Λίγο πριν από τη γαλάζια αρένα

Με το πέρας της χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας και της συναισθηματικής «εκεχειρίας» – λόγω του θανάτου της αδελφής του Βαγγέλη Μεϊμαράκη – αναμένεται τις επόμενες μέρες να κορυφωθεί η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση για την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής.
Οι τόνοι έχουν πέσει αυτές τις μέρες μετά την προεόρτια σφοδρή σύγκρουση, με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να απαντά πολύ αιχμηρά στις αιτιάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη περί στήριξης από βαρονίες και βιλαέτια που έχουν καθηλώσει τη Νέα Δημοκρατία.
Ο Μητσοτάκης παραμένει πιστός στην απόφασή του να μην οξύνει την αντιπαράθεση με προσωπικούς χαρακτηρισμούς και δεν απάντησε στο ίδιο ύφος στον αντίπαλό του, ο οποίος του καταλόγισε ότι δεν δικαιούται «διά να ομιλεί» επειδή είναι γιος πρωθυπουργός. «Δεν μπορεί να με κατηγορεί για βαρονίες ο γιος του πρώην πρωθυπουργού» είπε συγκεκριμένα ο Μεϊμαράκης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι, σε αντίθεση με την Ντόρα Μπακογιάννη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε πιο μοναχική πορεία για να προχωρήσει εντός της Ν.Δ., αφού όσο περνούσαν τα χρόνια οι μητσοτακικές δυνάμεις εξασθενούσαν και ο ίδιος ο επίτιμος πρόεδρος και πατέρας του σημερινού υποψηφίου έχανε δύναμη και επιρροή εντός του κόμματος. Μάλιστα, σε αυτήν την προεκλογική αναμέτρηση ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στάθηκε πολύ διακριτικά και απέφυγε να αναμειχθεί δημοσίως.
Το ίδιο έπραξε και η Μπακογιάννη, η οποία ουδέποτε έκρυψε την... παντελή έλλειψη ενθουσιασμού για την απόφαση του αδελφού της να διεκδικήσει την ηγεσία της Ν.Δ.
«Δεν είχα στήριξη από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της Ν.Δ., δεν είχα στήριξη από άλλους βουλευτές και πολλοί πίστευαν ότι δεν θα μπορούσα να είμαι στον δεύτερο γύρο» επαναλαμβάνει μονότονα ο Κυριάκος. Δεν είναι όμως εύκολο να προβλέψει κάποιος αν και πόσο θα πιάσει στον κόσμο το επιχείρημά του ότι ο ίδιος είναι ένα πρόσωπο που θα τα βάλει με τις βαρονίες του κόμματος.

Ερωτήματα
Τα μεγάλα ερωτήματα, από τα οποία θα κριθεί η έκβαση της εκλογής για την προεδρία της Ν.Δ., είναι αρκετά - και όλα κρίσιμα:
♦ Τελικά, θα προσέλθουν στη μάχη της 10ης Ιανουαρίου όλοι όσοι πήγαν στις κάλπες την 20ή Δεκεμβρίου;
♦ Αν υπάρξει αποχή, πόσο μεγάλη θα είναι αυτή;
♦  Τι είχαν ψηφίσει όσοι τυχόν θα απόσχουν;
♦  Μπορούν οι δύο ηττημένοι του πρώτου γύρου να κατευθύνουν όσους τους ψήφισαν;
♦ Πόσοι από τους ψηφοφόρους που στήριξαν στον πρώτο γύρο τους δύο μονομάχους θα υπερασπιστούν την αρχική τους προτίμηση και πόσοι θα τη διαφοροποιήσουν;
Ο Μεϊμαράκης αναγνωρίζει τη δυσκολία της εκλογής επισημαίνοντας ότι «το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου δεν αλλάζει εύκολα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναστραφεί. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε φαβορί ούτε αουτσάιντερ».
Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση όσων επέλεξαν τους Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη, οι οποίοι αποτελούν μια κρίσιμη μάζα του 30% και προφανώς μπορούν με την ψήφο τους στην επαναληπτική διαδικασία να καθορίσουν τον νικητή. Και οι δύο υποψήφιοι στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους συνεργάτες τους επισημαίνουν ότι κάθε ψήφος είναι διαφορετική και ότι επί της ουσίας όλα ξεκινούν από την αρχή.
Από τους ψηφοφόρους των δύο υποψηφίων που αποκλείστηκαν από τον δεύτερο γύρο, με μια πρώτη προσέγγιση φαίνεται να επωφελείται ο Μητσοτάκης, αφού τόσο ο Γεωργιάδης, που τοποθετήθηκε ξεκάθαρα, όσο και ο Τζιτζικώστας, με όσα διακήρυξε προεκλογικά, δείχνουν να είναι πιο κοντά στον γιο του πρώην πρωθυπουργού. Οι συνεργάτες και οι συνοδοιπόροι και των δύο φαίνεται να εκτιμούν ως μεταβατική κατάσταση για τη Νέα Δημοκρατία την εκλογή Μεϊμαράκη, ενώ κρίνουν ότι η επικράτηση του Μητσοτάκη θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στο κόμμα.

Επόμενη φάση
Το ερώτημα όμως παραμένει: Πόσο εύκολο είναι να ελέγξει τους ψηφοφόρους του ο Γεωργιάδης και πόσο εύκολο είναι οι νεοδημοκράτες της Βόρειας Ελλάδας να πάνε κόντρα στον καραμανλισμό, όταν μάλιστα οι περισσότεροι από όσους ψήφισαν τον Τζιτζικώστα τον προτίμησαν ως ανανεωτή της συγκεκριμένης παράδοσης;
Από την άλλη πλευρά, καλό είναι να μην αγνοούμε ότι μια πλειάδα στελεχών, που δεν τόλμησαν να θέσουν υποψηφιότητα, θα προτιμούσαν την εκλογή Μεϊμαράκη ώστε να διατηρήσουν αλώβητες τις ελπίδες τους για μια επόμενη φάση - και αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο ολόθερμης στήριξής τους στο πρόσωπο του τέως προέδρου.
Με αυτά τα δεδομένα οι δύο μονομάχοι στην τελευταία στροφή της μάχης επιστρατεύουν τα όπλα τους σε διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης μοιάζει να είναι το κλασικό φαβορί, αφού τον χωρίζει μικρότερη απόσταση από τον αντίπαλό του για την κατάκτηση της νίκης. Εν όψει του δεύτερου γύρου προτάσσει:
- Την ενωτική στάση του απέναντι σε όλα τα στελέχη.
- Την πείρα και τη σταδιακή καταξίωσή του σε όλα τα επίπεδα της κομματικής πυραμίδας.
- Την εμπέδωση της καραμανλικής μετριοπάθειας και την εγκατάλειψη της ακροδεξιάς και σκληρής μνημονιακής ρητορικής της τελευταίας διακυβέρνησης Σαμαρά
- Τη στήριξη της χώρας μέσα από πεδία συνεννόησης με την κυβέρνηση που βοηθούν στο να συγκρατήσει η χώρα στήριξη και να διατηρήσει συμμαχίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
- Τη στήριξή του από τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή και τους στενούς συνεργάτες του, που επαναφέρει το κόμμα στην παραδοσιακή του κοίτη.
Από την άλλη πλευρά του λόφου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος είναι το απόλυτο αουτσάιντερ και είναι δυνατόν να κάνει την έκπληξη κόβοντας πρώτος το νήμα, εξαγγέλλει:
- Την εξαφάνιση των καπετανάτων στο εσωτερικό της Ν.Δ. και των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ καραμανλικών, ακροδεξιών και μητσοτακικών.
- Την ανασυγκρότηση του κόμματος σε νέα βάση.
- Την ιδεολογική στροφή της Νέας Δημοκρατίας προς το Κέντρο, αλλά με σταθερές και σοβαρές αρχές, και την παρότρυνση προς τους φοβισμένους νοικοκυραίους να τολμήσουν να έλθουν σε επαφή με νέες ιδέες.
- Την ελκυστικότητα της παρουσίας του σε κεντρώους ψηφοφόρους, έναν χώρο κατακερματισμένο, του οποίου η «κατάκτηση» όμως αποτελεί σταθερή επιδίωξη όποιου επιθυμεί να κυβερνήσει.
Το στοιχείο πάντως που διαφοροποιεί περισσότερο απ’ όλα τον Μητσοτάκη από τον Μεϊμαράκη είναι ότι ο πρώτος επιχειρεί να συγκροτήσει ένα... «αντιτσιπρικό» μέτωπο με όχημα τη Νέα Δημοκρατία. Επιχειρεί να πει στους νεοδημοκράτες ότι θα σταματήσει να ζητάει συνεργασία με άλλα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και κινήσεις και θα επιδιώξει να καταστεί αυτοδύναμα καταφύγιο σε όσους πολίτες πίστεψαν στον Αλέξη Τσίπρα και τις δεσμεύσεις του για έξοδο από την κρίση και ανάπτυξη και δηλώνουν απογοητευμένοι.
«Πολιτική με ψέματα και λαϊκισμό θα σταματήσουμε να κάνουμε» τόνισε ο Μητσοτάκης μιλώντας στον ΣΚΑΪ, για να συμπληρώσει με απόλυτο τρόπο πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συναίνεσης με τον Τσίπρα: «Είναι αναξιόπιστος, χρησιμοποιεί τη συναίνεση α λα καρτ και δεν πρόκειται να συναινέσω με τον κ. Τσίπρα όσο προχωρεί σε παρεμβάσεις στην Παιδεία που ακυρώνουν μεταρρυθμίσεις ετών. Κατεδαφίζει τις μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και εμείς δεκανίκι δεν θα γίνουμε».

Το δίλημμα
Και οι δύο κάνουν λόγο για άμεση ανάταξη του κόμματος και ανασυγκρότηση ώστε να περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις. Ο Μεϊμαράκης ισχυρίζεται ότι μέσα στον επόμενο μήνα θα καταστήσει τη Ν.Δ. πρώτο κόμμα, γεγονός το οποίο, όπως εκτιμά, θα λειτουργήσει  καταλυτικά για τις πολιτικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα.
Ο Μητσοτάκης από την πλευρά του δεν θέτει τόσο άμεσους στόχους, αλλά τονίζει ότι μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου θα καταστεί δυνατό η Ν.Δ. να γίνει ένα κόμμα που θα μπορέσει να κυβερνήσει ξανά τη χώρα. Θεωρεί ότι το κόμμα στο εσωτερικό του χρειάζεται να χτιστεί από την αρχή, με ανανέωση εκ βάθρων σε πρόσωπα, ιδέες, πρακτικές και λειτουργίες, και ότι αυτό θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα γεμάτο τετράμηνο.
Το δίλημμα λοιπόν που τίθεται - ομολογουμένως με πολλά λόγια, επιθετικούς χαρακτηρισμούς ή ιδεολογικές φιοριτούρες - είναι αν η Ν.Δ. θα παραμείνει σταθερή καραμανλική δύναμη, που θα αντλεί δύναμη από τα διδάγματα του ιδρυτή της για μετριοπάθεια και σοσιαλίζουσα κοινωνική πολιτική, ή αν θα περάσει στην επόμενη μέρα με τους θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι οποίοι επιπλέον εκτιμούν ότι πρέπει η χώρα να απαλλαγεί από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛΛ.
Η πρώτη τάση είναι πιο συμπαγής, πιο σίγουρη και μοιάζει να απευθύνεται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, που έσπευσαν μαζικά να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο. Η δεύτερη μοιάζει να συσπειρώνει τους νεότερους, που θέλουν δραστικές αλλαγές και άμεση πολιτική στροφή.

Τραγικό λάθος
Πίσω από το ιδεολογικό φόντο, πάντως, υποκρύπτεται ένας ακόμη πόλεμος μεταξύ Μεϊμαράκη και Μητσοτάκη.
Ο Μεϊμαράκης μοιάζει να υπερασπίζεται το κυβερνητικό παρελθόν της πενταετίας Καραμανλή, η οποία κατά πολλούς όξυνε το δημοσιονομικό πρόβλημα και έριξε τη χώρα στα βράχια, ενώ τόνωσε τον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό του «βολέματος» στο Δημόσιο με τις αθρόες προσλήψεις. Ταυτόχρονα, είναι συχνά οξύς με όψεις της διακυβέρνησης της συγκυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, όπως η άποψή του ότι ήταν τραγικό λάθος η απομάκρυνση των καθαριστριών από το Δημόσιο.
Από την άλλη πλευρά, ο Μητσοτάκης επιχειρεί να προσεγγίσει το 38% που ψήφισε «Ναι» στο δημοψήφισμα και πιστεύει ότι η καταστροφή της οικονομίας της χώρας ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός των κομμάτων με το κράτος και τις λειτουργίες του. Μάλιστα, απαντώντας στο ζήτημα της ανάλγητης απόλυσης των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, που επικοινωνιακά έπληξε καίρια τη συγκυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, είπε με νόημα ότι θα πρέπει να σταματήσουν τα στελέχη του κόμματός του να χρησιμοποιούν... επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Μητσοτάκης μοιάζει να εκτιμά ότι υπάρχει μια υπόγεια πολιτική ανακωχή, αν όχι φλερτ, όπως είπε βροντωδώς η Φώφη Γεννηματά, μεταξύ της καραμανλικής πτέρυγας και της ομάδας Τσίπρα. Η σχέση αυτή, σύμφωνα με το συγκεκριμένο σενάριο, δημιουργεί προστατευτική ασπίδα απέναντι στην καραμανλική πενταετία 2004-2009 με αντιστάθμισμα μια ήπια πολιτική μεταχείριση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ. από τα καραμανλικά στελέχη.
Ο Μεϊμαράκης τόνισε με έμφαση ότι ο Μητσοτάκης αρνήθηκε να υπερψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κάτι που είχε όντως συμβεί επειδή ο νυν υποψήφιος πρόεδρος της Ν.Δ. είχε τότε διαφωνήσει με το κυβερνητικό παρελθόν του Προέδρου κατηγορώντας τον ότι διόγκωσε το Δημόσιο.
Ο Μητσοτάκης αρνήθηκε να απαντήσει για το θέμα αυτό, διότι έτσι κι αλλιώς φροντίζει δημοσίως να είναι πολύ προσεκτικός με τον Καραμανλή και τους καραμανλικούς.
Η ρητορική Μεϊμαράκη, τέλος, αφήνει εκτεθειμένη σε κάθε είδους κριτική τη διετία Σαμαρά, την οποία νεοδημοκρατικά στελέχη, τα οποία έμειναν εκτός νυμφώνος, αντιμετωπίζουν ως μια κακή παρένθεση.
Ποια από τις παραπάνω λογικές αγγίζει τους περισσότερους νεοδημοκράτες θα φανεί σίγουρα στην κάλπη…