Πόσο σοβαρή μπορεί να είναι η τραχηλίτιδα της μήτρας, τι την προκαλεί και πώς αντιμετωπίζεται;

Επιμέλεια Γιώργος Μονεμβασίτης, γυναικολόγος,medlabnews.gr

Η τραχηλίτιδα είναι μια λέξη που φοβίζει τις γυναίκες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια απλή φλεγμονή του τραχήλου.

Η κατάληξη «-ίτιδα» σημαίνει φλεγμονή ενός συγκεκριμένου οργάνου. Ο τράχηλος είναι το κατώτερο τμήμα της μήτρας, το οποίο προβάλλει μέσα στον κόλπο.

Η φλεγμονή μπορεί να αφορά τον ενδοτράχηλο και τα κύτταρα του μονόστιβου κυλινδρικού επιθηλίου των ενδοτραχηλικών αδένων, όμως μπορεί να προσβάλει και το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο στον εξωτράχηλο, το οποίο είναι άμεση συνέχεια του επιθηλίου του κόλπου. Η φλεγμονή μπορεί να συνοδεύεται από αιδοιοκολπίτιδα. Η κύρια νοσηρότη­τα αφορά την ανιούσα λοίμωξη στη μήτρα και στα εξαρτήματα (φλεγμονώδης νόσος της πυέλου – Φ.Ν.Π.), η οποία οδηγεί σε χρόνιο κοιλιακό άλγος και στειρότητα.

Σε μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο. Τα συ­χνότερα αίτια είναι οι μικροοργανισμοί Chlamydia trachomatis και Neisseria go­norrhoeae (γονόκοκκος), με συχνότερη τη χλαμυδιακή λοίμωξη. Μικρό ποσοστό ασθενών με λοιμώξεις από C. trachomatis ή γονόκοκκο αναπτύσσει τραχηλίτιδα. Σε λίγες περιπτώσεις, ευθύνεται λοίμωξη με απλό έρπητα (Herpes simplex virus – HSV) ή τριχομονάδα, τα οποία προσβάλλουν κυρίως το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο του εξωτραχήλου. Σπανιότερα ενοχοποιούνται άλλα παθογόνα, όπως οι στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β), ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), το Mycoplasma genitalium και η “βακτηριακή κόλπωση” (bacterial vaginosis)

Λοιμώδη αίτια
  
  •          Chlamydia trachomatis
  •          Neisseria gonorrhoeae
  •          Απλός έρπητας (Herpes simplex virus-HSV)
  •          Trichomonas vaginalis -τριχομονάδα
  •          Ureaplasma urealyticum
  •          Mycoplasma genitalium


Σπανιότερα λοιμώδη αίτια
  • Στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β),
    Bacteroides spp,
    Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)

Άλλα αίτια
  •          Τραυματισμοί (π.χ. από διάφραγμα, κολπικά υποθέματα)
  •          Νεοπλασία, κακοήθεια
  •          Συστηματικές φλεγμονώδες νόσοι (νόσος Behcet)
  •          Ακτινοβολία
  •          Υπερευαισθησία ή χημικός ερεθισμός από λάτεξ, Κολπικές πλύσεις ή αντισυλληπτικές κρέμες κ.ά.


Τα λοιμώδη αίτια είναι συνηθέστερα σε εφήβους και νεαρές ενήλικες. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι περίπου 20%-50% ανά σεξουαλική πράξη. Η επίπτωση της  γονοκοκκικής λοίμωξης μειώνεται σταθερά τα τελευταία έτη, ενώ η επίπτωση της γονοκοκκική και χλαμυδιακής συλλοιμώξεως φθάνει το 15%-20%.

Τα συμπτώματα είναι συνήθως μη ειδικά, και πολλές ασθενείς είναι ασυμπτωματικές (ιδιαίτερα σε χλαμυδιακές λοιμώξεις). Οι περισσότερες ασθενείς παρουσιάζονται με κολπική έκκριση ή αιμόρροια (κυρίως μετά τη συνουσία). Άλλα συχνά συμπτώματα είναι η δυσουρία ή συχνουρία (σε συνοδό ουρηθρίτιδα), η δυσπαρεύνια και, σε περί­πτωση προσβολής του ανώτερου γεννητικού συστήματος (φλεγμονώδη νόσο πυέλου ή ενδομητρίτιδα), το κοιλιακό άλγος και ο πυρετός (συχνά και σε πρωτογενή ερπητική λοίμωξη).
Στη φυσική εξέταση ο τράχηλος είναι εξέρυθρος, με ή χωρίς βλεννοπυώδη έκκρι­ση από τον ενδοτράχηλο ή στην επιφάνεια του τραχήλου. Έστω και ελαφρύς  τραυματισμός της  περιοχής από βαμβακοφόρο στυλεό προκαλεί αιμορραγία, λόγω ευθρυπτότητας της περιοχής. Μπορεί να παρατηρηθεί οιδηματώδες εκτρόπιο και άλγος κατά την ψηλάφηση ή κίνηση του τραχήλου (σε συνυπάρχουσα φλεγμονώδη νόσο πυέλου). Φυσαλιδώδεις βλάβες ή έλκη είναι χαρακτηριστικά ερπητικής λοίμωξης, ενώ στικτές αιμορραγίες (strawberry cervix) παραπέμπουν σε τριχομοναδική λοίμωξη. Τυχόν ανιούσα λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, σαλπιγγοωοθηκικό απόστημα ή περι-ηπατίτιδα.

Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα δύο κύρια σημεία της βλεννοπυώδους τραχηλικής εκκρίσεως και της ευθρυπτότητας της περιοχής του ενδοτραχηλικού στο­μίου. Η χρώση κατά Gram αναδεικνύει πυοσφαίρια (ενδεικτικό στοιχείο βλεννοπυώδους  τραχηλίτιδας από χλαμύδια ή γονόκοκκο) ή αρνητικούς κατά Gram ενδοκυττάριους διπλόκοκκους  σε περίπτωση γονόρροιας. Φλεγμονώδεις βλάβες αναδεικνύο­νται και στο test Παπανικολάου, αλλά είναι μη ειδικές. Η θυλακιώδης τραχηλίτιδα εί­ναι ενδεικτική, αλλά όχι παθογνωμονική για χλαμυδιακή λοίμωξη. Για τη μικροβιολογι­κή διάγνωση χρησιμοποιούνται ενδο- τραχηλικά ή κολπικά δείγματα ή δείγμα­τα από ούρα, με εξίσου καλά αποτελέ­σματα. Όλες οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται και να θεραπεύονται για την παρουσία βακτηριακής κολπώσεως και τριχομονάδων. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος (wet prep) αναδει­κνύει Τ. Vaginalis με ευαισθησία περί­που 50%. Ως εκ τούτου, γυναίκες με τραχηλίτιδα και αρνητική μικροσκόπηση για τριχομονάδες θα πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με καλλιέργεια ή αντιγονική μέ­θοδο. Μοριακές μέθοδοι όπως οι ΝΑΑΤ (Nucleic Acid Amplification Testing), χρησι­μοποιούνται για τη διάγνωση γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής λοιμώξεως με πολύ καλή ευαισθησία και ειδικότητα. Η διάγνωση του Μ. genitalium απαιτεί ειδικό νοσηλευτικό κέντρο. Ανάλογα με την κλινική παρουσίαση, η ερπητική λοίμωξη επιβεβαιώνεται με ιική καλλιέργεια (ενεργές βλάβες στα γεννητικά όργανα), PCR (καλύτερη ευαισθησία), άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ορολογικό έλεγχο. Συνιστάται επίσης συμβουλευτι­κή παρέμβαση και έλεγχο$ για HIV λοίμωξη.

Η τραχηλίτιδα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από φυσιολογική λευκόρροια, κολπί­τιδα, παρουσία ξένου σώματος στον κόλπο, τραχηλική εκτοπία και βακτηριακή κόλπω­ση. Ο lιατρός πρέπει να αναγνωρίζει συνοδό φλεγμονώδη νόσο της  πυέλου ή περι- ηπατίτιδα. Επίσης , πρέπει να υποψιάζεται σεξουαλική κακοποίηση σε περιπτώσει γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής τραχηλίτιδας σε παιδιά πριν την ήβη.

Η θεραπεία ποικίλλει ανά παθογόνο αίτιο. Εμπειρική κάλυψη μπορεί να επιλεγεί σε γυναίκες με δυσκολία στην παρακολούθηση, πρόσφατο ιστορικό χλαμυδιακής λοίμωξης ή γονόρροιας και σε ενδημικές περιοχές. Συνήθως. περιλαμβάνει ταυτόχρονη χλαμυδιακή (ιδιαιτέρως σε ηλικίες μικρότερες  των 25 ετών) και γονοκοκκική λοίμωξη. Η θεραπεία του συντρόφου εξαρτάται από τον διαγνωστικό έλεγχο. Γενικά, συνιστάται η αποχή από τη σεξουαλική δραστη­ριότητα μέχρι ολοκλήρωση της θεραπείας. Εάν αναγνωρισθούν περισσότερες της μιας λοιμώξεως, πρέπει όλες να θεραπεύονται. Εάν δεν αναγνωρισθεί παθογόνο, η θεραπευτική προσέγγιση είναι δυσκολότερη και χρειάζεται η γνώμη ειδικού.
Δεν συνιστάται επανέλεγχος για διαπίστωση εκριζώσεως χλαμυδιακής ή γονοκοκκικής λοιμώξεως. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις με εμμένουσα συμπτωματολογία ή μη συμμόρφωση ή εγκυμοσύνη και μετά τη χορήγηση εναλλακτικού σχήματος Θεραπείας. Ο έλεγχος πραγματοποιείται 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επανέλεγχος σε ασθε­νείς υψηλού κινδύνου για επαναμόλυνση (όπως νεαρές σεξουαλικά ενεργές έφηβοι ή νεαρές ενήλικες) πραγματοποιείται εντός 4-6 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, και οπωσδήποτε εντός έτους. Τυχόν εμμένουσα τραχηλίτιδα παρά τη θεραπεία χρήζει γνώμης ειδικού, και μπορεί να απαιτηθεί και επεμβατική γυναικολογική πράξη (ηλεκτροκαυτηριασμός , Laser, shallow loop ablation), αφού αποκλεισθεί κακοήθεια.
Σε μη λοιμώδη αίτια, η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ξένο σώμα ή άλλη ερεθιστική ουσία, όπως κολπικά υπόθετα, αποσμητικά) οδηγεί σε ίαση. Η θεραπεία δεν αλλάζει σε ασθενείς με (AIDS- HIV)  συλλοίμωξη, και ελαττώνει την πιθανότη­τα μετάδοσης HIV στο σύντροφο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια