Εισβολείς χωρίς ΟΧΙ


Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας. Του Θανάση Νικολαΐδη
Ν’  ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ, λοιπόν, κατάρες  και αφορισμούς απ’  το πρωί ως το βράδυ  για να’ ρθει η  Άνοιξη. Εχθρός ο  Γερμανός και η  Μέρκελ, φρεσκάρισμα  της μνήμης για  τη ναζιστική θηριωδία, το ΟΧΙ μας, η εισβολή  τους, όλα μας όπλισαν και ξεσπάμε. Δίκαια, για λόγους ιστορικούς, ελληνικούς και πατριωτικούς, αλλά το πρόβλημα παραμένει. Με τους Γερμανούς και εταίρους μας που «δεν μας καταλαβαίνουν» να κάνουν τη δουλεία τους κι εμάς να ψάχνουμε για υπαίτιους της τραγωδίας μας. Κι αν τα λαδώματα της Siemens συνιστούν εμπορική πράξη γι αυτούς, για μας, οι ημέτεροι μιζαδόροι συνιστούν εθνικό έγκλημα.

ΚΑΙ, βέβαια, δεν αντιμετωπίζουμε  τους «εισβολείς»  με συνθήκες και φρόνημα  ’40-41.  Με το «χαμόγελο  στα χείλη» για  το μέτωπο, τότε, και  οι ελάχιστοι «κουραμπιέδες» και κλεφτοκοτάδες δεν κατάφεραν να μουντζουρώσουν το πορτραίτο της Ελλάδας των ηρωισμών. Σήμερα, με παρόμοιους (οικονομικούς) εισβολείς, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Γιατί, απ’ το ΟΧΙ του ’40 ως τις ελβετικές καταθέσεις των ημερών μας πέρασαν δεκαετίας μετάλλαξης και αλλοίωσης των εθνικών μας και ατομικών χαρακτηριστικών.
ΑΦΟΥ, λοιπόν, τα ψάλαμε στους  ξένους με την ψυχή μας και τους ρίξαμε στο έδαφος…μαύρους στο ξύλο από τις σκληρές εκφράσεις τους τύπου «κατακτητές» και παίρνοντας κουράγιο από εθνικοφρονικές κορώνες του τύπου «δεν υποκύπτουμε», «να ξεκουμπιστούν» κ.ά. της…κατανάλωσης, καιρός να σταματήσουμε τις τσιρίδες και τις κατάρες. Είναι αναποτελεσματικά. Καιρός για χρήση του όπλου για δικούς μας προδότες κιοτήδες και εγκληματίες. Για κουκουλοφόρους που άρπαξαν το χρήμα για την Ελβετία και για τη διαφθορά που δεν την οσμιστήκαμε.
ΟΣΟ έκαναν οι πολιτικοί  μας τη «δουλειά»  τους, ο ψηφοφόρος  έτρεχε ξοπίσω τους «μη τους φάει ο εχθρός». Αν μιλούσες για εξορθολογισμό μισθών, σου άνοιγαν το πανό για την εξίσωση προς τα πάνω, λες και θα μπορούσαμε να γίνουμε όλοι Ωνάσηδες. Κι αν έβγαινε η γριούλα με ένα δισάκι φάρμακα απ’ τον γιατρό, την άλλη φορά, της συνταγογραφούσε  περισσότερα ακριβότερα. Για να φαντάζει «καλός γιατρός», ο φαρμακοποιός να τρίβει τα χέρια του και η εταιρία να μοιράζει μπόνους. Ο μαθητέμπορας του δημοσίου αύξανε την πελατεία του, ο πολεοδόμος και ο εφοριακός έκτιζε βίλα του, πλούτιζαν πρόεδροι συμβουλίων και μεσάζοντες και ο καθένας (μας) που «δεν είδε», «δεν άκουσε», «δεν ήξερε», άρπαξε τα λευκά, αγγελικά φτερά του για τους ώμους. Το «χωνί» για τους ντόπιους και τη…ντουντούκα για τους εισβολείς.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια