του Πάνου Τριγάζη
Με αφορμή και την επικείμενη επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου Πούτιν, διατυπώνονται ποικίλες απόψεις για τις ελληνορωσικές σχέσεις. Ορισμένοι ανησυχούν - καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα - για τα ανοίγματα προς τη Μόσχα της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Κάποιοι συνοδεύουν την «ανησυχία» και με επικρίσεις στην κυβέρνηση για την προωθούμενη εκ μέρους της αναθέρμανση και διεύρυνση των ελληνορωσικών σχέσεων. Ισχυρίζονται ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι λόγω της πολιτικής αυτής, διαβλέπουν ακόμα και διατάραξη των σχέσεων της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους και τις ΗΠΑ κλπ.
Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι τις ανησυχίες αυτές. Η Ελλάδα ως ανεξάρτητη χώρα οφείλει να αναπτύσσει πολυδιάστατα τις διεθνείς της σχέσεις και συνεργασίες προς όφελος του ελληνικού λαού και των εθνικών της θεμάτων. Η χάραξη μιας νέας ενεργητικά φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας σε καμιά περίπτωση δεν είναι σε αντίθεση με τη θέση και το ρόλο της στην ΕΕ. Άλλωστε, οι διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία αναπτύσσονται σε τομείς, στους οποίους πολλές χώρες-μέλη της ΕΕ το έχουν κάνει προ πολλού, με πρώτη τη Γερμανία. Ας θυμηθούμε ότι ακόμα και η μικρή de facto διχοτομημένη Κυπριακή Δημοκρατία, διατηρεί άριστες σχέσεις με τη Ρωσία, τις οποίες αναπτύσσει και σήμερα, με πρόεδρο τον Νίκο Αναστασιάδη.
Μήπως η αντίθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης στις κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας εγκυμονούν κινδύνους; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η πολιτική των κυρώσεων αποδεικνύεται βλαπτική, όχι μόνο για την οικονομία της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών-μελών της ΕΕ, όπως της Φινλανδίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας ακόμα και της Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, που συζήτησε το θέμα αυτό προ μηνός, αποφάσισε την μη επέκταση των κυρώσεων με τη συμβολή και του έλληνα ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά.
Υπάρχει και το Ουκρανικό. Στο θέμα αυτό, η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν υποστηρίζει θέσεις που θα έπρεπε να ενοχλούν του ευρωπαίους εταίρους και τις ΗΠΑ, αφού η Ελλάδα τάσσεται υπέρ της ειρηνευτικής «Διαδικασίας του Μινσκ», δηλαδή υπέρ της ειρηνικής επίλυσης της κρίσης, στη βάση των αρχών του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ. Δεν είναι άνευ σημασίας και το γεγονός ότι η πολιτική της νέας κυβέρνησης στο Ουκρανικό συνυπολογίζει και τα συμφέροντα των ελληνικών κοινοτήτων που ζουν στην Ανατολική Ουκρανία.
Επιπλέον δεν αντιλαμβάνονται φαίνεται οι επικριτές των ανοιγμάτων της ελληνικής κυβέρνησης προς τη Μόσχα, ότι τα ανοίγματα αυτά μπορεί να ωφελήσουν και την ΕΕ, σε τελευταία ανάλυση. Διότι το ζητούμενο σήμερα είναι μια νέα σχέση ΕΕ – Ρωσίας, και στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συμβάλει. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι προς όφελος της ειρήνης και της ασφάλειας σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Θα βοηθήσει τόσο τη Ρωσία όσο και την ΕΕ και τον διεθνή της ρόλο.
Καταλήγω με την επισήμανση ότι η ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων υπηρετεί και την υπόθεση της ειρήνης στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. Ειδικότερα για τα Βαλκάνια, ένας παλαιός σοβιετικός ακαδημαϊκός έλεγε ότι «η Ρωσία θα πάψει να είναι μεγάλη δύναμη αν δεν ασχολείται με την περιοχή αυτή».
Υποστηρίζοντας τις παραπάνω απόψεις, έχουμε πλήρη επίγνωση ότι σε καμιά περίπτωση η σημερινή Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση. Άρα δεν υπάρχουν ιδεολογικά κριτήρια στις επιλογές που κάνει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση για την ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων.
Προφανώς, η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη και ως τέτοια συμπεριφέρεται στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια πολιτική σκηνή. Ταυτόχρονα, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος έχουν τα δικά τους σύγχρονα διεθνή ερείσματα ως χώρες-μέλη της ΕΕ και οι δύο. Και τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα αναγνωρίζονται από ευρύτερες δυνάμεις πέραν των παραδοσιακών φίλων.
Σε όσους δε μας συνιστούν να είμαστε «ρεαλιστές» στην εξωτερική πολιτική, τους απαντάμε με τα λόγια του εθνικού μας ποιητή ότι πορευόμαστε με «λογισμό και μ΄όνειρο» και στον τομέα αυτόν.
Ο Πάνος Τριγάζης είναι συντονιστής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Θεμάτων Ειρήνης του ΣΥΡΙΖΑ
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου