Του Νίκου Σερβετά
«…ήταν μερικούς μήνες μετά την σφαγή των κατοίκων του Διστόμου και την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς. Πήγα στο χωριό με φορτηγά με τρόφιμα όταν πια αποχωρούσαν νικημένοι οι Γερμανοί. Ο παπάς και ο αρχηγός των ανταρτών αφού μας ευχαρίστησαν μου είπαν “Πεινάμε όσο και οι Γερμανοί αλλά εμείς είμαστε στον τόπο μας. Οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο και είναι μακριά και από την πατρίδα τους. Δώστε σε κείνους τα τρόφιμα, έχουν δρόμο μπροστά τους”. Υπάρχουν πολλά τέτοια περιστατικά μεγαλοψυχίας και θα μπορούσα να αφηγούμαι επί ώρες».
Απόσπασμα από μία συνέντευξη που μου είχε δώσει πριν από πολλά χρόνια ο Στούρε Λιννέρ, ένας υπέροχος άνθρωπος!
Όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα, το 1943, ως μέλος της αποστολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα καθώς είχε παραδώσει στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας στη Σουηδία τη διδακτορική διατριβή του για «το ύφος και τη γλώσσα του ιστορικού Παλλάδιου». Από τότε έγραψε πάνω από 30 βιβλία με θέμα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τη σύγχρονη Ελλάδα.
Παντρεύτηκε την Κλειώ. Εργάστηκε σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας ως αντιπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών και το 1960 ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Νταγκ Χάμαρσελντ, τον όρισε βοηθό (under general secretary) και εκπρόσωπο του. Μετά το αεροπορικό δυστύχημα (;) που στοίχισε τη ζωή στον Ντάγκ Χαμαρσελντ, εργάστηκε με τον Ου Θαντ που τον αντικατέστησε και τη δεκαετία 1977-87 δούλεψε στον FAO, την υπηρεσία τροφίμων του ΟΗΕ, με αρμοδιότητα την διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας και την ανασυγκρότηση της γεωργίας σε περιοχές της γης που είχαν πληγεί από καταστροφές.
Από τότε, πάντα μαζί με την Κλειώ, κινήθηκε μεταξύ Αθηνών-Σπετσών και Στοκχόλμης και συνέχισε έως τον θάνατο του (την 25η Μαρτίου του 2010, σε ηλικία 93 ετών) το συγγραφικό έργο του. Το 1997 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, του απένειμε το παράσημο του «Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής».
Σ’ ένα άλλο σημείο της συνέντευξης, πάλι από το θέμα της ναζιστικής κατοχής:
«Μία άλλη φορά, ήμουν στην Αθήνα, όταν έμαθα ότι οι Γερμανοί καίγανε την βιβλιοθήκη στις Μηλιές. Επρόκειτο για μια βιβλιοθήκη με πολύ σπάνια βιβλία. Με τον Ευγένιο, τον οδηγό μου, έναν από τους σπανιότερους και λαμπρότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει σε όλη μου τη ζωή, πήραμε το αυτοκίνητο και μετά από αρκετές ώρες φθάσαμε στο χωριό. Αυτό που αντίκρισα με συγκλόνισε. Το χωριό και η βιβλιοθήκη να καίγονται και ο αξιωματικός με κατεβασμένα τα παντελόνια, προφανώς μεθυσμένος, να έχει στηθεί στην άκρη μιας χαράδρας και να πυροβολεί γέρους και γυναικόπαιδα. Δεν άντεξα και έβγαλα το πιστόλι μου. Τότε ο Ευγένιος μου κράτησε το χέρι και μου είπε: “θα γίνεις φονιάς για ένα κάθαρμα;”».
Συζητάγαμε γι’ αυτόν με ένα φίλο πριν από μερικές ημέρες. Πολλά από τα βιβλία του και ορισμένα προσωπικά αντικείμενα του, βρίσκονται στο «Αρχείο και Βιβλιοθήκη Ελλήνων Σουηδίας». Αυτό το υλικό βγαίνει σε λίγες μέρες στον δρόμο, διότι δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για να συντηρήσει τα γραφεία του ούτε καν για να κρατηθούν σε κάποια αποθήκη στη Στοκχόλμη. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Λίγοι άνθρωποι που με προσωπικές τους θυσίες προσπαθούσαν τα τελευταία χρόνια, κουράστηκαν. Δεν αντέχουν άλλο.
Ένα ακόμα σημείο της συνέντευξης. Γλαφυρό αυτή τη φορά, αλλά εξίσου σημαντικό διότι παρουσιάζει μια άλλη διάσταση του ιδίου ανθρώπου και μία κατάσταση απ’ αυτές που μου φαίνεται ότι μας έχουν σημαδέψει!
«Για τον Ευγένιο σας είπα το περιστατικό στις Μηλιές. Για τον Σεφέρη… είχαμε επιστρέψει από την απονομή του Νόμπελ και ο Σεφέρης ήθελε να ξεφύγει από όλη τη φασαρία και πήγαμε τα δύο ζευγάρια με αυτοκίνητο στους Δελφούς. Τονίζω το αυτοκίνητο, διότι ο Σεφέρης σαν οδηγός ήταν άξιος να γραφεί γι’ αυτόν σουρεαλιστικό ποίημα. Αλλά δόξα τω Θεώ φτάσαμε. Καθίσαμε μπροστά στον θησαυρό των Αθηνών και αισθανθήκαμε μέσα στην ησυχία και την ηρεμία τον τόπο που ήρθαν οι θεοί. Ο Σεφέρης έβγαλε χαρτί και μολύβι και κάτι έγραφε. Έρχεται εκείνη την ώρα, μέσα στη γαλήνη και την ποίηση, ένας Αυστραλός, τεράστιος, πομπώδης και ταυτόχρονα δυσαρεστημένος και αγριεμένος. Γυρνάει και μας λέει με δυνατή φωνή «Δεν μου λέτε, πού βρίσκομαι;». Του εξηγήσαμε ότι βρισκόταν σ’ έναν τόπο που λέγεται Δελφοί. «Δεν έχει εδώ τίποτα άλλο από χαλασμένα σπίτια. Ήρθα με την παρέα μου και μ΄ έχουν αφήσει και δεν ξέρω τί να κάνω» μας λέει γκρινιάζοντας. Ο Σεφέρης του λέει τότε «μια που είστε εδώ, να σας δείξω πού βρίσκεστε» και άρχισε λοιπόν ο Σεφέρης με τον δικό του τρόπο να του μιλάει για τον τόπο και για το αρχαίο πνεύμα. Είδες λοιπόν αυτόν τον τεράστιο αγριεμένο άνθρωπο, να μαλακώνει, ν’ ακούει προσεκτικά και τέλος συγκινήθηκε ο άνθρωπος. Όταν λοιπόν τελειώσαμε τον περίπατο, δίστασε λιγάκι αλλά έβαλε το χέρι στην τσέπη και έδωσε στον Σεφέρη ένα δολάριο. Χωρίς να ξέρει με ποιόν μίλαγε έδωσε σε ένα νομπελίστα φιλοδώρημα για την ξενάγηση. Το δολάριο αυτό το έχω κρατήσει στο γραφείο μου στη Στοκχόλμη, μέσα σ’ ένα κάδρο».
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου