Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης*
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το «στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου. Είναι αλήθεια πως οι ισορροπίες έχουν εσχάτως διαφοροποιηθεί υπέρ των επικριτών, ενώ αρχικά οι υποστηρικτές ήταν συντριπτικά περισσότεροι. Αυτό είναι εμφανές και στο εσωτερικό της γείτονος, όπου αναλυτές διαπιστώνουν την αναιρετικότητα της θεωρίας από τις πράξεις (πχ. το δόγμα μηδενικών προβλημάτων με ανοιχτά μέτωπα και λογικές χωροφύλακα έναντι της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ).
Παράλληλα, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι η χρησιμότητα της χώρας τους περνάει μέσα από τον εποικοδομητικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή- όχι μέσα από απειλές, συνήθως κενές περιεχομένου.
Είναι σαφές πως η σημερινή τουρκική ηγεσία έχει μία αναντίστοιχή της πραγματικότητας αντίληψη για τη θέση της και τις δυνατότητές της. Θεωρεί εαυτόν περιφερειακή υπερδύναμη, ενώ δεν μπορεί να καθορίσει ή έστω να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις. Επιδιώκει να ανοιχτεί στους εξεγερμένους της «Αραβικής Άνοιξης», προσβλέποντας στην αποτελεσματικότερη προώθηση των συμφερόντων της μέσω των ανερχόμενων ηγεσιών, αλλά η συνεχής επίκληση του μεγαλείου της οθωμανικής αυτοκρατορίας θυμίζει στους τελευταίους ό,τι ακριβώς αποστρέφονται για το μέλλον τους. Μόνο τυχαία δεν είναι η ειρωνική ανακοίνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου λίγο μετά την αναχώρηση Ερντογάν για το δήθεν ηγεμονικό ρόλο της Άγκυρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η τριγωνική συμμαχία με Συρία και Ιράν, παρότι ο κοινός παρανομαστής- εν προκειμένω οι Κούρδοι- παραμένει ενεργός, βαίνει στο τέλος της. Με τον μεν Άσαντ, η Τουρκία με χαρακτηριστική καθυστέρηση -δείγμα αργών αντανακλαστικών για μια ηγεσία που θέλει να απευθύνεται στις μουσουλμανικές κοινωνίες και όχι απαραίτητα στις ελίτ- έκοψε τις γέφυρες λόγω των αιματηρών γεγονότων των τελευταίων μηνών, με το δε Ιράν, τόσο η κριτική Ερντογάν προς το καθεστώς όσο και η εγκατάσταση μέρους της ΝΑΤΟϊκής αντιπυραυλικής ασπίδας σε τουρκική επικράτεια επαναφέρουν τις σχέσεις στον παραδοσιακό περιφερειακό αναταγωνισμό.
Εν τέλει, το κύριο πρόβλημα της γείτονος είναι πως βρισκόμαστε σε μία συγκυρία παγκοσμίως, όπου οι διαφορές σε αντιλήψεις, φιλοσοφία, πρακτικές ξεδιπλώνονται με ιδιαίτερη ένταση, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να επιλέξει με ποια πλευρά θα συνταχθεί. Δεν μπορεί, συνεπώς, να συνεχίσει επί μακρόν να συνομιλεί με όλους, υιοθετώντας κάθε φορά άλλη ατζέντα προκειμένου να γίνεται αρεστή.
Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ οφείλεται τόσο στην ανάγκη του Ερντογάν να προσεταιριστεί τους εθνικιστικούς κύκλους (ώστε να διασφαλίσει την πλειοψηφία για την αλλαγή του Συντάγματος το 2012) όσο, κυρίως, στην ανάδειξη ενός δυναμικού αντι-σημιτικού προφίλ προκειμένου να διεισδύσει στις μουσουλμανικές κοινωνίες (ιδίως στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης). Ωστόσο, δεν τη θεωρώ σώφρονα επιλογή. Αφενός γιατί το Ισραήλ παραμένει ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος στην περιοχή με το πλέον ισχυρό λόμπι παγκοσμίως, αφετέρου γιατί η επιλογή στοχοποίησης- και δη με τη ρητορικήΕρντογάν- απομακρύνει την Τουρκία από την κοσμικότητα και το ρόλο του γεφυροποιού στην περιοχή, επαναφέροντάς την στις ρίζες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Της αρκεί, άραγε, ο αραβικός/μουσουλμανικός κόσμος για να κατοχυρώσει ένα ανεπτυγμένο ρόλο και λόγο στα δρώμενα στην ευρύτερη –και όχι μόνο- περιοχή; Προφανώς και όχι.
Στα Βαλκάνια, ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός έχει αρχίσει να «ερεθίζει» τα αντανακλαστικά των εταίρων της, με εξαίρεση τη FYROM. Έτσι, τόσο η Βοσνία όσο και το Κόσοβο, και η Σερβία, με την οποία τα τελευταία χρόνια ανέπτυξε έντονους οικονομικούς δεσμούς, βλέπουν πλέον με επιφύλαξη την πρόθεση της Άγκυρας είτε να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο (Βοσνία, Σερβία-Κόσοβο) είτε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά τους (πχ ζήτησαν από τους Αλβανοκοσοβάρους να έχουν τα βιβλία τους περισσότερες αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία).
Από την άλλη, η ευρωπαϊκή προοπτική έχει αποδυναμωθεί αισθητά. Λίγο η απροθυμία μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να δουν την Άγκυρα ως υποψήφια προς ένταξη και οι συνακόλουθες παλινωδίες μεταξύ ένταξης και προνομιακής σχέσης, λίγο το ότι η ίδια φροντίζει να τορπιλίζει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με δύστροπες συμπεριφορές έναντι κρατών-μελών, λίγο ότι ο «άσος» της Ε.Ε. υπηρέτησε το σκοπό του για να «ξε-καθαρίσει» ο Ερντογάν το εσωτερικό τοπίο, έχουν φέρει σε τέλμα τις ευρωτουρκικές σχέσεις.Εντούτοις, είναι βέβαιο πως τα ανεπτυγμένα και δυναμικά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας βλέπουν την Ευρώπη ως το ασφαλέστερο καταφύγιο για το μέλλον τους.
Κοντολογίς, η νεο-οθωμανική μετατόπιση της Τουρκίας της στοιχίζει, χωρίς ακόμη να αποδίδει καρπούς ο ρόλος του ηγεμόνα του μουσουλμανικού/αραβικού κόσμου. Ασφαλώς, δεν μπορούμε να προκαταλάβουμε τις εξελίξεις, αλλά αν δεν υπάρξουν θεαματικές ανατροπές ή αλλαγή προσανατολισμού της τουρκικής ηγεσίας, δύσκολα θα ανακοπεί η παρούσα δυναμική. Αυτό αποδεικνύει πως η έντονη – και προς πολλές κατευθύνσεις δραστηριοποίηση- δεν συναπάγεται αυτομάτως ενίσχυση των ερεισμάτων, πολύ περισσότερο όταν αυτή στερείται ουσίας και περιεχομένου.
Σε μία δύσκολη συγκυρία για τη χώρα μας, όπου το κέντρο βάρους εστιάζεται στην οικονομική μας επιβίωση, είναι παρήγορο ότι η Τουρκία φαίνεται να επιλέγει ένα μάλλον περιθωριακό ρόλο αντί ενός εποικοδομητικού, υπονομεύοντας έτσι τη θέση της. Από την άλλη, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι μία γείτονα με αποσταθεροποιητικές τάσεις στην ευρύτερη περιοχή.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
aixmi.gr
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου