Μέρος πρώτον: Εισαγωγή
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση πολιτισμού ΕΝΕΚΕΝ (τεύχος 18/ Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010) και κυκλοφόρησε πριν τις δημοτικές εκλογές. Ελπίζουμε να συνέβαλε στην ήττα του εκλογικού συνδυασμού του Κώστα Γκιουλέκα, διάδοχης κατάστασης της δημοτικής παράταξης του πρώην δημάρχου Βασίλη Παπαγεωργόπουλου και φυσικής και πολιτικής συνέχειας του 24χρονου δημοτικού καθεστώτος της υπερσυντηρητικής πολιτικής Δεξιάς και Ακροδεξιάς στο δήμο Θεσσαλονίκης. Τώρα ο Κώστας Γκιουλέκας συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση της χώρας: ως υφυπουργός Παιδείας. Το άρθρο θα δημοσιευτεί σε τέσσερα μέρη: Εισαγωγή, Αρχαιοπληξία και ημιμόρφωση, Η χυδαιότητα ως ύφος, Ο νηπιακός λυρισμός του εθνικιστή.]
Ύφος γραφής, ύφος ζωής
Το στιλ, στιλέτο, δίκοπο κοφτερό λεπίδι΄ κόβεις και κόβεσαι.
Όμηρος Ταχμαζίδης, Υλικά φιλοσοφικής γραφής
Πριν κάμποσα χρόνια ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης συμπεριέλαβε στην έκδοση ενός λεξικού στο λήμμα «Βούλγαρος» και τη σημασία του οπαδού των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης. [1]
Τούτο ήταν αφορμή να δεχθεί δριμεία επίθεση από ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Στη δημόσια αντιπαράθεση πήρε θέση και ο δημοσιογράφος του εθνικιστικού Ελληνικού Βορρά Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, ο οποίος επέκρινε τον επιστήμονα για την υποτιθέμενη αστοχία του. Ο λεξικογράφος, σύμφωνα με τον επίδοξο γνωμηγήτορα του εθνικιστικού φύλλου, δεν έλαβε υπόψη του τους πιθανούς κινδύνους στους οποίους θα ενέπλεκε το ελληνικό Έθνος με την επιπόλαιη ενέργειά του να συμπεριλάβει στο λεξικό και τη σημασία που έχει μια λέξη στην ιδιόλεκτο των αθλητικών σταδίων. [2]
Στο ίδιο λεξικό διαβάζουμε στο λήμμα «κόγχη»: «κόγχη»: ΓΕΩΛ. Κοίλωμα με αμφιθεατρικό και ημικυκλικό σχήμα, που βρίσκεται στην επιφάνεια του εφάφους και που σχηματίστηκε από τις διαβρωτικές διεργασίες, παγετώνα». [3]
Δεν επιλέξαμε τυχαίως τη λέξη «κόγχη». Ο δημοσιογράφος Κ. Γκιουλέκας τη χρησιμοποιεί τακτικά σε σχόλια που αφορούν στην Ελλάδα και την ιστορία της. Η χώρα παρομοιάζεται με «μικρή κόγχη»: «… όσο υπάρχουν Έλληνες σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου…» [4]. Η Ελλάδα είναι κοίλωμα της Μεσογείου; Η μεταφορά ξενίζει, αλλά δεν έχει γίνει από παραδρομή.
Η λέξη κόγχη χρησιμοποιείται συχνά για να καταδειχθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στη στενότητα του ιστορικού γεωγραφικού χώρου και το υποτιθέμενο διαχρονικό μεγαλείο των κατοίκων της: «… δεν σημαίνει ότι έπαψαν να κατοικούν σε τούτη τη βραχώδη κόγχη της Βαλκανικής Έλληνες, όπως και εκείνοι οι παλαιοί….»[5]. Και είναι το αιώνιο φυλετικό ποιόν των κατοίκων της, το οποίο προσδίδει στη «χώρα-κόγχη» διαστάσεις θρύλου: «… όσο ζει αυτή η φυλή, που κατοικεί στη θρυλική τούτη κόγχη της Μεσογείου…»[6] Η σπουδαιότητα της επιβεβαιώνεται διαρκώς από την εποχή του μύθου έως τη σημερινή των δύο κατόχων του βραβείου Νόμπελ στην ποίηση, οι οποίοι αποτελούν και τη σύγχρονη απόδειξη «ότι σε τούτη την κακοτράχαλη κόγχη της Μεσογείου καίει άσβεστη του Προμηθέα η δάδα και αναπαράγεται, επί 4.000 χρόνια, η ίδια φυλή, το ίδιο Γένος». [7] Έτσι, «…σε τούτη τη μικρή αυτή κόγχη της Μεσογείου…»[8] αναμετριόμαστε με τις «…χιλιετηρίδες της ζωής του ελληνικού Έθνους…». [9] Η «κόγχη» φαίνεται ότι αποτελεί το δοκιμαστικό σωλήνα για τη βιολογική διαιώνιση της σπάνιας φυλής των Ελλήνων. Το Λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ωστόσο, επιμένει, ότι «κόγχη» σημαίνει κοίλωμα. Ένα μικρός χηραμός η Ελλάδα στο χώρο της Μεσογείου; [10]
Παρότι ο δημοσιογράφος στη διαμάχη για το λήμμα «Βούλγαρος» δε δίστασε να προτρέψει τον γλωσσολόγο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να προτάξει το υποτιθέμενο εθνικό συμφέρον έναντι του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ο ίδιος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφαίνεται και για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κατά την κρίση του, η ελληνική γλώσσα και, πέραν τούτου, να προειδοποιεί ακόμη και για τους «κινδύνους» που την περιβάλλουν. [11]
Έτσι, ενώ ασχολείται με διάφορα «ιδιώματα» της καθημερινότητας, διαπιστώνει και αυτός – όπως και άλλοι «κινδυνολόγοι» - τη «γνωστή πενία λεξιλογίου, που μαστίζει τους νεοέλληνες»![12] Φαίνεται δε, πως ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός, ότι «έχουμε καταντήσει να χρησιμοποιούμε και να συνεννοούμαστε μόνο με 500-600 λέξεις στην καθημερινή ζωή μας» και εξανίσταται γιατί ενώ οι ξένοι μαθαίνουν ελληνικά, εμείς «ξεχνάμε τη γλώσσα μας και το χειρότερο, τη νοθεύουμε με σολικισμούς και δανεισμούς ξένων λέξεων».[13]
Ο μύστης της ελληνικής γράφει λανθασμένα τη λέξη σολοικισμός. [14] Αλλά και γενικώς, ο συγκεκριμένος τιμητής της εθνικής μας λεξιπενίας, έχει προβλήματα με τον χειρισμό της γλώσσας. Δεν γράφει απλώς πρόχειρα, αλλά κακοποιεί διαρκώς την ελληνική. Η γραφή του είναι ρηχή, χωρίς συνοχή, με σωρεία ασυναρτησιών και ασυνταξιών, ενώ της λείπει το προσωπικό γλωσσικό ύφος. Πολλές φορές η κατάσταση γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη, εξαιτίας της αδυναμίας του συντάκτη να διατυπώσει ορθώς μια ολοκληρωμένη πρόταση. Γραφή ανομοιογενής, προφανώς απόρροια ακουσμάτων, αποστηθίσεων και ετερογενών επιδράσεων σε σχεδόν ακατέργαστη μορφή, που συνθέτουν ένα μιξοβάρβαρο ύφος βουτηγμένο στους σολοικισμούς. Τούτο πέραν της γλωσσικής υστέρησης προδίδει και κάποια διανοητική αδυναμία του συντάκτη σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Από εδώ προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, και η σολοικία. [15] Ο Κ. Γκιουλέκας φαίνεται πως ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των δημοσιογράφων που στερούνται ικανοτήτων στον γραπτό λόγο. [16]
Σε πλήθος περιπτώσεων η γλωσσική αδεξιότητα είναι προφανέστατη. Αλλά επειδή, σύμφωνα με μια δική του διατύπωση, «το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο [sic!] και χρήζει μεγάλης προσοχής» [17], θα πρέπει να παραθέσουμε μερικά παραδείγματα από τα δημοσιογραφικά πονήματα του για να αιτιολογήσουμε τον ισχυρισμό μας.
Αρκετά συχνά στα κείμενά του συναντάμε αξιοπερίεργες διατυπώσεις που ενοχλούν το γλωσσικό αισθητήριο, όπως «…με ό,τι συνέπειες συνεπάγεται κάτι τέτοιο…»,[18] «τον λαϊκισμό και τις «σοσιαλιστικές» πρακτικές των πράσινων πρακτικών…», [19] «…επιβολή αυτών των άκρως υπερβολικών και αυθαίρετων μέτρων που επιβλήθηκαν σχεδόν αυθαίρετα…»,[20] ο δήμαρχος διοικεί «από το αξίωμα του δημάρχου».[21] Τέλος, σε κάποια περίπτωση μας κεραυνοβολεί με τα «σύγχρονα προβλήματα» της χώρας τα οποία «…είναι πολλά και ταλανίζουν τους Έλληνες, ιδίως αυτή την κρίσιμη περίοδο από την οποία διερχόμεθα»![22]
Σε ορισμένες περιπτώσεις η λανθασμένη χρήση των λέξεων προκαλεί θυμηδία: «Περνούν τα χρόνια κι οι καιροί κι η μνήμη – μαζί με την ευαισθησία – αδυνατίζει, χαλαρώνει». [23] Το αδυνάτισμα και το χαλάρωμα της μνήμης θυμίζουν λίγο τα γυμναστήρια που διαφημίζουν ταχύρρυθμα προγράμματα απώλειας βάρους και σύσφιγξης του σώματος! Αλλά η μνήμη δεν είναι δυνατόν να αδυνατίσει, γιατί δεν έχει… λίπος, όπως το σώμα! Η μνήμη εξασθενεί. [24]
Σημειώσεις:
- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998 –«…κατχρ. Υβριστικά) ο οπαδός ήπαίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρίως του ΠΑΟΚ)».
- Ο τίτλος του σχολίου είναι «Ας είμαστε προσεκτικοί…». Ο δημοσιογράφος αφού ενημερώσει το κοινό του ότι «το λεξικό του γλωσσολόγουΜπαμπινιώτη περιέχει σχόλια και αναφορές που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν άξια να αναφερθούν», ασκεί διττή κριτική στονεπιστήμονα. Αφενός θεωρεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι να συμπεριληφθούν στο λεξικό σημασίες λέξεως που «δεν προέρχονται και δενχρησιμοποιούνται από μεγάλες ομάδες πληθυσμού, αλλά από μεμονωμένα άτομα που δεν εκφράζουν κανένα και τίποτα» και αφετέρου «ηκαταχώρησή τους… σ΄ ένα λεξικό προξενεί αντίθετα σοβαρές προσβολές και παρεξηγήσεις, γιατί με τον τρόπο αυτό το περιθώριο βρίσκειπεδίο έκφρασης και επισημοποιείται μια ανύπαρκτη κατάσταση που κανείς δεν υιοθετεί και δεν χρησιμοποιεί». Ο Κ. Γκιουλέκας δεναρκείται σε αυτά τα δύο αντιεπιστημονικά «επιχειρήματα», αλλά διατυπώνει και ένα ακόμη «ακλόνητο» για κάθε κινδυνολόγο εθνικιστή:«Κανείς δεν γνωρίζει πως θα χρησιμοποιήσουν κάποιοι κάποτε τα όσα γράφονται στο λεξικό… Ποιος γνωρίζει… πως θα χρησιμοποιηθείκατά του Ελληνισμού… η έννοια «οπαδός ομάδων της Θεσσαλονίκης στο λήμμα «Βούλγαρος» και τα όσα περιέλαβε στο λεξικό του ογνωστός γλωσσολόγος». Με αυτά τα «επιχειρήματα» ο δημοσιογράφος έκρινε ότι «ήταν τουλάχιστον άσκοπο και άστοχο να περιληφθούντέτοιες αναφορές σ΄ αυτό το πόνημα…», Ελληνικός Βορράς, 31/5/1998, σ. 5. Άλλη αναφορά του στο θέμα έχει ως σχόλιο τον τίτλο: «Τολεξικό της ντροπής», Ελληνικός Βορράς, 24/5/1998, σ. 3.
- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, ό.π..
- Ελληνικός Βορράς, 22/4/1995, σ. 4. Είναι η πρώτη φορά – Μεγάλο Σάββατο 22 Απριλίου 1995 – που αναφέρεται το όνομα τουΚωνσταντίνου Γκιουλέκα ως υπεύθυνου της στήλης «Απόψεις-Σχόλια» στην εθνικιστική εφημερίδα. Τη θέση αυτή θα τη διατηρήσει έωςκαι ένα μήνα πριν την έναρξη του προεκλογικού αγώνα του 2000. Την Κυριακή 12 Μαρτίου 2000 ο Ελληνικός Βορράς δημοσίευσε τησύνθεση των ψηφοδελτίων της Νέας Δημοκρατίας στην Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους υποψηφίους συγκαταλέγονταν και ο ΚωνσταντίνοςΓκιουλέκας. Η στήλη «Σχόλια – Απόψεις» συνέχισε να υφίσταται και τη «υπόγραφε» ο δημοσιογράφος Γιάννης Σεϊτανίδης. Οι αλλαγέςαυτές συμπίπτουν και με την πώληση του Ελληνικού Βορρά. Την Κυριακή 3 Μαρτίου 2000, η εφημερίδα δημοσίευσε πρωτοσέλιδα μιαανακοίνωση την οποία υπέγραφαν η Τέσα Π. Λεβαντή και ο Νίκος Ι. Μέρτζος, με την οποία γνωστοποιούσαν πως «μαζί με τη θυγατρικήεφημερίδα «Σπορ του Βορρά», την ασυγκρίτως ισχυρότερη του Βορρά, ο Ελληνικός Βορράς, οι παραδοσιακές εφημερίδες «Μακεδονία» και«Θεσσαλονίκη» και τα περιοδικά τους αποτελούν ενιαίο δημοσιογραφικό συγκρότημα ικανό να ανταποκριθεί στις ιστορικές προκλήσεις τωνκαιρών…».
- Ελληνικός Βορράς, 2/11/1998, σ. 5. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τη συγγενική σχέση προς τους αρχαίους την προσωποποιεί: «Όλοιεμείς, που αντρωθήκαμε σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου με την περηφάνια, με το καμάρι των Σαλαμινομάχων, τωνΜαραθονομάχων, των υπερασπιστών των Θερμοπυλών», Ελληνικός Βορράς, 4/2/1996, σ. 4-5. Πρόκειται για μια «ανοικτή επιστολή» πουέστειλε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας ο «ακραιφνής Έλληνας» Κ. Γκιουλέκας στον πρωθυπουργό της χώρας Κ. Σημίτη μετά ταγεγονότα στα Ίμια.
- Ελληνικός Βορράς, 28/10/1995, σ. 5.
- Ελληνικός Βορράς, 3/1/1999, σελ. 5. Στην επιστολή προς τον πρωθυπουργό Κ.Σημίτη (βλ. σημείωση 5) ο Κ. Γκιουλέκας ενημερώνει τονπρωθυπουργό ότι έκανε «κάποιο λάθος για τους νεότερους» Έλληνες και συμπληρώνει: «Και δε λάβατε υπόψη σας ότι αυτοί είναιφτιαγμένοι αό την ίδια εκείνη στόφα, που γεννά τη φυλή χιλιάδες χρόνια», Ελληνικός Βορράς, 4/2/1996, σ. 4-5.
- Ελληνικός Βορράς, 5/11/1995, σελ.4.
- Ελληνικός Βορράς, 14/7/1996, σελ. 4. Η σύγχυση ανάμεσα στη «χιλιετία» και στη «χιλιετηρίδα» είναι πολύ συνηθισμένη. Και ο Κ.Γκιουλέκας αρκετές φορές υποπίπτει σε αυτό το λάθος. Η «κόγχη» είναι κάτι σαν ιστορική καταδίκη αυτής της φυλής, που δεν επιτρέπειλοξοδρομήσεις: «Πέρασαν αρκετές χιλιάδες χρόνια από τότε που οι πρώτοι Έλληνες πάτησαν τούτον εδώ το βράχο που λέγεται Ελλάδα καιη φυλή μας έκανε πάντα τις ίδιες επιλογές. Είναι πολύ αργά για να αλλάξει σήμερα πορεία». Ο τίτλος του άρθρου από το οποίο προέρχεταιτο απόσπασμα είναι «Όχι άλλα χαστούκια»! Ελληνικός Βορράς, 19/10/1997, σελ. 5.
- Ο Κ. Γκιουλέκας δεν αντιλαμβάνεται προφανώς ότι η Ελλάδα, όπως τη θεωρεί ο ίδιος ως μια διαχρονική παρουσία, δεν ήταν πάντοτε μιαμικρή χώρα. Αν θεωρήσουμε ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι συνέχεια του Βυζαντίου, όπως εμφανώς πιστεύει ο ίδιος, δεν μπορούμε ναισχυριστούμε ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια «μικρή κόγχη» της Μεσογείου. Στη μεγαλύτερή της διάρκεια ήταν μιαυπερδύναμη της εποχής. Τα στερεότυπα της μικρής και αδύναμης χώρας μεταφέρονται για να περιγράψουν και καταστάσεις τουπαρελθόντος ή μήπως ο δημοσιογράφος δεν έχει πλήρη επίγνωση σε τι αναφέρεται;
- Σε σχόλιό του με τίτλο «Σπικάρω τα ελληνικά» ασχολείται με το πρόβλημα της γλώσσας από αφορμή τις δηλώσεις του ελληνιστί καιπροέδρου της Διεθνούς Ακαδημίας προς διάδοση του Πολιτισμού, καθηγητή και ποιητή Φραντζέσκο Λιγόρα, Ελληνικός Βορράς, 22/12/1996, σελ. 4.
- – Η γραφή της λέξης «νεοέλληνες» με πεζό «νι» δεν είναι τυχαία. Καταγράφει τις διαρκείς μεταπτώσεις του εθνικιστή από συναισθήματαθαυμασμού και περηφάνιας για την καταγωγή του σε συναισθήματα μισαυτίας. Ο Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, έμπλεος από ένα αίσθημακατωτερότητας απέναντι στους άλλους Ευρωπαίους, μισεί τους «νεοέλληνες». Ένδειξη αυτής της μισαυτίας (μισεί εαυτόν) είναι ηεσκεμμένη γραφή της λέξεως «νεοέλληνες» πάντοτε με μικρό «νι» και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις με κεφαλαίο «νι». Βλ. ΕλληνικόςΒορράς, 2/7/1995, σελ. 5 – Εκτός από μερικούς «άξιους νεοέλληνες» στους οποίους προφανώς συμπεριλαμβάνει ο Κ. Γκιουλέκας και τονεαυτό του, οι υπόλοιποι δεν ανταποκρίνονται στα υψηλά κριτήρια αξιοσύνης του δημοσιογράφου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσειβοήθεια από το παρελθόν και καλεί διάφορα πρόσωπα της ιστορίας να έλθουν ως αρωγοί στη σύγχρονη Ελλάδα: «Που ΄σαι, ωρέ ΘοδωρήΚολοκοτρώνη! Που ΄σαι, ωρέ Διάκο, ωρέ Καραΐσκο, ωρέ Παπαφλέσσα, ωρέ Κασομούλη! Που ΄σαι ωρέ λεβέντη ανώνυμε αγωνιστή του ΄21!Σηκωθείτε κι ελάτε να μας βοηθήσετε τώρα, στη μιζέρια μας. Έλα Δέσποτά μας κι άναψε ένα ακόμη μπουρλότο σε μια νέα Αγία Λαύρα.Σήκωσε ψηλά το λάβαρο κι όρκισε τους πιστούς, τους αγνούς που απέμειναν σκορπισμένοι στο ατελείωτο έρμα της σύγχρονης Ελλάδος.Ελάτε κοντά μας, τώρα, που οι οχτροί είναι πιο ύπουλοι και γι΄ αυτό πιο επικίνδυνοι. Ελάτε τώρα, που κινδυνεύουμε πιότερα από ποτέ, ναχάσουμε στην ειρήνη όσα αποκτήσατε στον πόλεμο. Ελάτε να μας φέρετε τις χαμένες αξίες της φυλής, που καθαγιάσατε με τη θυσία σας.Τώρα χρειαζόμαστε πάλι μια παλιγγενεσία, μια πατριωτική αφύπνιση από τον λήθαργο τον βαθύ που ύπνωσε τους νεοέλληνες», ΕλληνικόςΒορράς, 29/3/1998, σελ. 5. Από γλωσσικής σκοπιάς –εκείνο το «ωρέ» θυμίζει το περίφημο «ωρέ Γιώργη Παπαδόπουλε»- πέρα από τηνκαταγραμμένη μισαυτία απέναντι στους Έλληνες της εποχής μας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ύφος που αποτελεί ένα μείγμα διαφόρωνιδιολέκτων της νέας ελληνικής. Το ψευδοδημώδες «ωρέ» που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε δύο κόσμους που ελάχιστακοινά έχουν πλέον, η «μιζέρια» ως έννοια στιγματισμού κάθε κριτικής απέναντι στην μονομέρεια του life style και κύριο «επιχείρημα»των νεοναδυθέντων στρωμάτων του ηδονιστικού και μεταϋλιστικού καταναλωτισμού στη δεκαετία του ΄90, η έννοια της φυλής με τηρατσιστική και φασιστική προέλευση, οι «οχτροί» και το «πιότερα» μιας νεοδημώδους ιδιολέκτου και, τέλος, η «πατριωτική αφύπνιση» -η έννοια του πατριωτισμού ως φενάκη ακόμη και του πιο ακραίου εθνικισμού- προδίδουν πέρα από την έλλειψη σταθερού υφολογικούπλαισίου και μια πλήρη ιδεολογικοποίηση ενός υποκειμένου που αρνείται να προσαρμοσθεί στην εποχή του και αντιδρά.
- Ελληνικός Βορράς, 22/12/1996, σελ. 4. Εδώ έχουμε πάλι στοιχεία μισαυτίας, τα οποία συνοδεύονται και από τα γνωστά στερεότυπα, γιατους ξένους οι οποίοι μαθαίνουν τη γλώσσα μας. Η αλήθεια είναι ότι οι ξένοι δε μαθαίνουν τη γλώσσα μας, αλλά πως κάποιοι ξένοιμαθαίνουν αρχαία ελληνικά. Μάλιστα, η εκμάθησή τους έχει περιοριστεί στα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου. Όπως, είναι επίσηςαλήθεια ότι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ευδοκιμεί στις χώρες αυτές ενώ είναι πολύ περιορισμένη στη χώρα μας. Τούτο,φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με τη συμπλεγματική μεμψιμοιρία και τον μικροαστικό τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα ο επαρχιώτηςεθνικιστής δημοσιογράφος. Ο Κ. Γκιουλέκας δίνει και «χαριτωμένα» παραδείγματα αυτής της «κατάντιας» της ελληνικής γλώσσας:«Βλέπετε, “κουλάρουμε” ως Έθνος, γιατί δεν τη «βρίσκουμε» μ΄ όσα συμβαίνουν «τα παίρνουμε στο κρανίο».Οκέι; “Κι άμα λάχει”τραβάμε και καμιά “ουισκιά” να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Αφού τα πάντα είναι θέμα “τάιμινγκ”»!!
- Η λέξη σολοικισμός προέρχεται από την ονομασία της πόλεως της Κιλικίας, Σόλοι. Σύμφωνα με την παράδοση οι κάτοικοί της μιλούσανελληνικά με πολλά συντακτικά λάθη. Στην αρχαιότητα γινόταν διάκριση ανάμεσα στον βαρβαρισμό και στον σολοικισμό ή σολοικία. Οβαρβαρισμός αφορούσε τη λανθασμένη χρήση μιας λέξης, ενώ ο σολοικισμός αφορούσε στα συντακτικά λάθη. Εμείς χρησιμοποιούμε τιςδύο λέξεις στο κείμενό μας και με τη μία και με την άλλη σημασία.
- Αναφορικά με το δημογραφικό πρόβλημα και τη μετανάστευση προς τη χώρα μας, εκφράζει τον φόβο μήπως κάποια στιγμή «βρεθούμεμπροστά σε μια πλημμυρίδα ανθρώπων που θα εμφανίζονται σαν Έλληνες, θα είναι όργανα των κύκλων που αναφέραμε και θαπροσπαθήσουν να ανατρέψουν τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδος». Ελληνικός Βορράς, 15/2/1998, σελ. 5. Διάφορες κακοσυνταγμένεςφράσεις προκαλούν σάστισμα στον αναγνώστη: «Με την ευστοχία που τον διακρίνει στον λόγο του και τη σοφία που διάχυτα διαπνέει οαρχιεπίσκοπος προέβη και [σε] ένα χαρισματικό συμβολισμό χαρίζοντας στον δήμαρχο και το νομάρχη Θεσσαλονίκης έναν ασημένιοδικέφαλο αετό τονίζοντας την σημασία του αετού ως σύμβολο της πίστεώς μας και τους γένους μας», Ελληνικός Βορράς, 3/1/1998, σελ.5.Πολλές φορές οι αιτίες που η γλώσσα περιπλέκεται και γίνεται ασαφής οφείλονται στην προσπάθεια συγκάλυψης ιστορικώνσυμφραζόμενων που προδίδουν ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες, όπως συμβαίνει με το καθεστώς της δικτατορίας: «...μια δικτατορία,αυτή της 21ης Απριλίου του 1967. Στα επτά χρόνια της διάρκειάς της οι Έλληνες και πάλι διχάστηκαν και αυτός ο διχασμός δημιούργησε νέεςεύθραυστες ισορροπίες και οδήγησε στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με μια εθνική τραγωδία: την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο»,Ελληνικός Βορράς, 3/1/1999, σελ. 5.
- Αν αυτό είναι μια επαρκής δικαιολογία για τη γλωσσική ανεπάρκεια του δημοσιογράφου, δε διαθέτουμε μια αντίστοιχη για τη γλωσσικήανεπάρκεια του δικηγόρου. Ή μήπως διαθέτουμε; Ενδεικτικό ιγα τη σχέση της γλώσσας με τη σκέψη του δημοσιογράφου και δικηγόρουΚώστα Γκιουλέκα είναι ένα άρθρο του που ασχολείται με το ζήτημα της δημοκρατίας με τον τίτλο «Εξουσία και συμφέροντα στηνΕλλάδα» από όπου παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα και αφήνουμε την κατανόησή του στη διακριτική ευχέρεια του κάθευπομονετικού αναγνώστη: «Στην αρχαία Ελλάδα, η Δημοκρατία αποτελούσε το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στηριζόταν όλη η δομή τηςκοινωνίας και η λειτουργία της. Πρώτο το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ανέδειξε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης ως την πιο δίκαιη καιανταποκρινόμενη στο αίσθημα δικαίου και ισότητας. Χωρίς τα παραπάνω να σημαίνουν ότι η Δημοκρατία των αρχαίων ημών προγόνωνπληρούσε όλους τους όρους που αυτή απαιτεί τουλάχιστον όμως, ήταν για την κοινωνική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε κοινώςαποδεκτή και «ξεκάθαρη» υπό την έννοια ότι τα χαρακτηριστικά της ήταν εμφανή και ευδιάκριτα σε όλους είτε συμφωνούσαν είτεδιαφωνούσαν. Με άλλα λόγια τα νήματα που κινούσαν τους θεσμούς ήταν ορατά. Η ιστορική διαδρομή από την μακρινή αρχαιότητα έωςσήμερα έχει να επιδείξει πολλές παλινδρομήσεις στην μορφή άσκησης της εξουσίας, της οποίας τα χαρακτηριστικά, όμως εξακολουθούν ναμένουν ευδιάκριτα. Την εξουσία ασκεί είτε ο λαός, είτε ο δικτάτορας, είτε μια προεπιλεγμένη ομάδα ατόμων με ειδικά προνόμια. Ανάλογα μετο κυρίαρχο όργανο που ασκεί την εξουσία καθορίζεται και η μορφή του πολιτεύματος και προσδιορίζονται τα όρια και οι δομές αυτού. ΣτηνΕλλάδα του 20ου αιώνα, όπου το χρηματιστήριο έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, όπου η έννοια της δικαιοσύνης βάλλεται πανταχόθεν και τανήματα που συνυφαίνουν αλλά και κινούν τον κοινωνικό μας ιστό είναι καλά καμουφλαρισμένα κάτω από εύηχους και μοντέρνουςοικονομικούς ορισμούς που ξεγελάνε το αυτί χωρίς να το ενοχλούνε, η δημοκρατία που ενέπνευσε τους αρχαίους Έλληνες μοιάζει με θολότοπίο. Ένα θολό τοπίο που μπορεί να αποπροσανατολίσει και τον πιο καλόπιστο παρατηρητή». Ελληνικός Βορράς, 7/11/1999, σ. 5.Επαναλάβατε την προσπάθεια άλλη μια φορ
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου