(Αφιερώνεται στον κ. Άνθιμο)
Tου Θανάση Ι. Νικολαΐδη
ΣΤΗ συμπλοκή, αποβραδίς, σκοτώθηκαν πολλοί. Αντάρτες κατά «Εθνικών» κι ήταν η μάχη φονική. Ποιος θάβει τους νεκρούς, την άλλη μέρα, πώς ακούς το θρήνο κοιτώντας τ’ άψυχα κορμιά; Και τι να πεις που έλληνες σκότωσαν έλληνες;
ΚΟΥΒΑΛΗΣΑΝ τους σκοτωμένους κι απίθωσαν τα κουφάρια τους σε μια γωνιά. Θα τους μετέφεραν στα μνήματα, αφού πρώτα τους αναγνώριζαν οι συγγενείς. Θα τους έβλεπαν νεκρούς οι χωριανοί, καθένας θα’ κανε «λογαριασμό» για να φορτώσει την ψυχή του λύπη ή αγανάκτηση, ανάλογα τι τους έδενε ή τους χώριζε όσο ζούσαν, χωριανοί, φίλοι, γνωστοί, γειτόνοι.
ΥΣΤΕΡΑ τους φόρτωσαν σε κάρο και κίνησαν για του χωριού την εκκλησιά. Σαν άκουσαν καμπανητό λυπητερό αυτοί οι ιδιότυποι νεκροθάφτες, άλλαξαν γνώμη. Θέλησαν να γίνει πιο γνωστό το γεγονός, να δουν τα πτώματα και να
συγκινηθούν οι πιο «τρανοί». Να δώσουν την ευχή τους δεσποτάδες με ράβδους και μίτρες, παπάδες με μόρφωση, επαφές, ισχύ και δύναμη. Το ‘ξεραν πως οι δεσποτάδες ευλογούν τα όπλα της Πατρίδας στ’ όνομα της Παναγιάς, διαβάζουν τους νεκρούς πριν την ταφή, το ίδιο σκέφθηκαν για τους νεκρούς θα ισχύσει, για τις ψυχές ‘κείνων που κουβαλούσαν τα κουφάρια τους. Να’ ναι αναπαυμένες στον άλλο κόσμο.ΔΥΣΚΟΛΟΣ δρόμος, μα θα τους πήγαιναν, σκεπασμένους με κουβέρτες στην Επισκοπή! Στο κέντρο της πόλης, σ’ εκείνο το μεγάλο κι απλησίαστο κτίριο που έστεκε μεγαλόπρεπο κι απείραχτο απ’ τις ριπές των ανταρτών. Εκεί μπαινόβγαιναν παπάδες, διάκοι, πρωτοσύγκελοι, άψυχοι, ανέκφραστοι κι απόκοσμοι, λες και δεν το’ μαθαν πως σφάζονται οι κοσμικοί στην ύπαιθρο, έλληνες πως σκοτώνουν έλληνες, στις πόλεις πως πεινάνε. Να σπεύσουν στους εμπόλεμους με το σταυρό στο χέρι κι ό,τι αποσώσουν, να κάνουν και μια προσευχή για τις ψυχές-όλα του ίδιου Θεού ήταν παιδιά κι εκείνοι ήσαν οι εκπρόσωποί του. Εκεί, στο κονάκι του Δεσπότη, με τις εικόνες, την πολυτέλεια και τη χλιδή μπαινόβγαιναν τρεχάτοι ρασοφόροι, από χώρο σε χώρο και κάθε τόσο σταυροκοπιόταν χωρίς λόγο. Χωρίς ίχνος χαμόγελου να γλυκάνει την ατμόσφαιρα, ν’ αλλάξει το κλίμα, ούτε μια λέξη ανθρώπινη, ένας λόγος για το μακελειό, ένα σταυροκόπημα για να τους φωτίσει ο Θεός να κατεβάσουν τις κάνες όπως πρόσταζε ο Χριστός. Όλοι τους σοβαροί και βιαστικοί, ο ένας με ένα χαρτί στο χέρι κι ο άλλος κάτι να ψιθυρίσει στο αυτί του διπλανού κι εκείνος να το μεταφέρει σε άλλον κι ο τελευταίος στον πρώτο «τη τάξει» αφέντη ψυχών και του ποιμνίου, όλοι κρατώντας τον τύπο και τις αποστάσεις που προβλέπουν οι νόμοι και οι κανονισμοί. Τους φτιάξαν’ Δεσποτάδες με τη δύναμη που είχαν για να την έχουν και να μη τη χάσουν και για την καλοπέρασή τους. Στ’ όνομα της Εκκλησίας και μακράν του ποιμνίου, που το χώρισαν κι αυτό σε ερίφια και αμνούς.
ΤΟ κάρο με τους σκοτωμένους συνέχισε την πένθιμη πορεία του. Βρέθηκε στην αυλή κι ο αμαξάς κατέβηκε. Χωρίς άδειες και τυπικές διαδικασίες. Βαρύ το φορτίο κι ο Ήλιος που’ δεν είδε τη βραδινή σφαγή , δεν άφηνε εκείνους τους αυτόκλητους νεκροθάφτες να καθυστερήσουν. Ανάκατα στο κάρο τα κουφάρια άρχισαν να μυρίζουν, έναν παπά ήθελαν να κάνει μιαν ευχή, μακάρι να’ ταν ο Δεσπότης. Αλλιώτικη θα’ ταν η ευχή, πιο δυνατή, χωρίς διάκριση για τους σκοτωμένους, για όλους το ίδιο, να συγχωρέσει ο Θεός τα κρίματά τους, να πάνε στον παράδεισο ενωμένοι κι ας ήταν στη ζωή τους χωρισμένοι. Δεν το’ θελαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, μα το’ χε η μοίρα τους κι ήταν του Εμφυλίου σκοπός ο αλληλοσκοτωμός.
ΟΙ δυο πάνω στο κάρο κι ο τρίτος κάτω. Ξεδιάλυναν τα θλιβερά κουφάρια και τ’ αραδιάζουν ένα-ένα. Ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις τον αντάρτη με τα γένια και τα φυσεκλίκια. Οι «εθνικοί» ήταν οι λίγοι- τους βάλαν’ χωριστά, απιθώνοντας τα πτώματα σε μια γωνιά, με σεβασμό. Τους άλλους τους σηκώνανε για λίγο κρατώντας χέρια πόδια και τους ρίχναν’ καταγής. Άλλους, στο χείλος του κάρου, τους έσπρωχναν λιγάκι με το πόδι κι αυτό ήταν όλο. Σε λίγο έγινε σωρός και ειδοποίησαν τον Δεσπότη, που θ’ αργούσε να’ ρθει. Είδαν τα πτώματα παπάδες που μπαινόβγαιναν φουριόζοι κι ούτε στάθηκαν να δουν και να ρωτήσουν. Δεν ήταν δικιά τους δουλειά, δεν ήσαν δικοί τους άνθρωποι, αλίμονο να στεναχωριόταν ο παπάς σε μια κηδεία, να καταλάβαινε αυτά που διαβάζει σε μιαν επιμνημόσυνη δέηση, να άγγιζαν τη ψυχή του τα λόγια των ψαλμών και να’ πιανε το μήνυμα…Αλίμονο να λύγιζε η καρδιά του απ’ τα μοιρολόγια. Θα’ χε τότε φορτωθεί πίκρες του κόσμου και τι θ’ απόμενε σ’ αυτόν για ν’ απολύσει στη ζωή την άχαρη, τη στερημένη; Κάποιοι περαστικοί που μαζεύτηκαν χάζευαν τα πτώματα, άλλος από περιέργεια κι οι πιο πολλοί από μίσος. Η ώρα πέρναγε και ο Δεσπότης δεν φαινόταν. Σίγουρα το’ χε πληροφορηθεί κι είναι γνωστό πως στις «τελετές» προηγούνται τα παιδιά και οι νεκροί, μα έπρεπε να καθυστερήσει- τι Δεσπότης θα’ ταν…
ΚΑΠΟΤΕ φάνηκε στην πόρτα, με κουστωδία δυο τρεις ρασοφόρους που έσπευδαν να τον διευκολύνουν μη κοπιάσει, μη θυμώσει και τους ρίξει αυστηρή ματιά, μη πιάσουν χώμα τα χρυσοποίκιλτα άμφια. Αγωνία μη χαλάσει τη ψυχή του το θέαμα που θ’ αντίκριζε κι αν το μπορούσαν θα τον σήκωναν στα χέρια μη λερωθεί η φορεσιά του.
ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ τους σκοτωμένους ο εκπρόσωπος του Θεού. Στέκεται με δέος στη μια πλευρά, σηκώνει τη ματιά στον ουρανό και δίνει την ευχή του. Για τον παράδεισο οι «εθνικοί». Με την ευχή της Παναγιάς και τη «μεσολάβηση» του Δεσπότη. Τελειώνει την ευχή και κατεβάζει το βλέμμα χαμηλά. Αλλάζει όψη ξαφνικά και ξαναγίνεται αυστηρός. Το βλέμμα γίνεται άγριο και, με ύφος βλοσυρό, πλησιάζει την άλλη «πλευρά». Το σωρό με τις σορούς των στοιβαγμένων. Στους νεκρούς αντάρτες με τα γένια και τα φυσεκλίκια. Κλωτσάει το κεφάλι του ακριανού που προεξείχε, «τι μου τους φέρατ’ εδώ;» λέει αυστηρά και φεύγει βιαστικός.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου