Την προηγούμενη εβδομάδα, οργανώθηκαν νέες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στις Βρυξέλλες εναντίον της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας για το εμπόριο και τις επενδύσεις (ΤΤΙΡ) ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ: ακτιβιστές μπλόκαραν την είσοδο του κτιρίου όπου διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις, έβαψαν τους προσερχόμενους διαπραγματευτές με spray, αντικατέστησαν την σημαία της ΕΕ με πανό καθώς και 700 διαφημιστικές πινακίδες του μετρό με αφίσες που τόνιζαν, μεταξύ των άλλων, ότι οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τρία εκατομμύρια πολίτες που έχουν υπογράψει κείμενο που ζητά το σταμάτημα των διαπραγματεύσεων.
Με δεδομένες τις μεγάλες αντιδράσεις που σημειώνονται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και το γεγονός ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γαλλία με την Γερμανία έχουν μπει σε προεκλογική περίοδο, οι διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ φαίνεται να έχουν βαλτώσει. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με την CETA: οι διαπραγματεύσεις ΕΕ – Καναδά για την μικρή αδελφή της ΤΤΙΡ, που εμπνέεται από την ίδια φιλοσοφία και περιέχει τις ίδιες καταστροφικές διατάξεις, ολοκληρώθηκαν. Μάλιστα η Κομισιόν και ο πρόεδρος της Ζαν Κλωντ Γιούνκερ ήθελαν να την περάσουν ως απλή ευρωπαϊκή συμφωνία που σημαίνει ότι θα χρειαζόταν να εγκριθεί μόνο από τους αρχηγούς των μελών κρατών και το Ευρωκοινοβούλιο, παρακάμπτοντας τα εθνικά κοινοβούλια.
Επειδή ειδικά μετά το δημοψήφισμα υπέρ του Βrexit η παράκαμψη αυτή θα ήταν too much, μύριζε δηλαδή πραξικοπηματάκι, Κομισιόν και Γιούνκερ έκαναν μια θεαματική στροφή και τη χαρακτήρισαν ως μεικτή συμφωνία, που σημαίνει ότι η CETA θα πρέπει να εγκριθεί και από τα κοινοβούλια όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Δεν πρόκειται όμως για στροφή 180 μοιρών, καθώς αποφάσισαν την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας, μέχρι την έγκριση ή την απόρριψη της (αν ένα κοινοβούλιο να ψηφίσει εναντίον, καταρρέει όλο το οικοδόμημα). Είναι προφανές ότι με την τακτική της προσωρινής εφαρμογής γίνεται προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, που θα είναι μετά δυσκολότερο να ανατραπούν.
Στις συζητήσεις που έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα ανάμεσα στις χώρες μέλη της ΕΕ, καμία χώρα δεν έφερε αντιρρήσεις για την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας. Σύμφωνα με τα απόρρητα πρακτικά της συνάντησης, η Ελλάδα περιορίστηκε να παραπονεθεί για την μη επαρκή προστασία της φέτας, αλλά φυσικά η βλάβη για τους Έλληνες και Ευρωπαίους πολίτες είναι πολύ μεγαλύτερη. Στον Καναδά έχουν εγκατασταθεί ή μπορούν να δημιουργήσουν υποκαταστήματα – σφραγίδες, αμερικανικές εταιρείες που μπορούν έτσι να εισβάλλουν στην Ευρώπη χωρίς να περιμένουν να συμφωνηθεί η TTIP. Επιπλέον, αν η CETA τελικώς εγκριθεί, δεν θα υπάρχει επιχείρημα για την μη έγκριση της ΤΤΙΡ, που περιέχει ακριβώς τις ίδιες διατάξεις. Για τους 2 παραπάνω λόγους, η CETA είναι στη πραγματικότητα ο Δούρειος Ίππος για την άλωση της Ευρώπης και την νίκη των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που υποστηρίζουν αυτές τις συμφωνίες-οδοστρωτήρες.
Από τα ίδια απόρρητα πρακτικά της συνάντησης που έχω στη διάθεση μου, φαίνεται ότι η φόρμουλα της προσωρινής εφαρμογής μπάζει από παντού. Μια σειρά από κράτη ζήτησαν, βασικά για προεκλογικούς λόγους, το πάγωμα της εφαρμογής ορισμένων διατάξεων: η Γερμανία να μην εφαρμοστεί η διάταξη για την προστασία των επενδύσεων και την ανάγκη, ουσιαστικά, λογοδοσίας των κρατών προς τις εταιρείες, ενώ και η Γαλλία ζήτησε κάποιες εξαιρέσεις. Αυτές οι απαιτήσεις βάζουν μεγαλύτερα εμπόδια στην εφαρμογή της συμφωνίας και δίνουν την δυνατότητα και σε άλλα κράτη μέλη να παρέμβουν.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω μνημονίων και χρέους, επομένως θα ήταν δύσκολο να σηκώσει όλο το βάρος της απόρριψης της συμφωνίας. Θα μπορούσε όμως να χτίσει συμμαχίες ή θα αρκούσε να ζητήσει την γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για κάποιες διατάξεις που την αφορούν, όπως την ελλιπή προστασία των προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη: και μόνο αυτή η προσφυγή θα καθυστερούσε ακόμη και την προσωρινή εφαρμογή της CETA για ενάμιση τουλάχιστον χρόνο, πράγμα καταστροφικό για μια συμφωνία που αδημονούν να περάσουν στα γρήγορα, χωρίς οι πολίτες να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει και ότι δεν είναι παρά ο προπομπός της ΤΤΙΡ. Όπως τόνισε άλλωστε ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην ίδια συνάντηση «εάν η ΕΕ δεν επικυρώσει τη συμφωνία, η εμπορική πολιτική της θα παρουσιάσει ένα μεγάλο πρόβλημα αξιοπιστίας. Θα είναι κοντά στο θάνατο».