Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Να πάλι η εκλογολογία μπροστά μας. ΟιΣαμαράδες, λέει, ετοιμάζονται πυρετωδώς για κάλπες – χωρίς να είναι οι μόνοι – αλλά οιΠεταλωτήδες διαψεύδουν. Την ίδια ώρα τοψοφάλογο – δυστυχώς η Ελλάδα – είναι πανέτοιμο να τινάξει τα πέταλα, όμως μ’ αυτό ουδείς ασχολείται. Τζόγος να γίνεται, εισιτήρια να κόβει η παράσταση και όλα πάνε καλά.
Άλλωστε οι εκλογές καθεαυτές περισσότερο χρήσιμες είναι στην κυβέρνηση όσο κουβεντιάζονται και λειτουργούν ως εργαλείο εκβιασμού έναντι των κοινωνικών αντιδράσεων παρά αν γίνουν στ’ αλήθεια.
● Όσο δεν γίνονται, όλα θα λειτουργούν αδιατάρακτα. Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να διαλύει ό,τι στέκεται εμπόδιο στην εκποίηση και τη διάλυση, ενώ η πιο προβλέψιμη και ακίνδυνη αντιπολίτευση που μπορούμε να θυμηθούμε εδώ και χρόνια θα συνεχίσει να είναι ο απαραίτητος κομπάρσος ώστε το έργο να εκτυλίσσεται χωρίς εκπλήξεις
και ανατροπές.
● Αν όμως γίνουν πρόωρα, αυτό θα συμβεί, όπως από το περασμένο φινόπωρο επιμένουμε, μόνο υπό το φάσμα μιας μείζονος κυβερνητικής αποτυχίας που θα απαιτεί τα χειρότερα δυνατά μέτρα – πέραν των όσων έχουν ήδη εφαρμοστεί – ή υπό την απειλή μιας «τελικής λύσης», της οποίας το πολιτικό κόστος θα είναι μη διαχειρίσιμο χωρίς εκλογές.
● Αφήστε που, αν γίνουν χωρίς έναν καταφανώς μείζονα λόγο και με την κυβέρνηση αδύναμη να θέσει ένα «επιθετικό» δίλημμα, θα καταλήξουν σε κάτι μεταξύ Βατερλώ και κωμωδίας των αδελφών Μαρξ.
Σε αυτή τη λούμπα κινδυνεύει λοιπόν να πέσει η κυβέρνηση, η οποία βλέπει τώρα ολοζώντανο τον κίνδυνο να πάρει όλα τα νέα, επώδυνα, καταστροφικά για την κοινωνία και πλήρως διαλυτικά για την οικονομία εισπρακτικά μέτρα χωρίς να έχει λάβει το επικοινωνιακό «αντάλλαγμα» που επίμονα ζητάει από τους δανειστές και τους «μπράβους» τους.
Γυμνοί εν τοις σικυοίς *
Η προσωρινή ηρεμία που επήλθε στις αγορές εν όψει των αποφάσεων του Μαρτίου περί μιας συνολικής«λύσης» στο πρόβλημα της κρίσης χρέους της ευρωζώνης φαίνεται να μεταθέτει την ικανοποίηση του κυβερνητικού «αιτήματος» (!) για επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό «στήριξης».
Μπορεί εμείς να λέμε συνεχώς ότι η επιμήκυνση – και τα άλλα μέτρα της αναδιάρθρωσης, όπως η επαναγορά ομολόγων και ο νέος δανεισμός για την υλοποίησή της – να συνιστά τη χειρότερη μορφή αναδιάρθρωσης, αλλά αυτό ουδόλως απασχολεί την κυβέρνηση.
Η δύναμη πυρός του μιντιακού και «επιστημονικού» σαλτιμπαγκισμού είναι τόσο καθοριστική, ώστε η κυβέρνηση βασίμως να ελπίζει πως αυτού του είδους η μακροχρόνια καταδίκη της χώρας στην ύφεση και τη διάλυση μπορεί να «πουληθεί» πολιτικά σαν μείωση του χρέους, σαν «ελάφρυνση» από τους τόκους και, πάνω απ’ όλα, σαν μια κυβερνητική νίκη.
Κυρίως όμως θα γίνει προσπάθεια να πουληθεί σαν αντίβαρο στη νέα φορολογική αφαίμαξη, στην περαιτέρω κατάργηση ή ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιας λειτουργίας και, εν τέλει, σαν κάποιου είδους... «ανταμοιβή» (!!!) προς τον ελληνικό λαό για τις δυσβάστακτες και εντελώς άδικες θυσίες στις οποίες θα συνεχίσει επ’ άπειρον να υποβάλλεται, ειδικά μετά την ελεγχόμενη πτώχευση – ή, με πιο απαλή διατύπωση, μετά την αναδιάρθρωση του χρέους της.
Αν, όμως, τα μέτρα του Μαρτίου έλθουν χωρίς τη δυνατότητα της κυβέρνησης να κάνει ένα είδος επικοινωνιακής διαχείρισής τους και αν, επιπλέον, η όποια «λύση» μετατεθεί ακόμη και για μετά το καλοκαίρι, τότε στο Μαξίμου θα έχουν τεράστια δυσκολία όχι μόνο να δικαιολογήσουν τη σκλήρυνσηδίχως να χρεωθούν τη μέχρι τώρα αποτυχία, αλλά και να εμπορευθούν «ελπίδα», «δικαίωση» και «επιβράβευση» για την πιο καταστροφική οικονομική πολιτική που γνώρισε η χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Με την κοινωνία υπό το φάσμα της σχεδόν πλήρους πτώχευσης θα είναι τρομακτικά δύσκολο να θέσει η κυβέρνηση τα επιθετικά «διλήμματα» που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν με καλές πιθανότητες στην κάλπη. Θα πρέπει να πιει ολόκληρο το πικρό ποτήρι και να εκθέσει τον εαυτό της στον κίνδυνο μιας κοινωνικής έκρηξης, η οποία θα μπορούσε να έλθει ακόμη και από το πουθενά...
Το παράδειγμα της Τυνησίας
Ενδεικτικό του κινδύνου που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει ανεξέλεγκτες εκρήξεις είναι το παρακάτω παράδειγμα, το οποίο παραθέτουμε όπως ακριβώς το διαβάσαμε σε ένα εξαιρετικό κείμενο του Κώστα Γεώρμα με τίτλο Η εξέγερση του αραβικού έθνους ενάντια στην παγκοσμιοποίηση:
«Ο Μπουαζίζι ήταν τριών ετών όταν ο πατέρας του, ένας χαμηλόμισθος εργάτης στη γειτονική Λιβύη, πέθανε από προβλήματα καρδιάς. Στα δώδεκά του πήγαινε στο σχολείο και τα βράδια δούλευε. Στα δεκαεπτά του χρόνια άρχισε να δουλεύει κανονικά και παράτησε τα όνειρά του να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο, γιατί έπρεπε να στηρίξει τα άλλα αδέλφια του και την αδελφή του Λέιλα που φοιτούσε στο πανεπιστήμιο. Η δουλειά που χρόνια ήξερε ήταν να πουλά φρούτα με ένα καρότσι.
Ήταν 17 Δεκεμβρίου όταν, έχοντας αγοράσει τα πράγματα που θα πουλούσε και περιμένοντας τους πελάτες του, μία αστυνομικός τον ράπισε στο μέτωπο, του κατέσχεσε τη ζυγαριά και σκόρπισε στον δρόμο τα φρούτα. Βλέπεις ο Μπουαζίζι αρνιόταν να πληρώσει τη μίζα που ήταν αναγκαία για να του δώσουν την άδεια.
Σε μια πόλη γνωστή για τη διαφθορά των αρχών και για την ανεργία, ο Μπουαζίζι, όπως λέει και οΚαραποστόλης στο συγκλονιστικό του βιβλίο Διχασμός και Εξιλέωση, έθεσε το ερώτημα: "Τι αξίζω;". Αυτό που άξιζε ήταν η βοήθεια προς την οικογένειά του, το πρόσωπο και η αξιοπρέπειά του απέναντι στη μικρή κοινωνία του χωριού του.
"Δύσκολο", λέει ο Καραποστόλης, "να φανταστείς μια ηθική που θα πυροδοτούσε μια πολιτικήκινητοποίηση". Στα είκοσι επτά του χρόνια, ο Μπουαζίζι θύμωσε. Αυτό το νέο παλικάρι, που, σύμφωνα με τη μάνα του, ποτέ δεν είχε βαρυγκομήσει, έπεσε στο χώμα, έκλαιγε και φώναζε: "Πρέπει να γίνω κλέφτης; Πρέπει να πεθάνω;". Τράβηξε για το τοπικό κυβερνείο, να διαμαρτυρηθεί. Εκεί, βέβαια, μία εξουσία που ήξερε μόνο από μίζα, κουτοπονηριά, σκύψιμο του κεφαλιού προς τα μεγάλα αφεντικά και απέχθεια και περιφρόνηση προς τους γηγενείς δεν τον δέχτηκε.
Τότε ο Μπουαζίζι είπε "τέλος στον εξευτελισμό" και έβαλε μπουρλότο σε μία υποτελή εξουσία. Η μάνα του ήταν απόλυτη: Δεν ήταν η φτώχεια που τον έσπρωξε εκεί. Άλλωστε είχε μαζέψει κάποια λεφτά και ετοιμαζόταν να πάρει ένα μικρό φορτηγάκι για τη δουλειά. Ήταν όμως ο εξευτελισμός, η ταπείνωση. Άλλοι λένε ότι, πριν βάλει φωτιά στον εαυτό του, λούστηκε με βενζίνη, άλλοι λένε ότι χρησιμοποίησε νέφτι.
Όπως και να 'χει, αυτή η φωτιά ήταν παράξενη: ευωδίαζε γιασεμί! Ευωδίαζε αυτοεκτίμηση,αξιοπρέπεια, θυσία για την κοινότητα, πάθος για εθνική αξιοπρέπεια. Και δεν ήταν μία φωτιά που έκαιγε έναν άνθρωπο. Ήταν μια πυρκαγιά που επεκτάθηκε αστραπιαία σε όλες τις καρδιές στον αραβικό κόσμο και έμελλε να αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες σε όλη τη Μέση Ανατολή, στον κόσμο της Μεσογείου»...
Ήταν 17 Δεκεμβρίου όταν, έχοντας αγοράσει τα πράγματα που θα πουλούσε και περιμένοντας τους πελάτες του, μία αστυνομικός τον ράπισε στο μέτωπο, του κατέσχεσε τη ζυγαριά και σκόρπισε στον δρόμο τα φρούτα. Βλέπεις ο Μπουαζίζι αρνιόταν να πληρώσει τη μίζα που ήταν αναγκαία για να του δώσουν την άδεια.
Σε μια πόλη γνωστή για τη διαφθορά των αρχών και για την ανεργία, ο Μπουαζίζι, όπως λέει και οΚαραποστόλης στο συγκλονιστικό του βιβλίο Διχασμός και Εξιλέωση, έθεσε το ερώτημα: "Τι αξίζω;". Αυτό που άξιζε ήταν η βοήθεια προς την οικογένειά του, το πρόσωπο και η αξιοπρέπειά του απέναντι στη μικρή κοινωνία του χωριού του.
"Δύσκολο", λέει ο Καραποστόλης, "να φανταστείς μια ηθική που θα πυροδοτούσε μια πολιτικήκινητοποίηση". Στα είκοσι επτά του χρόνια, ο Μπουαζίζι θύμωσε. Αυτό το νέο παλικάρι, που, σύμφωνα με τη μάνα του, ποτέ δεν είχε βαρυγκομήσει, έπεσε στο χώμα, έκλαιγε και φώναζε: "Πρέπει να γίνω κλέφτης; Πρέπει να πεθάνω;". Τράβηξε για το τοπικό κυβερνείο, να διαμαρτυρηθεί. Εκεί, βέβαια, μία εξουσία που ήξερε μόνο από μίζα, κουτοπονηριά, σκύψιμο του κεφαλιού προς τα μεγάλα αφεντικά και απέχθεια και περιφρόνηση προς τους γηγενείς δεν τον δέχτηκε.
Τότε ο Μπουαζίζι είπε "τέλος στον εξευτελισμό" και έβαλε μπουρλότο σε μία υποτελή εξουσία. Η μάνα του ήταν απόλυτη: Δεν ήταν η φτώχεια που τον έσπρωξε εκεί. Άλλωστε είχε μαζέψει κάποια λεφτά και ετοιμαζόταν να πάρει ένα μικρό φορτηγάκι για τη δουλειά. Ήταν όμως ο εξευτελισμός, η ταπείνωση. Άλλοι λένε ότι, πριν βάλει φωτιά στον εαυτό του, λούστηκε με βενζίνη, άλλοι λένε ότι χρησιμοποίησε νέφτι.
Όπως και να 'χει, αυτή η φωτιά ήταν παράξενη: ευωδίαζε γιασεμί! Ευωδίαζε αυτοεκτίμηση,αξιοπρέπεια, θυσία για την κοινότητα, πάθος για εθνική αξιοπρέπεια. Και δεν ήταν μία φωτιά που έκαιγε έναν άνθρωπο. Ήταν μια πυρκαγιά που επεκτάθηκε αστραπιαία σε όλες τις καρδιές στον αραβικό κόσμο και έμελλε να αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες σε όλη τη Μέση Ανατολή, στον κόσμο της Μεσογείου»...
Η Μεσόγειος φλέγεται και η φωτιά καίει πολύ κοντά μας.
* Λογοπαίγνιο, το οποίο κάπου διάβασα ως απόπειρα να αποδοθεί... «αρχαιοπρεπώς» (!) η λαϊκή έκφραση «Ξεβράκωτοι στ' αγγούρια»
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου