Η Έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα, επισημαίνει για ακόμη μία φορά τις λάθος εκτιμήσεις που έγιναν από τη μεριά του Ταμείου στο πρώτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ελλάδας, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η «μοναδικότητα του ελληνικού προβλήματος».
“Δεν είχαμε προβλέψει τις αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα, τα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις”, τονίζει το Ταμείο.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, διαχωρίζει τα τρία επιτυχημένα προγράμματα (Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου) από αυτό της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα αποτελεί «ειδική περίπτωση».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι “η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις.
Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος”.
Η Λαγκάρντ αναγνωρίζει ακόμη, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο. «Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης».
“Δεν είχαμε προβλέψει τις αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα, τα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις”, τονίζει το Ταμείο.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, διαχωρίζει τα τρία επιτυχημένα προγράμματα (Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου) από αυτό της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα αποτελεί «ειδική περίπτωση».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι “η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις.
Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος”.
Η Λαγκάρντ αναγνωρίζει ακόμη, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο. «Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης».