Της Λίζας Δουκακάρου
Αθήνα, κέντρο, λίγο πιο κάτω από την Ομόνοια στο μέσον της Πειραιώς, γύρω στις τρεις το μεσημέρι. Μπλοκαρισμένοι από την κίνηση, σχεδόν ακινητοποιημένοι. Εκνευρισμός, αυτοκίνητα, κορναρίσματα, περαστικοί, φωνές και ένα απίστευτο πλήθος ανθρώπων να πηγαινοέρχεται πάνω – κάτω στην άκρη του δρόμου πουλώντας ή ζητώντας ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους…
Χρόνια είχα να περάσω από την περιοχή και χαζεύω τις αλλαγές, τα έρημα κτίρια τις δεκάδες κινέζικες, ινδικές, αραβικές ταμπέλες σε μαγαζιά και πάγκους σαν κάτι εξωπραγματικό.
Ξαφνικά η ματιά μου πέφτει στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο
άνοιγμα, κάτι σαν μικρή πλατεία με ένα μικρο κτίριο στο βάθος. Δεκάδες άνθρωποι στέκονται με την πλάτη στο δρόμο και τη ματιά στο κτίριο.
Γυναίκες, παιδιά, άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά και νέοι με ένα κάπως απόκοσμο και κουρασμένο βλέμμα. Κάποιοι απ’ αυτούς μοιάζουν κολλημένοι στο έδαφος, ακίνητοι σα μαρμαρωμένοι, κάποιοι άλλοι ακουμπούν στα ελάχιστα δενδρύλια που υπάρχουν κινδυνεύοντας να σωριαστούν, παρασύροντας μαζί τους και ό,τι έχει απομείνει από κάτι κιτρινισμένα και λιπόσαρκα κλαδάκια.
Ο κόσμος συνεχίζει το βιαστικό βήμα του στον κεντρικό δρόμο, στέκεται με την άκρη του ματιού για λίγα δευτερόλεπτα στην περίεργη εικόνα και μετά γυρνά το κεφάλι και απομακρύνεται ανέκφραστος, χωρίς να κοντοσταθεί καν…
Το φανάρι, επιτέλους, ανάβει πράσινο και είμαι έτοιμη να απομακρυνθώ ξεχνώντας εικόνες και απορίες, όταν ξαφνικά στο βάθος της μικρής πλατείας βλέπω το πλήθος να ζωντανεύει, να προχωρά και να στριμώχνεται όλο και πιο κοντά στην αυλή του κτιρίου…
Τότε, περνώντας σχεδόν δίπλα τους, κατάλαβα τι ήταν αυτό που δεν μπορούσα να αντιληφθώ και που αποτελούσε καθημερινή και συνηθισμένη εικόνα για όλους. Γι’ αυτό έριχναν μια φευγαλέα ματιά και προσπερνούσαν. Συσσίτιο… Συσσίτιο στο κέντρο της Αθήνας. Όχι μόνο για μετανάστες, αλλά και για Έλληνες χαμηλοσυνταξιούχους, άνεργους, άπορους, πολυμελείς οικογένειες και απολυμένους, που η ζωή τους άλλαξε δραματικά μέσα σε λίγους μόνο μήνες…
Αισθάνθηκα άσχημα και ντράπηκα κυρίως γιατί λίγο πριν, είχα κλειδώσει από μέσα το αυτοκίνητο μήπως και κάτι συμβεί, μέσα σε όλο αυτό το πολύβουο και παράξενο πλήθος. Να κλειδώνεσαι από τον κίνδυνο, σκέφτηκα, κι από τους κλέφτες… Να κλειδώνεσαι, όμως, κι απ’ τους ανήμπορους; Μήπως να βγάλουν και ένα εσωτερικό κλείδωμα για την ψυχή, τα μάτια, το μυαλό μας; Μάλλον όχι, δεν θα πουλήσει… Καταφέρνουμε και τα κλειδώνουμε μόνοι μας μια χαρά…
Κάποιος έλεγε τις προάλλες -με αφορμή την απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας- ότι δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από τα σκουπίδια στους δρόμους. Κι όμως φίλε μου, υπάρχει… Οι άνθρωποι με τις κρεμάστρες… Άνθρωποι που ψάχνουν τους κάδους των δρόμων – ανοίγουν μια σιδερένια κρεμάστρα και σκαλίζουν τα σκουπίδια, μαζεύοντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ληγμένο φαγητό, χάρτινες συσκευασίες, μέχρι πλαστικές σακούλες και χρησιμοποιημένα αθλητικά- αν φανούν τυχεροί.
Το συσσίτιο της μικρής πλατείας, τα μεσημέρια, φαντάζει γι’ αυτούς, δώρο ακριβό και δυσεύρετο…
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου