Ο αδελφοκτόνος χειμώνας του 1946 στον Έβρο

*Αντάρτες που συνελήφθησαν στον Έβρο και μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αλεξανδρούπολης. Από την εφημερίδα "Εμπρός" 27 Δεκεμβρίου 1946
*Αγωνία των ανταρτών για τρόφιμα
*Σκληρός και ανελέητος χειμώνας
*Από τον Έβρο στην ΟΗΕ


Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης


           Ο χειμώνας του 1946 υπήρξε δριμύς στον Έβρο. Σκληρός και αδυσώπητος από κάθε άποψη. Τα μαύρα σύννεφα του εμφυλίου πολέμου, άρχισαν φουντώνουν και να καλύπτουν το νομό και ολόκληρη την Ελλάδα. Χιονοπτώσεις πολλές. Ομίχλη πυκνή. Κρύο αφόρητο και υγρασία. Στα αστικά κέντρα, απαγορευμένη η κυκλοφορία τις νύχτες.
          Ο ανταποκριτής του Ρώυτερ  Ρόμπερτ Μπίτζιο μετέδιδε από το Διδυμότειχο, ότι και οι στρατιώτες (όπως και οι αντάρτες φυσικά) ζούσαν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες μέσα σε άθλια οικήματα και σε κατάσταση διαρκούς επιφυλακής λόγω της εμφανίσεως και δράσης ανταρτών. «Λόγω της πτώσεως χιόνος, απεκόπησαν όλαι αι συγκοινωνίαι των και επικοινωνούν μόνον δια του ασυρμάτου» τηλεγραφούσε ο Άγγλος ανταποκριτής. Ξεπαγιασμένοι και νηστικοί μάχονταν οι αντάρτες. Αλλά και οι στρατιώτες και χωροφύλακες δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα. Με θύμα ανάμεσά τους τον άμαχο πληθυσμό του νομού Έβρου.
          Τα πράγματα στην περιοχή του νομού Έβρου, δεν ήταν ευχάριστα, όταν άρχισαν το 1946 οι πρώτες εχθροπραξίες μεταξύ των ανταρτών και των κυβερνητικών δυνάμεων, που ήταν ο εθνικός στρατός, η Χωροφυλακή και οι επιστρατευμένοι πολίτες στην ύπαιθρο.
          Η επίσημη έναρξη του εμφυλίου τοποθετείται στις 30 Μαρτίου 1946 όταν έγινε η οργανωμένη επίθεση ανταρτών στο Λιτόχωρο Πιερίας. Ωστόσο οι επιθέσεις ανταρτών που είχαν καταφύγει στα βουνά του Έβρου, άρχισαν νωρίτερα. Επιθέσεις σημειώθηκαν κατά των σταθμών Χωροφυλακής στα χωριά Θούριο και Λάβαρα στις 18 Ιανουαρίου 1946.
          Ένα μικρό, έστω και με ελλείψεις χρονικό, εκείνων των ημερών γιατί δεν υπάρχουν πλήρη συγκροτημένα αρχεία, ή είναι διασκορπισμένα, δείχνει την αγωνία των κατοίκων του νομού Έβρου, που τις νύχτες κρύβονταν σε αυτοσχέδια καταφύγια και γενικά υπέφεραν τα πάνδεινα. Δύσκολα χρόνια για όλους. Και ο εμφύλιος έληξε τον Αύγουστο του 1949…
*Καπετάν Φλέσσας (Ευάγγελος Κατμερίδης) παλαιός αγωνιστής του ΕΛΑΣ 

          Πέρασε καιρός από την πρώτη επίθεση. Οι αντάρτες έριξαν βάρος στην οργάνωση και τη στρατολόγηση. Πράγματι η VII Μεραρχία σε έκθεσή της στις 29-8-1946, εξέφραζε φόβους ότι οι αντάρτες στρατολογούν κόσμο πυρετωδώς για να επιχειρήσουν να καταλύσουν τις αρχές στον νομό Έβρου. Έτσι σε πρώτη φάση 120 αντάρτες με επικεφαλής τον καπετάν Φλέσσα (Ευάγγελος Κατμερίδης) και τον καπετάν Ανανία (Κατμερίδης Θεόδωρος) τοποθετήθηκαν στα βόρεια του νομού Έβρου επάνω από το χωριό Μάνδρα έως το Τρίγωνο, με σταθμό διοίκησης στις περιοχές Μεταξάδων, Παλιουρίου και Γιατράδων. Νοτιότερα προς την περιοχή Φερών- Αλεξανδρούπολης αναπτύχθηκε δύναμη 30 ανδρών υπό τον καπέτάν Μοράβα (Θεόδωρος Μάτας). Η υπόλοιπη διαθέσιμη δύναμη κατέλαβε ως αρχηγείο Έβρου την ορεινή περιοχή Τσατάλ Καγιά στο κέντρο του νομού. Βασική προοπτική όλων ήταν η ταχεία αριθμητική ανάπτυξη με προσέλευση ομοϊδεατών ή βίαιη στρατολογία χωρικών. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η δημιουργία περιοχής ελεγχόμενης από τους αντάρτες από τον δημόσιο δρόμο έως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στα δυτικά.
           Μια σημαντική επίθεση 30 ανταρτών σε απόσπασμα της Χωροφυλακής, σημειώθηκε στις 26 Ιουνίου 1946, έξω από τη Δαδιά. Τραυματίσθηκε ο επικεφαλής ανθυπασπιστής Καλπογιάννης και ο χωροφύλακας Νικόλαος Μεράκος. Επίσης σκοτώθηκε ένας αντάρτης και τραυματίσθηκαν δύο. Ο Καλπογιάννης και ο Μεράκος που μεταφέρθηκαν από άλλους χωροφύλακες για περίθαλψη, αλλά στο δρόμο έπεσαν σε άλλη ενέδρα 8 ανταρτών και εκτελέστηκαν. Δυο μέρες αργότερα στην περιοχή της Ορεστιάδας συνελήφθησαν δύο μέλη αυτής της ομάδας ανταρτών. Το χτύπημα του αποσπάσματος της Δαδιάς, κατά τον καπετάν Κρίτωνα (Βαγγέλη Κασάπης) στο βιβλίο του "Ο εμφύλιος στον Έβρο, 1946-1949" ουσιαστικά "εγκαινίασε το δεύτερο αντάρτικο" στον ακριτικό νομό.
           Η επόμενη συμπλοκή ανταρτών και χωροφυλάκων έγινε το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1946 στο πομακικό χωριό Αγριάνη Διδυμοτείχου, όταν 20μελής ομάδα ανταρτών συνεπλάκη με 12 χωροφύλακες. Οι αντάρτες τελικά ετράπησαν σε φυγή αφού στο πεδίο της μάχης εγκατέλειψαν 1600 φυσίγγια, μία χειροβομβίδα, δύο κουβέρτες, είδη ιματισμού και 6 σκούφους.
          Στις 29 του ίδιου μήνα μεταβατικό απόσπασμα της Χωροφυλακής έπεσε σε ενέδρα 30 ανταρτών στη θέση Κοκκινόπετρα Σουφλίου. Η μάχη κράτησε μια ώρα. Υπήρξαν δύο αντάρτες τραυματίες που διέφυγαν. Στον τόπο της συμπλοκής εγκαταλείφθηκαν από τους αντάρτες δύο χειροβομβίδες, μια ανταλλακτική κάννη πολυβόλου, 1500 φυσίγγια, γεμιστήρες πολυβόλων και αυτομάτων, δύο χλαίνες, ένα σακίδιο με υγειονομικό υλικό, ρούχα ανταρτών και... δέκα ψωμιά!!!
          Με μικροσυμπλοκές άρχισε στον νομό Έβρου ο Αύγουστος. Στους Μεταξάδες στις 11 του μηνός αναφέρθηκε μια μικροσυμπλοκή. Σκοτώθηκε ο ιδιώτης οδηγός της Χωροφυλακής Καλαντζής και τον οπλισμό του τον πήραν οι αντάρτες. Σκοτώθηκε και ένας αντάρτης, αλλά το πτώμα του πρόλαβαν και το πήραν οι αντάρτες, όταν υποχώρησαν.
          Τον Αύγουστο στις 18, σημειώθηκε άλλη μια συμπλοκή χωροφυλάκων με 20 αντάρτες υπό τον καπετάνιο Μοράβα, στη θέση Ίντζαλη Σουφλίου. Μέρες αργότερα όταν συνελήφθη ο αντάρτης Γεώργιος Σπυρίδης ή Κατσιάκης ανέφερε ότι στην συμπλοκή εκείνη έχασε τη ζωή του ο Μοράβας και άλλοι δύο αντάρτες και τραυματίσθηκαν άλλοι τρείς. Στην περιοχή Σουφλίου συνελήφθησαν επίσης οι αντάρτες Κων. Γκουντίδης και Δ. Καζάκης. Επιπλέον συνελήφθησαν οι Γεώργιος Βασιλειάδης, Παναγιώτης Κάικας και Ευάγγελος Αραμπατζής, γιατί στρατολογούσαν     αντάρτες. Παραδόθηκαν επίσης τρεις αντάρτες. 
          Την επομένη τρία αποσπάσματα Χωροφυλακής συνεπλάκησαν με αντάρτες ενώ εξερευνούσαν δασικές περιοχές στις θέσεις Τουλιού Τεπέ και Ντιστιμπάκι Σουφλίου. Σκοτώθηκε ένας αντάρτης και τραυματίσθηκε ελαφρά ο ενωμοτάρχης Κυριαζόπουλος. Μέσα στο δάσος συνελήφθη ο αντάρτης Παναγιώτης Μικρός και παραδόθηκε ο αντάρτης Ιωάννης Λακίδης. Λίγο αργότερα συνελήφθη ο Θεόδωρος Μαρούσης, ο οποίος είχε τραυματισθεί στη συμπλοκή αυτή, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει.
*Ο καπετάν Κρίτων σε φωτογραφία κατά την απελευθέρωση

          Στις 21 του μηνός είχαμε μια επίθεση κατά του στρατιωτικού τμήματος στη Βυρίνη Σουφλίου. Την ίδια μέρα έγιναν δύο συμπλοκές στην περιοχή Καρατζιά Σουφλίου.  Δυο μέρες αργότερα οι χωροφύλακες συνεπλάκησαν με αντάρτες στη θέση Μαϊμούν Ντερέ του Σουφλίου. Στη θέση Σεβρί Τεπέ του Σουφλίου, άλλη ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάν Κρίτωνα (Βαγγέλη Κασάπη) συνεπλάκη με χωροφύλακες.  Η Χωροφυλακή ανέφερε τότε ότι τραυματίσθηκε εκεί ο καπετάν Κρίτωνας, αλλά πρόλαβαν και τον παρέλαβαν οι σύντροφοί του για να μην συλληφθεί, παρά τις προσπάθειες τριών χωροφυλάκων που μάχονταν εκ του συστάδην για να τον αιχμαλωτίσουν. Εκεί τραυματίσθηκε ο χωροφύλακας Παρασκευάς Παρμενίδης. Στον τόπο της μάχης, βρέθηκε το πιστόλι και η θήκη από τα κιάλια του Κρίτωνα. Οι αντάρτες εγκατέλειψαν είδη ιματισμού ενώ παραδόθηκε αυθόρμητα ο αντάρτης Εμμανουήλ Μιχαλούσης. Στις 24 και 27 Αυγούστου, είχαμε πάλι συμπλοκές στους Μεταξάδες και στον Κόρυμβο. Εκεί, 50 αντάρτες υποχωρώντας, χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, η μία υπό την ηγεσία του Ευάγγελου Κατμερίδη ή καπετάν Φλέσσα και η άλλη υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κατμερίδη ή Ανανία. Η μια ομάδα κατευθύνθηκε προς τα βουλγαρικά σύνορα και η άλλη προς το νότο.
*Ο καπετάν Κρίτων (Βαγγέλης Κασάπης)

          Έτσι φτάνουμε στο Σεπτέμβριο του 1946, που αρχίζει με μικροσυμπλοκές στην Πεσσάνη (σκοτώθηκαν δύο αντάρτες) στα Πομακοχώρια του Έβρου στις 5 του μηνός και στη Λύρα Σουφλίου στις 18 του μηνός. Στις 7 του μηνός έξω από τις Φέρες παραδόθηκαν οκτώ αντάρτες στον επικεφαλής του αποσπάσματος Χωροφυλακής. Επίσης στην Κίρκη Αλεξανδρούπολης συνελήφθη ο αντάρτης Γεώργιος Τσαρουχίδης.
           Την νύχτα της 18ης του μηνός αντάρτες εισέβαλαν στο χωρίο Λύρα Σουφλίου, χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Αντιμετωπίσθηκε η μία ομάδα από 3 χωροφύλακες και τους αγροφύλακες, ενώ η άλλα άρπαξε από αποθήκη της ΟΥΝΡΑ τρόφιμα και ιματισμό και 6 βοοειδή. Ένας αντάρτης που τραυματίσθηκε, παραλήφθηκε από τους συντρόφους του. Εν τω μεταξύ στη Χωροφυλακή Σουφλίου παραδόθηκε ο αντάρτης Απόστολος Γκαϊφίλιας και στη Χωροφυλακή Διδυμοτείχου ο Απόστολος Σταμάτογλου.
          Ένα απόσπασμα της Χωροφυλακής στις 19 προς 20 Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων έπεσε σε ενέδρα ανταρτών στη θέση Τσιατάλ Καγιά Σουφλίου. Σκοτώθηκαν τέσσερις χωροφύλακες οι Σιδερός Ευάγγελος, Πελτέκης Σταύρος, Πετρόπουλος Ευάγγελος και Ζαχιρλής Μιχαήλ. και ένας αντάρτης. Τα πτώματα των χωροφυλάκων βρέθηκαν απογυμνωμένα. Οι αντάρτες συνήθιζαν να παίρνουν παντελόνια. χιτώνια, χλαίνες και παπούτσια, αφού δεν είχαν τι να φορέσουν...
*Από τον εμφύλιο. Κάτοικοι του Έβρου μεταφέρονται από τα χωριά τους για ασφάλεια

          Στις 21 του μηνός ένα απόσπασμα Χωροφυλακής έπεσε σε ενέδρα ανταρτών στη Λευκίμη Σουφλίου. Από τους χωροφύλακες 16 έχασαν τη ζωή τους και όλα το πολεμικό του αποσπάσματος, έπεσε στα χέρια των ανταρτών.
          Ο Σεπτέμβριος έκλεισε με μια επίθεση περίπου 100 ανταρτών στις 29 του μηνός εναντίον του σταθμού Χωροφυλακής στην Κοτρωνιά Σουφλίου, αφού προηγουμένως είχαν κυκλώσει το χωριό. Η επίθεση σημειώθηκε στις 5 το πρωί. Οι επιτιθέμενοι διέθεταν βαριά γερμανικά οπλοπολυβόλα και χειροβομβίδες. Η φρουρά του σταθμού ήταν ένας υπενωμοτάρχης και εννέα  χωροφύλακες, που αμύνονταν σθεναρά. Η μάχη κράτησε πολλές ώρες. Τέσσερις χωροφύλακες σκοτώθηκαν και άλλοι τέσσερις τραυματίσθηκαν. Το απόγευμα έφθασαν για ενίσχυση δύο αποσπάσματα  Χωροφυλακής από τα κοντινά χωριά Γιαννούλη και Δαδιά, που συνέχισαν τη μάχη ως αργά το βράδυ. Οι αντάρτες επωφελούμενοι από το σκοτάδι διέφυγαν προς τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κουβαλώντας μαζί τους και τους τραυματισμένους συντρόφους τους. Σκοτώθηκαν οι χωροφύλακες Κρητικός Παναγιώτης και Κοντογιώργος Γεώργιος και οι άνευ θητείας χωροφύλακες Σομαΐδης Χαράλαμπος και Θωμάς Δημήτριος. Τραυματίσθηκαν οι χωροφύλακες Δοϊτσάνης Νικόλαος, Καλογερόπουλος Βασ. και Μικρογιάννης Γ. και ο υπενωμοτάρχης Λαγίκης Κωνσταντίνος.
          Οι πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1946 άρχισαν με καταδιώξεις ομάδων ανταρτών από αποσπάσματα χωροφυλάκων. Στο χωριό Γιατράδες του Διδυμοτείχου οι αντάρτες σκότωσαν τον πολίτη Παπαδόπουλο, τραυμάτισαν τη μητέρα του και έκαψαν το σπίτι τους. Άλλοι αντάρτες στο χωριό Τριφύλλι φόρτωσαν 12 βοϊδάμαξες με τρόφιμα και έφυγαν.
          Στο Σουφλί απόσπασμα της Χωροφυλακής με επικεφαλής ανθυπασπιστή, καταδίωξε ομάδα ανταρτών. Σε ενίσχυση έσπευσαν δύο διμοιρίες στρατού, αλλά οι αντάρτες επωφελούμενοι του σκότους διέφυγαν. Τραυματίσθηκαν οι χωροφύλακες Γ. Δερδενές και Γ. Παναγιωτίδης.
          Λίγο αργότερα μια ομάδα ανταρτών εισήλθε στο χωριό Κυριακή πήρε τρόφιμα και αποχώρησε. Μια άλλη πολυμελής ομάδα, αποπειράθηκε να μπει στο χωριό Λευκίμη Σουφλίου αλλά, έγινε αντιληπτή και αποκρούσθηκε.
          Στις 5 Νοεμβρίου αντάρτες εισήλθαν στην Κορνοφωλιά και πήραν τρόφιμα. Το ίδιο βράδυ άλλα αντάρτες εισέδυσαν από τη βόρεια και τη βορειοδυτική παρυφή, μέσα στο Σουφλί και σκότωσαν τους Ορ. Τσιγγέλη και Ν. Τούρπα, πυροβόλησαν και εναντίον περιπόλου της Χωροφυλακής. Δύναμη του στρατού που επενέβη, κατόρθωσε να τους απωθήσει.
          Τρείς μέρες αργότερα άλλη ομάδα υπό τον καπετάνιο Τάτσο μπήκε στις Καστανιές Ορεστιάδας και άρπαξε τρόφιμα και σφάγια.
          Την επομένη 9 Νοεμβρίου μια ανταρτική ομάδα επιχείρησε να εισέλθει στην Καβησσό Φερρών, αλλά αποκρούσθηκε από το απόσπασμα Χωροφυλακής. Η ίδια ομάδα κατόρθωσε να εισέλθει στη γειτονική Ταύρη όπου στρατολόγησε 15 άτομα (ομοϊδεάτες τους)  και έκανε λεηλασίες σε σπίτια, αρπάζοντας και το κοινοτικό τηλέφωνο.
          Το ίδιο διάστημα ομάδα 170 ανταρτών που ξεκίνησαν από την περιοχή του βουλγαρικού χωριού Μάνδριτσα, κατέλαβαν τα μη επανδρωμένα φυλάκια υπ’ αριθμ 51,52 και 53 βορειοδυτικά του Κορύμβου, καθώς και τα δεσπόζοντα υψώματα. Η πρώτη επίθεση λόχου και διμοιριών Κυνηγών (ήταν ομάδες κρούσεως από άνδρες της Χωροφυλακής) απέτυχε. Η δεύτερη επίθεση στις 9 Νοεμβρίου, ήταν επιτυχής αφού ανακαταλήφθηκαν τα φυλάκια.
*Διδυμότειχο, 14 Σεπτεμβρίου 1946, τελετή αναχώρησης τάγματος για Αλεξανδρούπολη, 
στο Ηρώο της πόλης (παλαιά θέση). Αρχείο Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου

         Στις 14 Νοεμβρίου έξω από το χωριό Κίρκη της Αλεξανδρούπολης, στα λιγνιτωρυχεία Δρακόπουλου ομάδα  ανταρτών είχε φράξει τη σιδηροδρομική γραμμή και απήγαγε τον ταγματάρχη Χωροφυλακής Παναγιώτη Κολιοβέτα, διοικητή της Διοικήσεως Χωροφυλακής Έβρου, που επέβαινε στο τρένο πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη. Ο ταγματάρχης, που επιχείρησε να διαφύγει πυροβολώντας ανεπιτυχώς με ένα αυτόματο 'Τόμσον", εκτελέστηκε από τους αντάρτες κατά τις επίσημες πηγές. Κατά τον καπετάν Κρίτωνα, υπέκυψε στα τραύματά του από αιμορραγία αν και οι αντάρτες του είχαν επιδέσει τα τραύματα. Το πτώμα του βρέθηκε σε δάσος του Άβαντα. Στην ημερήσια διαταγή του Αρχηγείου των ανταρτών του Έβρου με ημερομηνία 18-12-1946 αναφέρεται μεταξύ άλλων: "Η Διοίκηση του Αρχηγείου αφού έλαβε γνώση της πετυχημένης δράσης του ΙΙΙ Υπαρχηγείου το οποίο την 14-11-46 σταμάτησε την αμαξοστοιχία Δράμας- Αλεξ/πολης έπιασε και εξόντωσε τον εγκληματία διοικητή Χωρ/κής Έβρου Παναγιώτη Κολιοβέτα και επίταξε όλον τον ιματισμό που βρέθηκε στην αμαξοστοιχία από 130 στρατιωτικές στολές, 650 στρώματα κ.λπ. είδη".Τα εμπόδια, απομάκρυναν οι ίδιοι οι επιβάτες για να μπορέσει το τρένο να συνεχίσει το ταξίδι του. Η επίθεση αυτή χαρακτηρίζεται η πρώτη κατά σιδηροδρομικού συρμού από την έναρξη του εμφυλίου.
*Ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Παναγιώτης Κολιοβέτας

          Την επομένη μια ομάδα 70 ατόμων επιτέθηκε στο χωριό Προβατώνας Σουφλίου, αλλά μετά από δίωρη μάχη αποκρούσθηκε. Αγνοούμενος κηρύχθηκε ο χωροφύλακας Ιωάννης Κυριλλίδης ο οποίος αιχμαλωτίσθηκε και ένας ιδιώτης.
          Μετά τα μέσα του Νοεμβρίου 1946 ομάδα ανταρτών εισέβαλε στο χωριό Χανδράς Διδυμοτείχου και εκτέλεσε τους Γ. Ορφανό αγροφύλακα, Φώτ. Γάπα, Χρ. Σακελλαρίδη, Στρ. Δουκίδη και Σουβαρή Αγγελούδη.
          Στις 18 Νοεμβρίου σημειώθηκε νέα επίθεση κατά της Κίρκης Αλεξανδρούπολης. Ομάδα 100 ανταρτών προσέβαλε στο σταθμό Χωροφυλακής, ενώ πραγματοποίησε και λεηλασία τροφίμων και ειδών ρουχισμού.
          Εκείνες τις μέρες μια πολυμελής ομάδα ανταρτών μπήκε τη νύχτα στο χωριό Γιαννούλη Σουφλίου, έμεινε κάποια ώρα προπαγανδίζοντας στους κατοίκους την πολιτική της συμφιλίωσης. Άλλοι αντάρτες είχαν μπει στο χωριό Γιατράδες Διδυμοτείχου όπου σκότωσαν ένα κάτοικο και λεηλάτησαν μερικά σπίτια. Μια άλλη ομάδα διείσδυσε στο χωρίο Μαυροκκλήσι και πήρε τρόφιμα και ιματισμό.
          Άλλοι αντάρτες εισέβαλαν στο Ασπρονέρι Διδυμοτείχου, λεηλάτησαν σπίτια και άρπαξαν τρόφιμα και ρουχισμό. Μετά από δύο ώρες αναχώρησαν προς την κατεύθυνση των Γιατράδων. Την ίδια νύχτα άλλη ομάδα μπήκε στη Μικρή Τραύα, όπου διανυκτέρευσε και έφυγε την επομένη συναποκομίζοντας τρόφιμα. Εξαιρετική ανταρτική κινητικότητα είχε παρατηρηθεί στους Μεταξάδες κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στο Πύθιο κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
*Από τον Τύπο της εποχής, αναφορά στη μάχη του Κορύμβου

         Στις 27 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε από τη Νομαρχία Έβρου ότι στρατός και χωροφυλακή άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο νομό. Μεταξύ άλλων, έγραψαν οι εφημερίδες, ότι είχε συλληφθεί βαριά τραυματισμένος ο αντάρτης Μ. Καρύδης από το Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου. Τον αποκαλούσαν Στάλιν γιατί στο στήθος του είχε τατουάζ με τα αρχικά ΚΚΕ και στο βραχίονά του τη λέξη Στάλιν.
          Παρά την αισιόδοξη ανακοίνωση για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι αντάρτες απάντησαν με επίθεση σε στρατιωτική φάλαγγα. Συγκεκριμένα στην περιοχή της Συκοράχης Αλεξανδρούπολης φάλαγγα αποτελούμενη από τμήμα όλμων των 3΄΄, διμοιρία Κυνηγών, απόσπασμα Χωροφυλακής και κλιμάκιο μεταγωγικών, εβλήθη από πυρά μιας ομάδας περίπου 150 ατόμων στην περιοχή Καλλιθέας. Εξακολούθησε η φάλαγγα την πορεία της προς τη Μέλισσα, μέσα από μονοπάτια και πυκνή ομίχλη. Στη συμπλοκή που ακολούθησε τραυματίσθηκε σοβαρά ο διοικητής της φάλαγγας ταγματάρχης Διονύσιος Κουκόπουλος, ενώ πολλοί στρατιώτες σκορπίσθηκαν στα πέριξ. Οι ημιονηγοί, που ήταν όλοι Οθωμανοί παραδόθηκαν στους αντάρτες με τους πρώτους πυροβολισμούς. Τα τμήματα της φάλαγγας διαλύθηκαν. Οι νεκροί της ήταν 3 και οι τραυματίες 7. Δεκαεννέα άνδρες της συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Από αυτούς οι 13 ήταν Οθωμανοί, που αφού τους πήραν τα ρούχα, τους άφησαν ελεύθερους. Οι αντάρτες πρέπει να είχαν 20 νεκρούς και τραυματίες συνολικά.
          Προς τα τέλη Νοεμβρίου μια επίθεση εναντίον του Πυθίου αποκρούσθηκε με επιτυχία. Από τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου ομάδες 30-50 ανταρτών επιχειρούσαν σαμποτάζ στις σιδηροδρομικές γραμμές, που βρίσκονταν κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
          Ο Δεκέμβριος 1946, με το που μπήκε, είχε δραματικές ειδήσεις για τον νομό Έβρου. Ορισμένες μέρες το κρύο τις νύχτες έπεφτε στο -10 υπό το μηδέν, ενώ ο βοριάς ήταν ιδιαίτερα διαπεραστικός.
          Αναφέρθηκε στον Τύπο ότι οι αντάρτες επέδραμαν σε χωριά βορειοδυτικά του Διδυμοτείχου και στρατολόγησαν βίαια 275 χωρικούς και τους ανάγκασαν υπό την απειλή των όπλων να εισέλθουν στο βουλγαρικό έδαφος. Κατά τον Κρίτωνα επρόκειτο για 200 εθελοντές από την περιοχή Διδυμοτείχου. Άλλοι 55 χωρικοί στρατολογήθηκαν στην περιοχή Σουφλίου. Επίσης σε μάχη στον τοποθεσία Ικί- Καγιά του Κορύμβου σκοτώθηκαν 15 αντάρτες, συνελήφθησαν 20 αιχμάλωτοι και περιήλθε στα χέρια του στρατού πολεμικό υλικό (168 τυφέκια, 10 αυτόματα, 3 μπρεν κ.λπ.) και το αρχείο της ομάδας.
*Από την εφημερίδα "Ελευθερία" 11 Δεκεμβρίου 1946

          Στις αρχές Δεκεμβρίου 1946 μια ομάδα ανταρτών εισέβαλε στο χωριό Κουφόβουνο κοντά στο Διδυμότειχο και συνέλαβε τον πρόεδρο του χωριού. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν αμυνόμενοι. 
           Στις 5 Δεκεμβρίου έγινε επίθεση με όλμους, εναντίον του αστυνομικού σταθμού Μεταξάδων. Κυκλώθηκε το κεφαλοχώρι και ακολούθησε άγρια μάχη αλλά οι επιτιθέμενοι πρόλαβαν και έκαψαν έξι σπίτια του χωριού, και λεηλάτησαν της αποθήκες τροφίμων της ΟΥΝΡΑ, κουβαλώντας με 46 βοϊδάμαξες ιματισμό και τρόφιμα ανάμεσα στο οποία και 2.000 οκάδες γλυκόζης πριν υποχωρήσουν. Τρεις χωροφύλακες και ένας ενωμοτάρχης, κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό και να φτάσουν στο Διδυμότειχο ζητώντας ενισχύσεις. Ο ανθυπασπιστής Χρήστος Ζήκος (με ΒΔ προήχθη μετά θάνατον σε υπομοίραρχο) και ο χωροφύλακας Παύλος Γαλαρόπουλος συνέχισαν τη μάχη, αλλά όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά τους συνελήφθησαν από τους αντάρτες και εκτελέστηκαν στην πλατεία του χωριού. Ο χωροφύλακας Ευστάθιος Λαμπρόπουλος συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Κατά την υποχώρηση των ανταρτών, τους ακολούθησαν ορισμένοι κάτοικοι των Μεταξάδων.
*Το κυβερνητικό κλιμάκιο στην Αλεξανδρούπολη

       Η μάχη του Κορύμβου

          Η μάχη του Κορύμβου, στις 4 Δεκεμβρίου είχε ειδικό βάρος εκτός της πανωλεθρίας των κυβερνητικών δυνάμεων, καθώς άνοιξε και τα μάτια των επιτελών. Στρατιώτες, που είχαν απαχθεί κατά την διάρκεια της μάχης, αλλά απελευθερώθηκαν, διαβεβαίωναν κατηγορηματικά ότι είδαν Βούλγαρους αξιωματικούς να δίνουν εντολές στη βουλγαρική γλώσσα και να έρχονται σε επαφή με τα ηγετικά στελέχη των ανταρτικών σχηματισμών. Επίσης όλμοι ταγμένοι στο βουλγαρικό έδαφος έβαλαν κατά ελληνικών θέσεων.
          Η επίθεση κατά του Κορύμβου έγινε από 400 αντάρτες και είχε στόχο το λόχο του 551 Τάγματος Πεζικού, που έδρευε εκεί. Η επίθεση ήταν αιφνιδιαστική ιδίως κατά του στρατώνα όπου στρατωνίζονταν ο λόχος και τα τμήματα επιτήρησης. Οι άνδρες των τμημάτων επιτήρησης παραδόθηκαν αμαχητί. Οι άνδρες του λόχου έδωσαν μάχη, αλλά τελικά υπέκυψαν υψώνοντας λευκή σημαία. Οι αντάρτες τους αιχμαλώτισαν όλους και αφού τους απογύμνωσαν τους άφησαν ελεύθερους, πλην του διοικητού, των αξιωματικών, του επιλοχία και 6 οπλιτών. Όλα τα υλικά του λόχου μεταφέρθηκα πέρα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Σκοτώθηκαν οι άνευ θητείας Χωροφύλακες Κυριάκος Παπαδόπουλος, και Θεόδωρος Ραδίσογλου και τραυματίσθηκαν ελαφρά οι Γεώργιος Κελεσίδης και Αβραάμ Παπαδόπουλος. 
          Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών που διασώθηκαν με ένα λοχία επικεφαλής κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βρυσικά από όπου ειδοποίησαν το διοικητή του 551 Τάγματος που βρίσκονταν στους Μεταξάδες. Την επομένη εστάλη ενίσχυση από το Διδυμότειχο και ανακατέλαβε τον Κόρυμβο, αλλά οι αντάρτες είχαν ήδη αποσυρθεί.
          Ο στρατός αιχμαλώτισε τους αντάρτες, Μουσικίδη, Παυλίδη και Αχμανίδη. Στην περίπτωση μάλιστα της μάχης του Κορύμβου είχαν λάβει μέρος με το στρατό και εθελοντικές ομάδες του Τσαούς Αντών, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Στον Έβρο τότε έφτασαν και Αμερικανοί και Άγγλοι δημοσιογράφοι. Ο στρατός έχασε τότε δύο λοχαγούς και ένα ανθυπολοχαγό, που σκοτώθηκαν.
          Την επομένη αντάρτες χτύπησαν το Διδυμότειχο, έκαψαν 4 σπίτια και άρπαξαν τρόφιμα και ρούχα από αποθήκες της ΟΥΝΡΑ. Συνέλαβαν και εκτέλεσαν ένα ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής και δύο χωροφύλακες.
          Στον Κόρυμβο ξανά, στις 7 Δεκεμβρίου είχαμε συμπλοκή ομάδας ανταρτών και χωροφυλάκων.  Δύο νεκροί χωροφύλακες και τρεις 
τραυματίες.
          Περίπου 300  αντάρτες είχαν εισβάλει στα μέσα Δεκεμβρίου 1946 στο χωριό Γιαννούλη βορειότερα του Σουφλίου και σε κάποια άλλα χωριά της περιοχής και πήραν τρόφιμα για τις ανάγκες τους, Μόνο στην Κορνοφωλιά οι στρατιώτες συνέλαβαν τρεις άοπλους αντάρτες και έναν ένοπλο, που ήταν τραυματίας (Χαλβατζής, Παπασιλέκας, Ρήγας και Τσαλκακίδης). Επίθεση έγινε επίσης και εναντίον στρατιωτικού φυλακίου στη Μάνδρα Σουφλίου, αλλά αποκρούσθηκε.
          Στις 15 Δεκεμβρίου, ομάδα 150 ανταρτών επιτέθηκε στο χωριό Τριφύλλι και συνεπλάκη με απόσπασμα Χωροφυλακής. Η μάχη κράτησε από τις 5 το πρωί έως τις 2 μ.μ.  Σκοτώθηκαν 8 αντάρτες, αλλά τα πτώματα τεσσάρων πρόλαβαν και τα πήραν μαζί τους οι αντάρτες. Συνελήφθησαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες Β.Τάλιος, Χ. Ποσιμανούδης, Α. Τερζούδης, Χ. Κουκούδης, Χατζάκης, Κ. Αγγελίδης, Μ. Μουλάς, Κ. Παπαλούδης, και Γ. Μαργαρίτης, καταγόμενοι από τα χωριά Μεταξάδες και Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου και Καβύλη Ορεστιάδας. Στο πεδίο της μάχης άφησαν τρία πολυβόλα «Μπρεν» 30 τυφέκια και ένα όλμο. Τραυματίσθηκε ο άνευ θητείας χωροφύλακας Παπαδάκης Αθανάσιος. Επικεφαλής αυτής της ομάδας εφέρετο ο καπετάν Δημάδης ή Φαρφάρας, που έδρασε ως αγωνιστής του ΕΛΑΣ κατά την κατοχή στην περιοχή Διδυμοτείχου. Τρεις μέρες αργότερα έγινε νέα επίθεση ανταρτών στο Τριφύλλι, αλλά οι κυβερνητικές δυνάμεις τους διέλυσαν. Αυτή τη φορά σκοτώθηκαν 8 και αιχμαλωτίσθηκαν 10 αντάρτες . Τα λάφυρα των κυβερνητικών ήταν δύο πολυβόλα, τρία αυτόματα, δέκα τουφέκια και ένας όλμος. Εκείνες τις μέρες προσήλθαν και παραδόθηκαν αυθόρμητα στις του Έβρου 7 αντάρτες. 
*Μια από τις προπαγανδιστικές προκηρύξεις, που απευθύνονταν στους αντάρτες. 
Πρέπει να εκδόθηκε μετά τη μάχη του Σουφλίου, τον Δεκέμβριο του 1947 
Βουλγαρικό αμπέχωνο από τον Έβρο στον ΟΗΕ

          Και ενώ σε ολόκληρη την Ελλάδα μαίνονταν οι εμφύλιες συγκρούσεις η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Τσαλδάρη επιχειρούσε εκείνες τις μέρες στον ΟΗΕ, να επιτύχει καταδίκη των υπαιτίων για την αιματοχυσία. Η ελληνική αντιπροσωπεία κατέθεσε μάλιστα  μια σειρά πειστηρίων, που αποδείκνυαν την έξωθεν εμπλοκή εις βάρος της χώρας μας. Ανάμεσα στα δέκα πειστήρια ήταν και ένα βουλγαρικό αμπέχωνο που είχε εγκαταλειφθεί στο ύψωμα Μουκατέ του Έβρου, όταν μια ομάδα ανταρτών εισήλθε από τη Βουλγαρία και συνεπλάκη με ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα στις 9 Οκτωβρίου 1946.
          Στις 17 Δεκεμβρίου δύναμη 70 χωροφυλάκων μετέβαινε από το Σουφλί στον Προβατώνα, όταν έπεσε σε ενέδρα πολυμελούς ανταρτικής ομάδας. Σκοτώθηκαν τρεις χωροφύλακες ο Δημήτριος Καρυωτάκης, ο Πασχάλης Καλαμπόκας και ο Δημήτριος Ελαφούδης. Παρέμεινε αγνοούμενη η τύχη άλλων δύο. Για τις απώλειες των ανταρτών δεν έγινε τίποτα γνωστό.
*Φοβερές χιονοθύελλες στη Θράκη. Τίτλος από την εφημερίδα "Ελευθερία" 18 Δεκεμβρίου 1946

          Εν τω μεταξύ από τις 19 Δεκεμβρίου άρχισε περιοδεία στην Έβρο ο προεδρεύων της κυβερνήσεως Στυλ Γονατάς, συνοδευόμενος από τους υπουργούς Ναυτικών Λόντο, Δημόσιας Τάξης Καλκάνη, Παιδείας Α. Παπαδήμο και τους υφυπουργούς Τύπου, Μπαλτατζή- Μαυροκορδάτο,  Στρατιωτικών Βουρδουμπά και Γεωργίας Μπουκουβάλα. Το κυβερνητικό κλιμάκιο, που έφτασε στην Αλεξανδρούπολη με το ατμόπλοιο «Μιαούλης» συνόδευαν οι βουλευτές Έβρου.
          Από δημοσιεύματα της 21ης Δεκεμβρίου προκύπτει ότι ομάδα 60 ατόμων, που ανήκαν στον πολέμαρχο Αντών Τσαούς (Αντώνιο Φωστερίδη), ο οποίος πολεμούσε με τους κυβερνητικούς, υπέστη επίθεση ανταρτών κάπου στο Φυλαχτό. Δύο σκοτώθηκαν και άλλων δύο αγνοείτο η τύχη.
*Στρατιωτικός χάρτης, για την κατανόηση των αναφερόμενων περιοχών

Ματωμένα Χριστούγενννα

          Στις 22 Δεκεμβρίου μια πολυμελής ομάδα ανταρτών υπό τους καπετάνιους Ρίζο και Κωνσταντάρα (που έφτασαν εκεί από το Μπούλκες), επιτέθηκαν εναντίον του χωριού Δαδιά, στην περιφέρεια Σουφλίου. Τους αντιμετώπισε ένα απόσπασμα 30 χωροφυλάκων μαχόμενο επί μια σχεδόν μέρα, υπό τον ενωμοτάρχη Κυριαζόπουλο. Σε ενίσχυσή τους έσπευσε από την Κορνοφωλιά η ομάδα του Δραμινού έφεδρου λοχαγού Τσαούς Αντών και από το Σουφλί ο μοίραρχος Μουρκογιάννης, επικεφαλής δύο αποσπασμάτων. Οι ενισχύσεις έφτασαν στη Δαδιά αφού διέσπασαν τις διαδοχικές ενέδρες των ανταρτών και πολέμησαν μέσα στο χωριό επί μία ώρα κατορθώνοντας να απωθήσουν τους επιτιθέμενους προς την τοποθεσία Κατραντζήδες. Κατέλαβαν επίσης τέσσερις βοϊδάμαξες με τρόφιμα από τις 30 που είχαν πάρει οι αντάρτες από τη Δαδιά και κατά τον Κρίτωνα από σπίτια Χιτών. Όπως εξακριβώθηκε στην επίθεση χρησιμοποιήθηκαν έξι γερμανικά μυδραλιοβόλα, τρεις βαρείς όλμοι και διάφορα τυφέκια, πολλά από τα οποία είχαν σερβική προέλευση, όπως προέκυπτε από τους κάλυκες που βρέθηκαν εκεί. Επίσης διάφοροι επιτιθέμενοι μιλούσαν βουλγαρικά. Οι απώλειες των ανταρτών υπολογίσθηκαν κατά τον Τύπο σε 50 νεκρούς (καθ’ υπερβολήν μάλλον...) από τους οποίους 14 εγκαταλείφθηκαν στο πεδίο της μάχης. Υπήρξαν επίσης πολλοί τραυματίες. Πυρπολήθηκαν 18 σπίτια της Δαδιάς. Από τις κρατικές δυνάμεις σκοτώθηκαν οι μόνιμοι χωροφύλακες Διον. Αλεξόπουλος, Γεώργιος Γραμμενούδης, Νικόλαος Αμπεριάδης και οι άνευ θητείας (έκτακτοι) χωροφύλακες Αθηνόδωρος Ευγενίδης, Ευάγγελος  Μπαλτατζίδης του αποσπάσματος της Δαδιάς. Επίσης έχασαν την ζωή τους οι Α. Καρυδόπουλος και Κ.  Στάικος του τμήματος Τσαούς Αντών. Τραυματίσθηκαν ακόμα οι άνευ θητείας υπενωμοτάρχες Χ. Μαχαιρίδης, Κ. Δούκας και Ι. Μουρτικούδης και οι ιδιώτες Κ. Ναλμπάντης, Σ. Βλαχόπουλος και Ι. Γλάφτης. Ένας κάτοικος της Δαδιάς, που βρισκόταν μέσα στο σπίτι του που πυρπολήθηκε, βρέθηκε απανθρακωμένος.
*Ο Πόντιος Αντώνιος Φωστερίδης ή Τσαούς Αντών με στολή λοχαγού, 
επικεφαλής ομάδας εθελοντών στήριζε τα κυβερνητικά στρατεύματα  

          Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα, μια ευάριθμη ομάδα ανταρτών εισέβαλε βορειότερα στο χωριό Αλεποχώρι Διδυμοτείχου, εγγύτατα στα βουλγαρικά σύνορα και πήρε τρόφιμα, που τα φόρτωσε σε βοϊδάμαξες και τα μετέφερε στην τοποθεσία Γκεχτσέ Μπουνάρ,  κοντά στην οροθετική γραμμή των συνόρων με τη Βουλγαρία. Άλλη ομάδα ανταρτών εισέβαλαν στη Μικρή Τραύα (σήμερα ονομάζεται Δόξα) και σκότωσαν τον πολίτη Γ. Ζαχάκη. Στο Κουφόβουνο, τέσσερα χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο, πήγαν και πήραν τρόφιμα, ενώ τέσσερις αντάρτες παραδόθηκαν στις αρχές με τον οπλισμό τους και αφέθηκαν ελεύθεροι.
          Την επομένη άλλοι αντάρτες εισέβαλαν στα χωριά του Διδυμοτείχου, Σαύρα και Γιατράδες και πήραν από τους κατοίκους τρόφιμα.
          Στις 27 Δεκεμβρίου 1946 με την υπ’ αριθμ 19 διαταγή του Γενικού Αρχηγείου των ανταρτών καθορίζεται η ενιαία ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ).
          Έτσι μέσα στον φόβο και την αγωνία των κατοίκων, στις δυσχέρειες των ανταρτών που αντιμετώπιζαν το κρύο και την πείνα πολεμώντας για το δικό τους όνειρο, μπήκαμε στο 1947 με τον Έβρο να υποφέρει. Και ήταν ακόμα η αρχή του τραγικού Εμφυλίου…


Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια