμως, συνάμα και κυρίως ΚΛΕΨΑΤΕ τους πιο ακριβούς θησαυρούς μας, που μέσα στο παλιό σεντούκι, κρύβαμε:
Την ελπίδα για το αυριανό σαλπάρισμα προς μια καινούργια χώρα.
Τα εισιτήρια για το ταξίδι μας για μια ζωή που μας αξίζει.
Το κρυφό ανεπίδοτο γράμμα στους κυβερνήτες μας, που μας πρόδωσαν.
Την εικόνα, στο εικονοστάσι του μυαλού μας, του καπετάνιου μας να καλαφατίζει το ολοκαίνουργο καράβι «Νέα Ελλάδα», πλησίστιο για το λιμάνι της ελπίδας και της προκοπής.
Τη φωτογραφία της γιαγιάς και τις ιστορίες για τις όμορφες αλλοτινές ημέρες. ΚΛΕΨΑΤΕ τη χαρά να βλέπουμε το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών μας κι όλων των παιδιών, στο πρωινό του Ήλιου.
Τα μυστικά σχέδια των κρυφών μας «επαναστάσεών», για όλα όσα μας πληγώνουν.
ΚΛΕΨΑΤΕ όλα τις ιδανικά μας «πιστεύω», που μας κρατούσαν ζωντανούς.
Και μας αφήσατε άλαλους, χωρίς τη θεϊκή μας γλώσσα, να ψελλίζουμε γρυλίσματα ευρωπαϊκά.
Μας κλείσατε τα αυτιά, για να μην ακούμε τον απολλώνιο ύμνο μας, πάρα μόνο το τιντίρισμα του άνομου χρυσού και το γρύλισμα των αδόντων αιδοίων της τηλε-τύφλωσης.
Μας τυφλώσατε, για να μην βλέπουμε τον δικό μας Παρθενώνα, πάρα μόνο τη γύμνια των χρυσωμένων οπισθίων της παγκοσμιοποιημένης ασύδοτης αγοράς σας.
Μας μάθατε να μιλάμε φοβισμένα και με λέξεις καλοδεχούμενες από όλες τις λογοκρισίες. Με κομψές εκφράσεις, που δεν ενοχλούν καμία καθεστηκυία τάξη.
Μας μάθατε να μην λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, και τους κλέφτες κλεφταράδες.
Και στα σχολεία οι δάσκαλοι διδάσκουν, την εποχή των αγενών μετάλλων (Μ. Αναγνωστάκης). Την νεοφιλελεύθερη ιστορία του συνωστισμού της Σμύρνης, βερεμική και ρεπουσαρισμένη. Την πολυπολιτισμική αρλούμπα που ξεριζώνει τους μύθους και τις παραδόσεις ενός λαού, που γέννησε τον μύθο και τον έκανε παράδοση.
Τα ΠΗΡΑΤΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΤΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΤΕ όλα, εσείς, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες. Πατρονάρετε την απομυθοποίηση, εν ονόματι του πραγματισμού της στενοκεφαλιάς σας και της μονοσήμαντης σκέψης σας. Και αφήσατε ξυλάρμενο τον άνθρωπο, μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Σπουδαγμένοι της Δύσης, περπατάτε πάνω στους μύθους του Ησιόδου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη. Πατάτε πάνω στους ώμους γιγάντων: του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή. Γράφετε Ιστορία με τη γραφίδα του Θουκυδίδη, του Ηρόδοτου.
Και ξεχνάτε, υπερφίαλοι αθέμιστοι, μονόφθαλμοι κύκλωπες, απόφοιτοι των φώτων της Εσπερίας, πως:
Στο ίδιο τούτο το χώμα, ο ίδιος λαός, εδώ και 3.000 χρόνια μιλάει την ίδια γλώσσα και λέει τον ουρανό, ουρανό• τη θάλασσα, θάλασσα• τη γη, γη• τον αέρα, αέρα• την ελευθερία, ελευθερία, τη δημοκρατία, δημοκρατία.
Και δεν μάθατε, σεις, οι πολιτισμένοι βάρβαροι ότι:
«Πολλοί κακοί πλουτίζουν και καλοί πένονται. Αλλά εμείς δεν θ ανταλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη: Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ' ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.», όπως μας έμαθε ο σοφός μας Σόλων.
Και δεν περνάει από τον νου σας, πού να το φανταστείτε, «Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες» (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) ότι:
«Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος).
Αυτήν την αρετή μάς θέτε να ξεφτίσετε με τα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα υπάρχει, αλώβητη, η ανάμνησή της. Κάπου κρυμμένο στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων.
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
Μπήκαμε μεσ' στα όλα και περάσαμε.» (Ο. Ελύτης).
Γιατί, ευρωπαιοχρυσαγορίτες [σύνθεμα: ευρωπαίοι + χρυσά αγόρια (golden boys, για τους αγγλοβαρεμένους) + αγορά] και ΗΠΑνθρωποι και ΔΝΤ (Διεθνή Νομισματικά Τέρατα), στα μέρη τα δικά μας, στην καθ' ημάς Ανατολή, «κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουιτς» (Ο. Ελύτης). Η ευαισθησία και η εντιμότητα δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται στην αγορά.
Γιατί, πάντα, σηκώναμε «τη σημαία αναντίον της τυραγνίας»,
μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «φωτισμένοι» Εσπέριοι. Μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, «κλάστε μου τον μπούτζον» (Δ. Φωτιάδη, Καραϊσκάκης, σελ. 885), Καραϊσκάκη μας, τον σκοτωμένο από τους ξένους και τους ντόπιους σφουγγοκωλάριούς τους.
Μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι, όπως και τώρα. Κι ο Νόμος, «των ανόμων ασπίδα».
Όμως, για τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδέμπορους): «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος).
Και, γι αυτήν την Πατρίδα, οι Έλληνες, «αιεί παίδες», πολεμάμε.
ΠΟΛΕΜΑΜΕ για της πατρίδας την ελευθερία. Για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για μια καλύτερη ζωή. Για το μέλλον των παιδιών μας.
ΠΟΛΕΜΑΜΕ, κι ας «ξέρουμε ότι είναι πολλοί... κι έχουν όλα τα μέσα... όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).
Γιατί, οι έλληνες (όχι οι ελληναράδες της αρπαχτής και του ιδίου συμφέροντος), πάντα «τολμούσαν πέρα από τις δυνάμεις τους και διακινδύνευαν παρά τη φρόνιμη γνώμη και ήταν στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες» όπως μας δίδαξε ο Θουκυδίδης.
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ» (Ο. Ελύτης).
Όμως, «Απ' τα τσακάλια, δε γλυτώνεις μ' εφκές ή παρακάλια» (Κ. Βάρναλης).
Γιατί, πάντα, σηκώναμε «τη σημαία αναντίον της τυραγνίας»,
μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «φωτισμένοι» Εσπέριοι. Μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, «κλάστε μου τον μπούτζον» (Δ. Φωτιάδη, Καραϊσκάκης, σελ. 885), Καραϊσκάκη μας, τον σκοτωμένο από τους ξένους και τους ντόπιους σφουγγοκωλάριούς τους.
Μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι, όπως και τώρα. Κι ο Νόμος, «των ανόμων ασπίδα».
Όμως, για τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδέμπορους): «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος).
Και, γι αυτήν την Πατρίδα, οι Έλληνες, «αιεί παίδες», πολεμάμε.
ΠΟΛΕΜΑΜΕ για της πατρίδας την ελευθερία. Για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για μια καλύτερη ζωή. Για το μέλλον των παιδιών μας.
ΠΟΛΕΜΑΜΕ, κι ας «ξέρουμε ότι είναι πολλοί... κι έχουν όλα τα μέσα... όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).
Γιατί, οι έλληνες (όχι οι ελληναράδες της αρπαχτής και του ιδίου συμφέροντος), πάντα «τολμούσαν πέρα από τις δυνάμεις τους και διακινδύνευαν παρά τη φρόνιμη γνώμη και ήταν στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες» όπως μας δίδαξε ο Θουκυδίδης.
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ» (Ο. Ελύτης).
Όμως, «Απ' τα τσακάλια, δε γλυτώνεις μ' εφκές ή παρακάλια» (Κ. Βάρναλης).
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου