Mνήμη A´

καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι

Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου μόνο μ᾿ ἕνα καλάμι

εἴταν ἔρημη ἡ νύχτα τὸ φεγγάρι στὴ χάση

καὶ μύριζε τὸ χῶμα ἀπὸ τὴν τελευταία βροχή.

Ψιθύρισα ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ.

ὁ οὐρανὸς εἶναι λίγος, θάλασσα δὲν ὑπάρχει,

ὅ, τι σκοτώνουν τὴν μέρα τ᾿ ἀδειάζουν μὲ κάρα πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη.




Τὰ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ αὐτὴ τὴ φλογέρα

ποὺ μοῦ χάρισε ἕνας γέροντας βοσκὸς ἐπειδὴ τοῦ εἶπα καλησπέρα

οἱ ἄλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ

ξυπνοῦν, ξυρίζουνται κι ἀρχίζουν μεροκάματο τὸ σκοτωμό,

ὅπως κλαδεύεις ἢ χειρουργεῖς, μεθοδικά, χωρὶς πάθος

ὁ πόνος νεκρὸς σὰν τὸν Πάτροκλο καὶ κανεὶς δὲν κάνει λάθος.




Συλλογίστηκα νὰ φυσήξω ἕνα σκοπὸ κι ἔπειτα ντράπηκα τὸν ἄλλο κόσμο

αὐτὸν ποὺ μὲ βλέπει πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ νύχτα μὲς ἀπ᾿ τὸ φῶς μου

ποὺ ὑφαίνουν τὰ κορμιὰ ζωντανά, οἱ καρδιὲς γυμνὲς

κι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀνήκει καὶ στὶς Σεμνὲς

καθὼς καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πέτρα καὶ στὸ νερὸ καὶ στὸ χορτάρι

καὶ στὸ ζῶο ποὺ κοιτάει κατάματα τὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται νὰ τὸ πάρει.




Ἔτσι προχώρησα στὸ σκοτεινὸ μονοπάτι

κι ἔστριψα στὸ περβόλι μου κι ἔσκαψα κι ἔθαψα τὸ καλάμι

καὶ πάλι ψιθύρισα θὰ γίνει ἀνάσταση μίαν αὐγή,

πὼς λάμπουν τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα θὰ ροδαμίσει τοῦ ὄρθρου ἡ μαρμαρυγή,

θὰ ξαναγίνει πέλαγο καὶ πάλι τὸ κύμα θὰ τινάξει τὴν Ἀφροδίτη

εἴμαστε ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει.

Καὶ μπῆκα στ᾿ ἀδειανό μου τὸ σπίτι.



Γιώργου Σεφέρη 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια