Ο ιστός της εξαπάτησης

 Βιώνουμε το παράδοξο της σχεδόν καθολικής στήριξης της συγκυβέρνησης, πρακτικής πρωτόγνωρης στα χρόνια της μεταπολίτευσης, παρά τα όσα «ανομήματα» και τις όσες καταστροφικές επιλογές, και της επίρριψης των ευθυνών για ό,τι αρνητικό συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί στον ΣΥΡΙΖΑ… ”

Του Σπύρου Μπεκιάρη
«Για λίγο μπορείς να ξεγελάς όλους, για πάντα λίγους και ποτέ όλους για πάντα».
Έτσι αξιολόγησε τις πρακτικές ποδηγέτησης των πολιτών και τις δυνατότητες καθορισμού της κοινής γνώμης ο Αβραάμ Λίνκολν.
Στην Ελλάδα του 2013 κάποιοι εμμένουν στην τακτική «της εξαπάτησης για πάντα» και το θεωρούν μάλιστα εύκολο.
Αν υποθέσουμε ότι ο ελληνικός λαός παρασύρεται από την εικονική και σχηματική προοπτική εξόδου από την κρίση και την οσονούπω «θερμή υποδοχή» της Ελλάδας από τις αγορές, τότε δεν κάνουμε λόγο για ένα δόλιο σχέδιο, αλλά για ένα τεράστιο πρόβλημα που αφορά στο απονευρωμένο πολιτική κριτήριο και αισθητήριο του Έλληνα.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Απλά η «Βάση» της δομημένης, στρεβλωτικά, ελληνικής κοινωνίας, μισθωτοί του δημοσίου και συνταξιούχοι, κολακεύεται με το ενδιαφέρον της «εθνοσωτηρίου συγκυβέρνησης», για τη διασφάλιση μισθών και συντάξεων, και οδηγείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της ευτελισμένης βιολογικής επιβίωσης.

Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα κλείνουν αυτιά και μάτια μπροστά στην έκρηξη της ανεργίας, την αύξηση του χρέους, την οικονομική αφαίμαξη αυτών των ίδιων, τη φορολογική λαίλαπα, την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, την επιτροπεία των ξένων, την απαξίωση του συστήματος υγείας, την υποβάθμιση της παιδείας και κυρίως τον κοινωνικό αποκλεισμό;

Οι κυβερνώντες, με τη συνδρομή των κέντρων πληροφόρησης και των συγκροτημάτων, που δυστυχώς ακόμη και σήμερα ορίζουν την πολιτική μοίρα του τόπου, αξιολογώντας την υστερόβουλη και εν μέρει εγωμανή τακτική των «υπηρετούντων» το δημόσιο και την απολύτως «αναγκαία ύπαρξη» των συνταξιούχων, για την κοινωνική ισορροπία, καθώς έτσι αναδεικνύονται, έστω και μέσα από μίζερες λογικές, οι ισχυροί δεσμοί της Ελληνικής οικογένειας εξασφαλίζουν μια τεχνητή αποδοχή και κρατούν δέσμιους τους νέους.

Αυτή η «ισορροπία του ευτελισμού» από τη μια απορροφά τους κραδασμούς της καταρρέουσας, λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης, ελληνικής κοινωνίας κι από την άλλη τροφοδοτεί το αναχρονιστικό σύνδρομο της γονεϊκής προσφοράς που λειτουργεί όπως το «κέρας της Αμάλθειας» για τους αποκλεισμένους, με ευθύνη των μεγαλύτερων, νέους.

- Πότε και από ποιόν έγινε μια σοβαρή και με ορίζοντα προσπάθεια για την αντιμετώπιση της ανεργίας, που έχει θύματά της κυρίως τους νέους;

- Ποιός και ποιά από τις τελευταίες κυβερνήσεις ενδιαφέρθηκε για την «ποδοπατημένη» αξιοπρέπεια των νέων που εργάζονται και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την οικονομική συνδρομή των γονιών τους;

- Ποιος πίστεψε στους νέους και ποιος επωπίζεται το βάρος των πρωτοβουλιών που θα τους απαλλάξει από τα σύνδρομα της κατάθλιψη;

Αλίμονο στις κοινωνίες των οποίων η μέριμνα εστιάζεται κυρίως γύρω από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους…

Αυτές οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες και χωρίς προοπτική. Κάθε πολιτεία και κάθε κοινωνία, για να έχει λόγο ύπαρξης και πιθανότητες επιβίωσης, οφείλει να οργανώσει την πολιτική και τις πρωτοβουλίες της γύρω από τους νέους και να αναδείξει τις προοπτικές δυναμικής ανάπτυξής της με πρωταγωνιστές τους ίδιους.

Παράλληλα, η προσπάθεια εμπέδωσης των λογικών της διαρκούς πλάνης και εξαπάτησης του ελληνικού λαού, έως ότου ολοκληρωθεί το «θεάρεστο έργο» της συγκυβέρνησης, συνδέεται και με δυο άλλες παραμέτρους: Τα μεγάλα συγκροτήματα και κέντρα πληροφόρησης, με τους «πολυμαθέστατους» αναλυτές τους, και τις «ευθύνες» του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελούν το πεδίο της επιπολάζουσας κριτικής τους.

Βέβαια τα κέντρα αυτά με τα κανάλια τους και τα έντυπά τους (κάθε είδους) δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά το αυτονόητο.

- Αγωνίζονται υπέρ «ιερών» και ιδίων συμφερόντων, υπέρ «ατέλειας συχνοτήτων» και προωθούν «στελέχη» στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στο κυβερνητικό άρμα.

Έτσι λοιπόν βιώνουμε το παράδοξο της σχεδόν καθολικής στήριξης της συγκεβέρνησης, πρακτικής πρωτόγνωρης στα χρόνια της μεταπολίτευσης, παρά τα όσα «ανομήματα» και τις όσες καταστροφικές επιλογές, και της επίρριψης των ευθυνών για ό,τι αρνητικό συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί στον ΣΥΡΙΖΑ…

• Ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει για τα δεινά της κοινωνίας και της οικονομίας κι όχι αυτοί που «κατόρθωσαν» παρά τις θυσίες του λαού τα τελευταία χρόνια να αυξήσουν το χρέος!

• Ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει για την «τραγωδία στο χώρο των φαρμάκων» κι όχι αυτοί που σε 5 χρόνια «κατάφεραν», στήνοντας πάρτι στο «ΦΑΓΟΤΟΠΙ» των ταμείων ν’ ανεβάσουν το κόστος των φαρμάκων από τα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2005 στα 5,1 δισεκατομμύρια το 2009…

• Ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει για το εύρος της ανθρωπιστικής κρίσης και για το όνειδος της ελληνικής πολιτείας, η οποία δεν μπορεί να διασφαλίσει, τα αναγκαία για τους μικρούς μαθητές που πάνε νηστικοί στο σχολείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…



• Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απολογηθεί γιατί έχει πρόεδρό του έναν νέο άνθρωπο, δηλαδή «άπειρο» κατ’ αυτούς και κυρίως μη φοιτήσαντα στο Χάρβαρντ. Ευτυχώς που οι τελευταίοι πρωθυπουργοί είχαν το προνόμιο της φοίτησης στο συγκεκριμένο ίδρυμα…



• Κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει γιατί δεν μπορεί να εκφραστεί ενιαία και επομένως μονολιθικά. Γύρω απ’ αυτό το «τεράστιο πρόβλημα» τοποθετούνται και ανεγκέφαλοι αναλυτές και ανεγκέφαλοι πολιτικοί, αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι οι ίδιοι που από τη μια μέμφονται την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για Σταλινισμό κι από την άλλη τρέμουν την ύπαρξη συνιστωσών και την εκδοχή της πολυέκφρασης.



Αγνοούν βέβαια ότι η όποια αριστερή έκφραση δομείται στη βάση της λογικής και της πρακτικής της σύγκρουσης.



Δεν υπάρχει πολιτικός στοχαστής, με προοδευτικό προσανατολισμό, που να υπερασπίζεται την πολιτική αφωνία και μονομέρεια και να καταδικάζει την πολυέκφραση και τον πλούτο των προτάσεων στην πολιτική κονίστρα.



Χωρίς συνιστώσες δεν υπάρχει συνισταμένη. Οι αρχές του «μη υπαρκτού» ισχύουν στο χώρο της φιλοσοφίας. Φιλοσοφική βέβαια είναι και η βάση της πολιτικής. Όμως η πολιτική βιώνεται ως καθημερινή ευθύνη και δράση και κυρίως ως αντι -δράση στις λογικές της υποταγής.



Οι προσωποπαγείς πολιτικοί οργανισμοί και οι Λουδοβίκειες λογικές έχουν ξεπεραστεί στο πλαίσιο της ιστορικής πορείας των κοινωνιών.



Οι αλλαγές και οι κατακτήσεις συνδέονται αυτόματα με τις «συνιστώσες», με τη διαφωνία και την προσθήκη απόψεων. Η άνευ όρων ταύτιση με τις όποιες θέσεις σου στερεί το δικαίωμα της αντίδρασης και της αντίστασης. Αντίθετα, η διαφοροποίηση και η υπεράσπιση απόψεων ακόμη και με τη λογική της ισχυρογνωμοσύνης, είναι δείγματα πολιτικής υγείας, τροφοδοτούν τις εξελικτικές διαδικασίες και κατοχυρώνουν τη «δημοκρατία της σκέψης» και τη «δημοκρατία της γνώσης», που μπορούν να διαλύσουν τα νέφη της νοσηρής πολιτικής πλάνης και να αλλάξουν τα δεδομένα στον τόπο μας.



Αυτόν τον δρόμο της πολυφωνίας και κυρίως της δυσπιστίας τον υπερασπίζονται όλοι οι μεγάλοι στοχαστές της πολιτικής σκέψης ανά τους αιώνες. Οι δειλοί και οι μοιραίοι, θύματα των πανικών φόβων τους, ποτέ δεν θ’ απαλλαγούν από το βάρος της πρόσκαιρης βόλεψης και υποταγής.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια