Το ψευτοδίλημμα της ανάπτυξης

Tης Mιραντας Ξαφα*
Στο παρά πέντε των δημοτικών εκλογών, η στάση της αντιπολίτευσης και η διακαναλική συνέντευξη του πρωθυπουργού έχουν δώσει έντονα πολιτικό χαρακτήρα στις επερχόμενες εκλογές, που έχουν μετατραπεί σε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανταγωνίζονται για το ποιος είναι ο πιο γνήσιος εκφραστής της αντι-μνημονιακής πολιτικής. Ισχυρίζονται ότι «οι πολιτικές του Μνημονίου βαθαίνουν την ύφεση», λες και μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς δημοσιονομική εξυγίανση. Mόνο οι χώρες που έχουν επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία και έχουν ολοκληρώσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να είναι ανταγωνιστικές, βαδίζουν σταθερά στον δρόμο της ανάπτυξης. Αυτές είναι οι οικονομίες που διαθέτουν την αναγκαία ευκαμψία και δυναμισμό ώστε να προσαρμόζονται γρήγορα στις αλλαγές των συνθηκών στις παγκόσμιες αγορές, διασφαλίζοντας έτσι το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους.
Την ώρα που οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. παίρνουν σκληρά μέτρα λιτότητας, υπάρχει διχογνωμία αν σε περίοδο κρίσης έχει προτεραιότητα η δημοσιονομική εξυγίανση ή η ανάπτυξη. Για την Ελλάδα, αυτό είναι ψευτοδίλημμα. Δεν υπάρχει χώρα στην Ε.Ε., ακόμα και μεταξύ των πρώην κομμουνιστικών χωρών, με τόσες προβληματικές δημόσιες επιχειρήσεις, τόσο χαώδες συνταξιοδοτικό, τόση αδυναμία μέτρησης των δημοσιονομικών μεγεθών, τόσο παράλυτη δημόσια διοίκηση, τόσο ανύπαρκτη παραγωγική βάση.

Κάθε χρόνο, η χώρα κατατάσσεται όλο και χαμηλότερα στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και διαφάνειας, πίσω από πολλές αφρικανικές χώρες. Για την Ελλάδα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν που χαράσσει το Μνημόνιο. Υγιής ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν μπει τάξη στην κόπρο του Αυγείου του Δημοσίου, και αν δεν εκλείψουν τα προνόμια και τα κεκτημένα που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και περιχαρακώνουν τις αγκυλώσεις.
Η ώρα της οικονομικής κρίσης φέρνει τις κοινωνίες αντιμέτωπες με τον καθρέφτη που δείχνει καθαρά τα προβλήματα και τις αδυναμίες τους. Ο καθρέφτης στη χώρα μας δείχνει μία κοινωνία με γενικευμένη προσοδοθηρία, μία «κοινωνία των βολεμένων», όπου το κράτος μοιράζει διορισμούς, άδειες, προμήθειες, συντάξεις, επιδοτήσεις και επιδόματα σε «ημετέρους», ενώ οι υπόλοιποι μένουν εκτός παιχνιδιού. Στα μάτια των τελευταίων, συχνά ενοχοποιούνται οι μηχανισμοί της αγοράς για την κοινωνική αδικία, ενώ στην πραγματικότητα ευθύνεται το κομματικό κράτος που επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα και τις αγορές αντί να τις ενισχύει.
Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο έχει προκαλέσει μία σειρά συγκρούσεων «προστασίας των κεκτημένων». Τους τελευταίους μήνες βλέπουμε ομάδες συμφερόντων –φορτηγατζήδες, φαρμακοποιούς, δικηγόρους, δασκάλους, ναυτεργάτες, συνδικάτα του ευρύτερου δημόσιου τομέα– να αντιδρούν στην αφαίρεση προσόδων που έχουν εξασφαλίσει σε βάρος του εθνικού συμφέροντος.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μοιάζει ικανό να αρθρώσει έναν ρηξικέλευθο πολιτικό λόγο που να εναντιώνεται σε αυτά τα ιδιοτελή συμφέροντα. Οταν η κομμουνιστική Κούβα απολύει υπεράριθμους δημοσίους υπαλλήλους, εμείς μιλάμε για μετατάξεις. Και όταν ο δήμαρχος Τιράνων κατεδαφίζει 2.000 αυθαίρετα κατά μήκος του ποταμού που διασχίζει την πρωτεύουσα, εμείς προτείνουμε «τακτοποίηση» της πολεοδομικής παρανομίας. Η Αριστερά δεν μπορεί να ξεκολλήσει από την στείρα πολιτική του πεζοδρομίου και να τεκμηριώσει τον λόγο της, ενώ η Δεξιά ως επί το πλείστον επιδίδεται στον λαϊκισμό. Αν δεν μπορέσει να υπάρξει εθνική συνεννόηση, χωρίς παρωπίδες και ιδεολογικές προκαταλήψεις, το πρόγραμμα σταθερότητας δεν θα πετύχει. Κάποια στιγμή θα επέλθει η «κόπωση προσαρμογής» – η αντίδραση στην πολιτική λιτότητας και στην υπέρμετρη φορολογία που επιβαρύνει τον ιδιωτικό τομέα και την οικονομία.
Τα οφέλη ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης των μεταρρυθμίσεων για τους πολίτες είναι προφανή: Η απελευθέρωση των επαγγελμάτων και των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών ωφελούν όλους τους καταναλωτές.
Οι φτηνές μεταφορές μειώνουν τις τελικές τιμές των εμπορευμάτων στα ράφια των καταστημάτων και η απελευθέρωση των επαγγελμάτων βοηθάει τους νέους να βρουν δουλειά. Η εφαρμογή του Μνημονίου θα διευρύνει σημαντικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Το σπάταλο Δημόσιο θα εξυγιανθεί εκ βάθρων, απελευθερώνοντας πόρους για επενδύσεις. Θα περιοριστεί η γραφειοκρατία και θα διευκολυνθεί η ίδρυση και η αδειοδότηση των επιχειρήσεων. Θα ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την ακρίβεια και την ανεργία των νέων. Θα εξασφαλιστούν οι συντάξεις των επόμενων γενεών. Θα υπάρξει ροή ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα, που σήμερα έχει χάσει την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία.
Στον ένα χρόνο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση καθυστέρησε έξι μήνες να πάρει ουσιαστικά μέτρα, και αν τα πήρε ήταν χάρη στην απώλεια πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές και στην παρέμβαση της τρόικας.
Το τελευταίο εξάμηνο όμως πάρθηκαν γενναία μέτρα –ασφαλιστικό, αγορά εργασίας, άνοιγμα επαγγέλματος φορτηγών Δ.Χ. και βυτιοφόρων– που αναβάλλονταν εδώ και δεκαετίες. Το πρόβλημα είναι ότι οι ριζικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Μνημόνιο δεν είναι προφανές ότι θα υλοποιηθούν όσο η κυβέρνηση συνεχίζει να φοβάται το πολιτικό κόστος και όσο η αντιπολίτευση συσπειρώνεται εναντίον του. Αλλά ούτε και το Μνημόνιο, από μόνο του, επαρκεί για την ανάκαμψη. Χρειάζεται ένα αναπτυξιακό όραμα, βασισμένο στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, που μόνο η κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει. Ας της δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία.
* Η κ. Μιράντα Ξαφά είναι ιδρυτικό μέλος της Δράσης.
kathimerini

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια