Η Ελλάδα έζησε πριν μερικές δεκαετίες τα εκτρώματα του μαζικού τουρισμού, ο οποίος κατέληξε σ’ έναν κορεσμό σε πολλές περιοχές, έτσι αναγκάστηκε στη συνέχεια να αλλάξει μεθόδους και να επιλέξει πιο ορθολογικά τον τουρισμό της. Το πρόβλημα είναι ότι στο ενδιάμεσο γειτονικές χώρες αξιοποίησαν πιο αποτελεσματικά το συγκριτικό πλεονέκτημα του ήλιου και της θάλασσας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ακόμα πιο ανταγωνιστικό πλαίσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι ο στρατηγικός τουρισμός έγινε απαραίτητος για την εξέλιξη των ελληνικών δεδομένων. Μετά την κρίση όμως τα προβλήματα έγιναν πιο ακραία σε μερικές περιοχές όπου παλαιότερα υπήρχε μια σχετική ευκολία όσον αφορά στην πρόσβαση και την προσέγγιση. Με αυτόν τον τρόπο έγινε κατανοητό ότι ο πολιτισμός δεν είχε ακόμα χρησιμοποιηθεί όσο έπρεπε. Πιο συγκεκριμένα άρχιζε να παίζει ένα ρόλο σημαντικό η φιλοξενία και η μαγειρική που αξιοποιούσαν την παράδοση όμως οι υποδομές παρέμεναν σχετικά οι ίδιες. Ο ίδιος ο πολιτισμός με την αρχαιολογική του και αρχιτεκτονική του έννοια δεν είχε ενσωματωθεί στον τουρισμό. Τώρα βλέπουμε χώρους που αξιοποιούν την ιστορία με την έννοια ότι δεν πρόκειται για ένα ανώνυμο ξενοδοχείο αλλά για ένα κτίριο μέσα στο οποίο ο ξένος τουρίστας νιώθει ότι ζει μέσα στην ιστορία και βιώνει ακόμα και στο δωμάτιό του τον λόγο για τον οποίο ήρθε να δει αξιοθέατα. Με υποδομές του τύπου hôtel de charme ή hôtel de boutique δεν εξετάζονται μόνο τα αστέρια του χώρου αλλά και η ιστορία του χρόνου που ταξιδεύει τον ξένο τουρίστα ως φιλοξενούμενο πολιτισμού.