Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
[«Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση πολιτισμού ΕΝΕΚΕΝ (τεύχος 18/ Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010) και κυκλοφόρησε πριν τις δημοτικές εκλογές. Ελπίζουμε να συνέβαλε στην ήττα του εκλογικού συνδυασμού του
Αναφορικά με το ύφος, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε εμπεριστατωμένη εικόνα των γλωσσικών και διανοητικών επιδόσεων του συγκεκριμένου δημοσιογράφου. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η εκτεταμένη χρήση αρχαϊκών και καθαρευσιάνικων τύπων, ένα δεύτερο είναι η σαφέστατη επιρροή διαφόρων ιδιολέκτων της καθομιλουμένης και, τέλος, ένα τρίτο είναι ο νηπιακός λυρισμός που εντοπίζεται στα περισσότερα «ιδεολογικής» απόχρωσης κείμενά του. [25]
Ο δημοσιογράφος βρίσκεται υπό την ιδεολογική επιρροή των λεγόμενων «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών». [26] Οι αρχαϊκοί τύποι στη γλώσσα παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι καταδεικνύουν τη σκοπιά από την οποία τούτος παρατηρεί τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Ο Κ. Γκιουλέκας θεωρεί ότι κατέχει το προνόμιο του τοποτηρητή των ιστορικώς αμετάβλητων αξιών και των ακλόνητων ιδανικών του Έθνους και το δικαίωμα να επικρίνει «αφ΄ υψηλού» τις υποτιθέμενες παρασπονδίες και τα ξεστρατίσματα των συγχρόνων του από την πορεία της αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας της κοινότητας του Ελληνισμού. Η διαχρονία της «φαντασιακής κοινότητας» (B. Anderson), όπως εκφαίνεται στη συγκεκριμένη κατασκευή υποβάλλει το «άτομο-θύμα» τούτης της «ψευδούς συνείδησης» (Κ. Μάρξ) στον καταναγκασμό να αποδεικνύει ότι είναι άξιος συνεχιστής ενός περίλαμπρου παρελθόντος. Τούτη η συνείδηση επιγονισμού μαζί με την έλλειψη παιδείας καθιστούν βαρύ το φορτίο του «χρέους» για τον ιδεολογικώς εγκλωβισμένο απόγονο. Υπάρχει ένας τίτλος σχολίου που αποδίδει ανάγλυφα τον εσωτερικό καταναγκασμό στον οποίο υπόκειται το συγκεκριμένο άτομο: «Ανάξιοι… απόγονοι, άξιων προγόνων». [27]
Η χρήση τύπων της καθαρεύουσας θα πρέπει να αποδοθεί κατά πρώτον σε αυτή την πίεση που ασκεί η φαντασιακή βεβαιότητα πως ανήκει στην ίδια φυλή, ότι είναι ένας απόγονος εκείνων των αρχαίων που μεγαλούργησαν. Επειδή, όμως, δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με την αρχαιοελληνική γραμματεία, αλλά ούτε και με τη χριστιανική, [28] προκύπτει εκείνο το μιξοβάρβαρο γλωσσικό ύφος που συναντούμε στα κείμενά του.
Από την άλλη σημαντικό ρόλο παίζει η αποδοχή αυτής της γλώσσας από το κοινό της εφημερίδας, το οποίο αναγνωρίζει στο συγκεκριμένο ιδίωμα στοιχεία της ιδεολογίας του. Το συγκεκριμένο ύφος γραφής τούτων των «αγκυλωμένων στο παρελθόν» λειτουργεί και ως μέσο ταύτισης. Στην ευρύτερη κοινωνία, ωστόσο, το ύφος αυτό είχε περιθωριοποιηθεί και είχε περιορισθεί σε υπερήλικους εθνικιστές, οι οποίοι παρέμεναν αγκυλωμένοι στα ιδεολογικά σχήματα που τους είχαν εμποτίσει στη νεότητά τους στο πλαίσιο των « ελληνοχριστιανικών ιδεωδών». Αλλά τούτες οι ιδεολογικές απόψεις είχαν ηττηθεί. Ήδη είχαν αμφισβητηθεί εντόνως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60 και υποχώρησαν μετά τη μεταπολίτευση από το ιδεολογικό και πολιτικό προσκήνιο. Η ήττα τους προήλθε, κυρίως, από την ελληνική εκδοχή της λεγόμενης «σιωπηρής επανάστασης». [29]
Η διαδικασία ταύτισης επιτυγχάνεται ακόμη πιο εύκολα, γιατί το καθαρευουσιάνικο και αρχαϊκό λεξιλόγιο δεν προκύπτει από τη γνώση της αρχαίας ελληνικής ή τον επαρκή χειρισμό της καθαρεύουσας, αλλά οι τύποι αυτών των εκδοχών της ελληνικής προέρχονται από ακούσματα και χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά. Δεν αποτελούν βασικό στοιχείο γλωσσικής συγκρότησης, απλώς έρχονται να προστεθούν στο ύφος της γραφής. Πρόκειται για «γνώσεις» που προέρχονται από συγκεκριμένους προφορικούς περιγύρους, στους οποίους ανήκει η πλειονότητα των αναγνωστών της ακροδεξιάς εφημερίδας. Προφανώς η λανθασμένη συχνά χρήση των τύπων της καθαρεύουσας οφείλεται σε τούτη την προφορική μετάδοσή τους.
Ενδεικτική είναι η χρήση της έκφρασης «ποιώ την νήσσα»: «οι όψιμοι εθνοπατέρες – το σχόλιο για κάποιους πολιτικούς μας- ποιούν την νύσσα…».[30] Δεν πρόκειται για αβλεψία, ούτε για τυπογραφικό λάθος, αλλά για ανορθογραφία. Το ίδιο λάθος επαναλαμβάνει ο τιμητής της εθνικής λεξιπενίας, αναφερόμενος στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης και στην κατασκευή της υποθαλάσσιας αρτηρίας: «Μόνη λύση η υποθαλάσσια αρτηρία, για την οποία, φυσικά, οι αρμόδιοι ποιούν την νύσσαν». [31]
Οι αρχαϊκοί τύποι δημιουργούν τις περισσότερες φορές ένα κακόηχο πλαίσιο. Ακόμη και όταν διαβάζουμε «από μέσα» μας, μιλάμε στην πραγματικότητα μέσα μας. «Ακούμε» τα λόγια που δεν «εκφέρονται» φωναχτά. Όλα τα όργανα του σώματος που εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής των φθόγγων βρίσκονται σε λειτουργία. Έτσι ακόμη και η σιωπηρή ανάγνωση ενός κειμένου αφήνει την αίσθηση του ήχου του. Και ο ήχος από παρόμοιες φράσεις – όπως η ακόλουθη- είναι «δύσπεπτος: «…οι εκπρόσωποι του Έθνους οφείλουν να επιδεικνύουν τον απαιτούμενο σεβασμό στους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Όχι λόγοις, αλλά έργοις». [32]
Το μιξοβάρβαρο ύφος καταγράφει και τον τρόπο προσέγγισης των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων από την πλευρά του Κ. Γκιουλέκα. Τούτος αντιδρά με συντηρητική δυσαρέσκεια στην υπαγωγή όλων των μορφών του βίου στη δυναμική του κεφαλαίου. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύεται και μέσω της ιδιάζουσας έκφρασής του: «Βγήκε το κομπόδεμα και μας κυβερνάει. Είναι η μόνη «φωνή» που ακούγεται ευκρινώς στα ώτα μας». [33]
Και ενώ το «κομπόδεμα» παραπέμπει σ΄ ένα πρωτογενές καθεστώς συσσώρευσης ή ακόμη και σε πιο κλειστές μορφές οικονομίας, όπου το κεφάλαιο δεν έχει ακόμη αποικήσει όλες τις μορφές της ζωής και δεν είχε υποτάξει ολοκληρωτικά την καθημερινότητα στις ανάγκες του, τα «ώτα», από την πλευρά τους, παραπέμπουν στην «αντίσταση» του συντηρητικού ατόμου μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής ιδιολέκτου απέναντι στη διαδικασία ενσωμάτωσης και του δημόσιου λόγου στα κεφαλαιοκρατικά ενδιαφέροντα. Ο συντηρητικός συνδιαλέγεται με το αναγνωστικό κοινό του μέσω ενός εκφραστικού αμαλγάματος από ετερογενή και ετερόκλητα στοιχεία του παρελθόντος, σε συνδυασμό με τις χυδαίες εκφράσεις ιδιωμάτων της καθημερινής γλώσσας, το δημοσιογραφικό ιδίωμα και ένα γλωσσάρι κατάλοιπο ύφους της παραφασιστικής «ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας». Η χρήση τούτων των εκφραστικών μέσων συνοδεύεται κατ΄ ανάγκη και από την προσπάθεια διατύπωσης ενός σύγχρονου λόγου και μιας επίκαιρης επιχειρηματολογίας με αποτέλεσμα να προκύπτει ο μιξοβάρβαρος τραγέλαφος του «ωρέ», του «μπάζει» και των «ώτων».
Πρόκειται για τη γραφή ενός αναποφάσιστου ημιμορφωμένου αντιδραστικού που δυσανασχετεί πρόσκαιρα και ικανοποιείται από τη φραστική καταγγελία του «κομποδέματος» και την αναπόληση μιας ξεπερασμένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Η ηχητική υπόκρουση σε αυτή την αναπόληση είναι η χρήση των αρχαϊκών και καθαρευουσιάνικων τύπων στη γλώσσα, ο ήχος του μιξοβάρβαρου ιδιώματος. Αλλά, ούτε οι πιστωτικές κάρτες θα γίνουν ξανά «κομπόδεμα», ούτε η εξέλιξη της γλώσσας θα αλλάξει με τη χρήση των αρχαϊκών τύπων στο πλαίσιο τούτης της ιδιότυπης ακροδεξιάς ιδιολέκτου.
Η εμμονή στη χρήση των τύπων της καθαρεύουσας αποτελούσε αντίδραση στην αναγκαία προσαρμογή στις νέες συνθήκες που γέννησε η αποίκηση, από την πλευρά του κεφαλαίου, όλων των μορφών βίου στην ελληνική εκδοχή του όψιμου καπιταλισμού. Η χρήση γλωσσικών τύπων της καθαρεύουσας παραπέμπει στην απώλεια μιας ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας που, ωστόσο, δεν μπορεί, πλέον, να ανακτηθεί. Από εδώ προκύπτει και ο ακραίος ηθικισμός και η συνεχής μεμψιμοιρία για την απώλεια των αξιών και των ιδανικών και η κριτική στους ανθρώπους τους πνεύματος.
Παρότι εντρυφήσαμε σε πληθώρα άρθρων και σχολίων του δημοσιογράφου – τα οποία κάλυπταν μια χρονική περίοδο πενταετίας- δεν μπορέσαμε να ανασυγκροτήσουμε κάποιον υποφερτό συνεκτικό λόγο. Το ύφος του παραπέμπει σ΄ έναν λόγο, ο οποίος είναι διαρκώς εκτεθειμένος και αιωρείται ανάμεσα στα ερεθίσματα που δέχεται από ποικιλώνυμους φορείς ενός σκληροπυρηνικού εθνικιστικού περιγύρου και σε μια εκδοχή της πιο αγοραίας μορφής του δημοσιογραφικού ιδιώματος, ενώ ο διανοητικός του ορίζοντας, παραμένει εκείνος της ακροδεξιάς εφημερίδας. Το ύφος της γλώσσας αντιστοιχεί στη στενότητα που υπαγορεύουν τούτες οι συνθήκες. Πρόκειται για μια γλώσσα και ένα ύφος απότοκα ενός ιδεολογικοπολιτικού συμφύρματος.
Σε ένα κείμενο – που καταγράφει τη γενικότερη ιδεοληψία του δημοσιογράφου – και το οποίο αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, επισημαίνει το εξής για τη διδακτική σημασία αυτού του ιστορικού συμβάντος: «Δυστυχώς, ουδέν εδιδάχθημεν από το παρελθόν…». [34] Ο εθνικιστικός οίστρος τον οδηγεί σε αυτό το μεικτό και ακαλαίσθητο γλωσσικό ιδίωμα. Ταυτοχρόνως στην προσπάθειά του να δώσει κύρος στα λεγόμενά του καταφεύγει στο πλήρες ξεχαρβάλωμα της γλώσσας και τα αποτελέσματα πολλές φορές είναι κωμικοτραγικά: «Αμνήμονες εμείς ο Έλληνες λησμονούμε πολύ γρήγορα εκείνα, που κάποτε μας συνεπήραν, μας έφερναν σε εγρήγορση, ή εκείνα που μας έκαναν εγρήγορση ή εκείνα τα οποία μας έκαναν να ορρωδιούμε, μιας γιόμιζαν οργή και αγανάκτηση». [35]
Πέρα από τη λανθασμένη χρήση του ρήματος ορρωδώ – ίσως να είναι και τυπογραφικό λάθος – η υπόλοιπη φράση από άποψη ύφους, συντακτικού και περιεχομένου… «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα»!
Οι διάφορες αρχαΐζουσες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά αφορούν περισσότερο εκείνο το οποίο ο Τέοντορ Αντόρνο αποκαλεί «βαρβαρότητα της ημιμόρφωσης» και λιγότερο την ουσιαστική μόρφωση. [36] Στην περίπτωσή μας η ημιμόρφωση, πέραν των άλλων, εμφανίζεται και ως ατομική υπεροψία και ηθικολογικός διδακτισμός. Ως γλωσσική συνέπεια της προκύπτει το μιξοβάρβαρο ύφος γραφής.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις:
25. Τα περισσότερα κείμενά του έχουν ιδεολογική χροιά. Γενικά ο Κ. Γκιουλέκας προσλαμβάνει ιδεοληπτικά το περιβάλλον του.
26. Σε γενικές γραμμές η ιδεολογική συγκρότηση του Κ. Γκιουλέκα είναι εύκολο να ανιχνευθεί. Είναι όμως πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς ποια στοιχεία προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον, το σκολείο και φυσικά τον πολιτικό του περίγυρο. Βέβαιο είναι ότι ο λόγος του επηρεάζεται άμεσα και καταλυτικά από τον χαρακτήρα της εφημερίδας και από τον «δάσκαλό» του στη δημοσιογραφία Νίκο Μέρτζο.
27. Ελληνικός Βορράς, 16/7/1997, σελ. 5. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο δημοσιογράφος έχει κάποια στενή σχέση με την αρχαιοελληνική γραμματεία και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό γενικότερα. Αντιθέτως, μάλλον, ανύπαρκτη πρέπει να είναι μια τέτοια σχέση, όσο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα διάφορα σχόλιά του για την αρχαιότητα.
28. Σπάνιες είναι οι αναφορές στη χριστιανική γραμματεία και αυτές, τις περισσότερες φορές, είναι καταστροφικές: « θυμίζει λίγο την περικοπή του Ευαγγελίου: «“Μικραίνει Κύριος ον βάλεται απωλέσει”…»[sic] , Ελληνικό Βορράς, 8/3/1998, sel. 5.
29. Βλ. για τη «σιωπηρή επανάσταση» στο Ronald Iglehart, The Silent Revolution, Princeton, 1977.
30. Ελληνικός Βορράς, 8/12/1996, σελ. 5. «Ποιώ την νήσσα», προέρχεται προφανώς από την ανάστροφη μετάφραση «κάνω την πάπια», έκφραση προερχόμενη από την ιδιόλεκτο της καθημερινότητας. Δεν έχουμε υπόψη μας παρόμοια έκφραση στην αρχαία ελληνική. Το ορθόν είναι «ποιούμαι την νήσσαν». Είναι και ατή μια φράση την οποία έχει ενσωματώσει στο εκφραστικό του ρεπερτόριο ο δημοσιογράφος της εθνικιστικής εφημερίδας.
31. Ελληνικός Βορράς, 22/2/1998, σελ. 5.
32. Ελληνικός Βορράς, 10/5/1998, σελ. 5. Το ύφος απαντάται σε διάφορες συνάφειες και θεματολογίες: «Ο εθνοπατέρες, όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος συμπλήρωσαν τη δήλωση του «πόθεν έσχες» για να γνωρίζει ο ελληνικός λαός τι κέκτηνται οι αντιπρόσωποί του», Ελληνικός Βορράς, 19/7/1998, σελ. 5. Ορισμένες φορές η χρήση των τύπων της καθαρεύουσας παίρνει εκτρωματικές διαστάσεις: «αφού ακόμη και οι πάσης φύσεως δηλώσεις του ήταν σπάνιες». Αναφέρεται στον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, Ελληνικός Βορράς 30/8/1998, σελ. 5.
33. Ελληνικός Βορράς, 29/3/1998, σελ.5.
34. Ελληνικός Βορράς, 1/6/1997,σ ελ. 5. Είναι η ίδια εκείνη ψυχολογία των λαϊκών ανθρώπων, που όταν θέλουν να προσφωνήσουν κάποιον επιλέγουν την κλητική της καθαρεύουσας και όχι την κλητική της δημοτικής, π.χ. «κύριε Νομάρχα» αντί του «κύριε νομάρχη». Προφανώς κατάλοιπο μιας εξουσιαστικής αντίληψης που έχει ενσωματωθεί στο υποσυνείδητο ανεπεξέργαστη και επιστρέφει στο προσκήνιο όταν πιέζουν οι συνθήκες. Τα αποτελέσματα αυτών των καταστάσεων πολλές φορές κωμικοτραγικά. Αλλά το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο των λαϊκών ανθρώπων.
35. Ελληνικός Βορράς, 8/3/1998, σελ. 5. Ορισμένες φορές το ύφος του είναι κωμικοτραγικό: «Σχεδόν όλοι ενί στόματι και μια φωνή…»,Ελληνικός Βορράς, 8/2/1998, σελ. 5. Αλλά και σε άλλες συνάφειες παρατηρούμε παρόμοια φαινόμενα. Αναφορικά με τον «παραγκωνισμό» της Θεσσαλονίκης από την Αθήνα και τις ευθύνες των εντοπίων παραγόντων σημειώνει: «Σκάβουμε μόνοι μας το λάκκο μας, ρίχνουμε και τους λέοντες μέσα, στη συνέχεια πέφτουμε και οι ίδιοι στο λάκκο που ανοίξαμε και ύστερα γκρινιάζουμε και οικτίρουμε τους πάντες, πλην όμως, γιατί δεν προστρέχουν σε βοήθεια, γιατί δεν έρχονται να μας σώσουν», Ελληνικός Βορράς, 17/10/1998, σελ.5.
36. Theodor Adorno, Θεωρία της ημιμόρφωσης, Αθήνα 2000.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου