Από το πολύ πρόσφατο παρελθόν της «κεντροαριστεράς»

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η εφημερίδα: Πριν δύο χρόνια η αθηναϊκή εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ «άνοιξε», όπως σημείωνε η σύνταξή της (Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011), και συνέχιζε «έναν μεγάλο, ανοικτό διάλογο για το μέλλον του ΠΑΣΟΚ και, ευρύτερα της Κεντροαριστεράς».
Σύμφωνα με τους συντάκτες της εφημερίδας «σε ολόκληρη την Ευρώπη τα κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού ζουν σήμερα τη δική τους κρίση ταυτότητας».
Ήδη από την έναρξή του εκείνος ο πρώιμος διάλογος για την «κεντροαριστερά» προκαταλαμβάνεται από δύο έννοιες προβληματικές. Από τη μία ο ίδιος ο όρος της «κεντροαριστεράς», ασαφής και ανούσιος, οδηγεί τον υποτιθέμενο διάλογο ευθύς εξ αρχής σε γνωστά μονοπάτια προκατανοήσεων, τα οποία παγιδεύουν την όποια ανοικτή συζήτηση. Ο όρος «κεντροαριστερά» είναι φορτισμένος ιδεολογικώς και κουβαλάει μαζί του διάφορες αρνητικές συνδηλώσεις. Ιδιαίτερα ο όρος «κέντρο» είναι εντελώς παραπλανητικός, διότι σε μια κοινωνία στην οποία το ιδεολογικοπολιτικό κέντρο βάρος έχει μετατοπισθεί δραματικώς προς τα Δεξιά, είναι ανόητο να συζητάει κανείς με όρους «κέντρου».
Ο άλλος όρος, ο οποίος είναι εξαιρετικά προβληματικός είναι εκείνος της «ταυτότητας». Πρόκειται για μια «πλαστική λέξη», υπό την έννοια που το έχει θέσει ο Uwe Poerksen στη μελέτη του «Πλαστικές λέξεις» (Plastikwoerter στα γερμανικά, plastic words στα αγγλικά με μια ειδική εισαγωγή στην αγγλόφωνη έκδοση). Η πλαστική λέξη «ταυτότητα» είναι υπόλογη για μια σειρά ιδεολογικοπολιτικές συναινέσεις στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες κάμνουν τους όρους «κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά» να φαντάζουν σα σκιαμαχία με την πραγματικότητα.
Φυσικώς, ο διάλογος είναι προδιαγεγραμμένος στο πλαίσιο του κυρίαρχου ιδεολογικοπολιτικού λόγου στον ευρύτερο χώρο της «δημοκρατικής αριστεράς». Ο όρος περιγράφει με περισσότερη ακρίβεια την σημερινή κατάσταση και οριοθετεί σε γενικές γραμμές τον ευρύτατο πολιτικό χώρο από τις παρυφές των όποιων φιλελευθέρων έως την μετακομμουνιστική δημοκρατική αριστερά.
Κώστας Σκανδαλίδης: Υπό τον τίτλο «τέσσερεις προκλήσεις για ένα νέο κόμμα», το ηγετικό κυβερνητικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, προσπαθεί να αναλύσει την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και του ευρύτερου χώρου της «δημοκρατικής αριστεράς». Το κείμενο είναι ένας αυτοσχεδιασμός, όπου καταφαίνονται όλα τα ιδεολογικά αδιέξοδα και οι ιδεοληψίες του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Ένδειξη ότι το «μποτιλιάρισμα» στις πολιτικές επινοήσεις και επεξεργασίες έχει βάθος στο παρελθόν.
Είναι ακριβώς το ίδιο «μποτιλιάρισμα» που παρατηρεί κανείς όταν διαβάζει το βιβλίο του ιδίου πολιτικού «Η Αριστερά στη δίνη της χιλιετίας». Τρανταχτός τίτλος, ανύπαρκτο περιεχόμενο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Δε θα επεκταθώ σε εκτεταμένη κριτική του άρθρου. Ο λόγος είναι πολύ απλός: είναι κουραστικό να αναλύει κάποιος το «περιεχόμενο» μιας ιδεολογικής πομφόλυγας. Δεν πρόκειται για συγκροτημένο πολιτικό λόγο, αλλά για μια συρραφή διαφόρων ιδεολογημάτων, στο πλαίσιο μιας πολιτικής ρητορικής χωρίς τη στοιχειώδη λογική συνοχή.
Η Ιστορία: Κατά τον Κώστα Σκανδαλίδη η «Ιστορία», πάντοτε με γιώτα κεφαλαίο, «θα αργήσει να απογράψει την τελική της κρίση και αξιολόγηση». Η προσωποποιημένη «Ιστορία» θα αποφανθεί και για τις σημερινές πολιτικές επιλογές των προσώπων. Η «Ιστορία» εμφανίζεται σαν ένα είδος υπέρτατου κριτή. Ο αφελής τούτος «ανθρωπομορφισμός» θα προκαλούσε μειδίαμα, εάν δε συνοδευόταν από την «κουτοπονηριά» των αδαών. Είναι η «Ιστορία», η οποία θα κρίνει, είναι η «Ιστορία» η οποία θα «δικαιώσει» τις επιλογές των πολιτικών προσώπων («Η Ιστορία θα αργήσει να απογράψει την τελική της κρίση και αξιολόγηση. Το αν θα δικαιωθούν από αυτή πρόσωπα, πολιτικές και καταστάσεις ο χρόνος θα το κρίνει»). Η απόφανση για το ποιόν μιας πολιτικής πράξης μετατίθεται σε ένα απώτερο μέλλον που θα γίνει μακρινό παρελθόν. Ο δράστης κρυμμένος πίσω από διάφορες προφάσεις «μεταφυσικής υποκρισίας», μπορεί να επικαλεσθεί για παράδειγμα το συμφέρον της πατρίδας ως κίνητρό του και άλλα τέτοια για να αιτιολογήσει μια πράξη του η οποία προσκρούει στα ήθη και στις αξιακές κρίσεις των συγχρόνων του. Ένα παράδειγμα είναι το γεγονός ότι ο κ. Σκανδαλίδης συμμετείχε σε μια κυβέρνηση με ακροδεξιούς. Το βάρος της αξιολόγησης της πολιτικής του πράξεως μετατίθεται στο βάθος του μέλλοντος, όπου κάποια άγνωστη ανθρωπόμορφη «Ιστορία» θα κρίνει, ως άλλος δικαστής, ως υποκατάστατο του Θεού κριτή, τις πολιτικές πράξεις του κ. Σκανδαλίδη. Με το επιχείρημα αυτό, το οποίο συνοδεύεται και από την ανάλογη «μεταφυσική υποκρισία», ότι δηλαδή η πράξη προκλήθηκε με σκοπό τη σωτηρία του κόμματος ή της πατρίδος κ.ο.κ. ή και για το συμφέρον του ελληνικού λαού, ο πολιτικός αποποιείται της ευθύνης του για τη συμβολή του και τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση, όπου συμμετείχαν τα απολειφάδια της πολιτικής μας ζωής.
Οι κύκλοι: Ο πολιτικός προστρέχει σε διάφορα κοινότοπα ιδεολογήματα, τα οποία συνοδεύουν έναν στάσιμο πολιτικό λόγο, εδώ και δεκαετίες, για να ερμηνεύσει την ιστορική στιγμή και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Μέσα σε τέσσερεις κύριες προτάσεις κατορθώνει να μας βομβαρδίσει με αλλεπάλληλα ιδεολογήματα: «Όλοι ομολογούμε ότι έκλεισε εδώ και καιρό ο κύκλος της Μεταπολίτευσης. Πρέπει να αναλογιστούμε ότι έκλεισε από μόνος του. Δεν τον κλείσαμε εμείς με την πολυπόθητη υπέρβαση. Και η Ιστορία διδάσκει ότι στην πολιτική καθετί που κλείνει από μόνο του, κλείνει με τρόπο δραματικό».
Τούτο το σχήμα των «ιστορικών κύκλων», οι οποίοι ανοιγοκλείνουν ευδοκιμεί εδώ και χρόνια στο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, δεν έχει καμία σχέση με τα corsi και ricorsi του Gianbattista Vico, αλλά πρόκειται για μια κοινοτοπία διάχυτη στα ημιμορφωμένα πολιτικώς στελέχη του συγκεκριμένου κόμματος, τα οποία έχουν «κλείσει» τούτο τον περίφημο «κύκλο της Μεταπολίτευσης» πάμπολλες φορές. Σε κάθε έντονη ιστορική στιγμή ο λεγόμενος «κύκλος της μεταπολίτευσης» «πλησίαζε στο τέλος του». «έκλεινε», «τελείωνε» και άλλα παρόμοια. Και ο καθένας μέσα στην θεωρητική ανημποριά του άνοιγε νέους «ιστορικούς κύκλους».
Ο Κώστας Σκανδαλίδης πρωτοτυπεί αυτή τη φορά ισχυριζόμενος ότι ο «κύκλος της μεταπολίτευσης» έκλεισε από μόνος του. Προφανώς οι ιστορικές περίοδοι δεν είναι δωμάτια τις πόρτες των οποίων ανοιγοκλείνουμε κατά τη θέλησή μας, ούτε πόρτες που κλείνουν από μόνες τους επειδή… φυσάει και κάνει ρεύμα!
Ο Έλληνας πολιτικός αυτοσχεδιάζει και συγκροτεί τη δική του μορφολογία των ιστορικών συμβάντων. Δεν αρκείται στα ανοιγοκλεισίματα των ιστορικών κύκλων αλλά αναγνωρίζει και στις ιστορικές εμπειρίες μορφολογικές επαναλήψεις – σχεδόν νομοτελειακού τύπου- οι οποίες θα πρέπει να μας κάνουν να ανησυχούμε.
Η ανθρωπόμορφη «Ιστορία» εκτός από το ότι κρίνει και δικαιώνει ή καταδικάζει, έχει και το προνόμιο να διδάσκει. Ο κοινοβουλευτικός άνδρας επαναλαμβάνει τον παλαιό τόπο του Κικέρωνα –historia magistra vitae-, ο οποίος, ωστόσο, απέχει πολύ από το να ισχύει πραγματικά. Παρόλα αυτά ο Κ. Σκανδαλίδης δε διστάζει να αναφέρει και ένα μάθημα το οποίο μας διδάσκει η «Ιστορία», ότι δηλαδή «στην πολιτική καθετί που κλείνει από μόνο του, κλείνει με δραματικό τρόπο». Η ρητορική πομφόλυγα είναι φυσιολογικό επακόλουθο της επιρροής του ιστορικού «ανθρωπομορφισμού» σε μια ακατέργαστη πολιτική σκέψη.
Η ταύτιση: Για τον Κώστα Σκανδαλίδη, ο «κύκλος της Μεταπολίτευσης» - και εδώ η λέξη γράφεται με κεφαλαίο «Μ» σαν να πρόκειται για μια  ενιαία οντότητα- ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ και την ιστορική του διαδρομή: και αφού έκλεισε ο «κύκλος», το ερώτημα μετατίθεται στο τι θα γίνει με το ΠΑΣΟΚ.
Στο σημείο αυτό εμφανίζονται οι «τέσσερεις προκλήσεις» της εποχής μας. Η πρώτη αφορά στην απουσία σοσιαλδημοκρατικής εναλλακτικής λύσης στο πρόβλημα της ασυδοσίας του χρηματοπιστωτικού και «αεριτζίδικου» [sic] καπιταλισμού, η δεύτερη αφορά τη μεταφορά του «επίκεντρου των εξελίξεων» στην Κεντρική και Ανατολική Ασία, η τρίτη το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο «οι λαοί πολιτικοποιούνται μέσα από την επανάσταση των μέσων και της τεχνικής…» και η τέταρτη, η οποία, ωστόσο, δεν αναφέρεται expressis verbis,  είναι η απουσία εκείνης της παρεμβατικής πολιτικής, η οποία θα οριοθετούσε εκ νέου τη γραμμή «προόδου» και «συντήρησης».
Σε αυτά τα σημεία εντοπίζεται και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ και «οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας»!
Ο εγχρονισμός: Στην πρώτη πρόκληση καταλογίζει ο Κ. Σκανδαλίδης στη σοσιαλδημοκρατία απουσία «εναλλακτικής πρότασης», χωρίς να αναφέρεται στην πιθανή συμβολή του κόμματός του στους προβληματισμούς της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και στους  ενδεχόμενους δικούς του προβληματισμούς. Αντ΄ αυτού επιχειρεί στη βάση εγχρονισμένων κατηγοριών ερμηνείας να στιγματίσει την πολιτική απουσία της σοσιαλδημοκρατίας. Οι πολιτικές προτάσεις υποβαθμίζονται στην πολιτική του ρητορική σε «παραδοσιακές ρετσέτες». Η εγχρονισμένη σκέψη κρίνει με βάση το ισχύον, όχι με βάση τη λογική του πράγματος. Οι προτάσεις δεν κρίνονται ως προς την εσωτερική λογική και συνοχή τους, αλλά με κριτήρια παράδοσης, «παλιού» και «νέου». Ο εγχρονισμός των κατηγοριών σκέψης δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αλλά προέρχεται από παλαιότερες φάσεις της νεωτερικότητας. Δεν είναι και τόσο «σύγχρονο» να ακυρώνεται κάτι με βάση εγχρονισμένες κατηγορίες ανάλυσης. Μια «παραδοσιακή ρετσέτα» μπορεί να έχει ηττηθεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι πολιτικώς αποτελεσματική και εφαρμόσιμη. Η πολιτική και κοινωνική σύγκρουση δε γίνεται με λόγους επιχειρήματος και λογικής, αλλά και πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας.
Εάν κανείς θέλει να διεκδικήσει ένα νέο μέλλον θα πρέπει να βάλει στην αιχμή του δόρατός του το ανεκπλήρωτο παλιό. Στην πολιτική και την κοινωνία δεν κλείνουν και ανοίγουν τα πράγματα, όπως τα φαντάζετε ο «κυκλάρχης» Κώστας Σκανδαλίδης.
Εκδοχές λαϊκισμού: Ο «προοδευτικός» αναπαράγει τον  μεγαλοανδρισμό της ελληνικής συντήρησης,  όταν αναφέρεται σε «ευρωπαϊκές ηγεσίες μυωπικές και χαμηλού βεληνεκούς». Το «επιχείρημα» αυτό είναι παραπλήσιο του λαϊκισμού της ελληνικής δεξιάς και ακροδεξιάς, στη ρητορεία της οποίας προβάλλονται ως επιχειρήματα εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων διάφορες χυδαιότητες του τύπου, «λίγος», «ανεπαρκής» κλπ.
Η έκφραση «4ο οικονομικό Ράιχ» είναι τουλάχιστον άστοχη και δείχνει πλήρη άγνοια της πολιτικής και ιδεολογικής κατάστασης στην Ευρώπη. Ο ελληνικός πολιτικός επαρχιωτισμός αρέσκεται στον εύκολο στιγματισμό υποτιθέμενων αντιπάλων, αλλά τούτη η αυτοτύφλωση δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος.
Η αναφορά σε «4Ο οικονομικό Ράιχ» αμβλύνει τα όποια ανακλαστικά υπάρχουν στη χώρα μας απέναντι στο φαινόμενο του νατσισμού. Ο «προοδευτικός» σοσιαλδημοκράτης (;) πριμοδοτεί τούτη την άμβλυνση της ιστορικής κρίσης και μνήμης και μόνο με τη χρήση του όρου Ράιχ, εφόσον τούτος στην ελληνική μεταφέρει άλλες συνδηλώσεις απ΄ ότι στη γερμανική. Η λέξη Ράιχ είναι συνυφασμένη αποκλειστικώς με τον νατσισμό. Ενώ στη γερμανική γλώσσα είναι μια κοινή λέξη, στην ελληνική η χρήση της είναι συγκεκριμένη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο γελοίοι θα ακουγόταν οι όροι «βυζαντινό ράιχ» (Byzantinisches Reich) ή «οθωμανικό ράιχ» (Osmanisches Reich) στα ελληνικά.
Η έκφραση αντιστοιχεί σε εκείνους τους χυδαίους λαϊκίστικους χαρακτηρισμούς πολιτικών αντιπάλων ως «γκάουλάιτερ». Την έκφραση τη χρησιμοποιεί συχνά και ο πιο πρωτόγονος πολιτικώς δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Πέραν τούτου η φράση «Το δίλημμα του Μάαστριχτ «Ευρωπαϊκή Γερμανία ή Γερμανική Ευρώπη» πολύ φοβάμαι ότι ρέπει προς το 4ο οικονομικό Ράιχ» είναι πολιτικώς κάτι παραπάνω από ανόητη. Πολύ φοβάμαι και εγώ με τη σειρά μου, ότι με τέτοιες λαϊκίστικες αερολογίες δε θα έχουμε καμία τύχη μέσα ή έξω από την όποια Ευρώπη.
Η παράδοση: Η σύγχρονη δημοκρατία, προκαλείται και από την εμφάνιση των νέων μέσων, τα οποία δημιουργούν ρήγματα στο δημοκρατικό πολίτευμα και στο σημείο τούτο δεν έχει δοθεί σύγχρονη απάντηση. Εδώ επανέρχεται πάλι στην εγχρονισμένη επιχειρηματολογία, εφόσον χρησιμοποιεί την έννοια της «παράδοσης» με εντελώς απαξιωτικό τρόπο. Τα ρήγματα στη δημοκρατία δεν αντιμετωπίζονται με «παραδοσιακούς θεσμούς». Ποια είναι αυτά τα ρήγματα και ποιοι είναι οι παραδοσιακοί θεσμοί, δεν το εξηγεί ο Κ. Σκανδαλίδης.
Μάλιστα βλέπει ως επακόλουθο της «ανατροπής» που συντελέσθηκε την αδυναμία να παρέμβει η πολιτική στα παγκόσμια προβλήματα και να οριοθετήσει «ξανά τη διαχωριστική γραμμή προόδου και συντήρησης».
Να υποθέσουμε ότι πέρα από το συμφέρον της πατρίδας και τη σωτηρία της συνέβαλλε και αυτή η σύγχυση των διαχωριστικών γραμμών ώστε να συμπλεύσει ο σύντροφος Κ. Σκανδαλίδης με την ακροδεξιά σε ένα κυβερνητικό σχήμα δηλητήριο.
Η απάντηση: Αφού σχηματοποίησε σε μερικές δεκάδες αράδες το παγκόσμιο πρόβλημα – η «ανάλυσή» του ως ατόφιου μεταπράτη αφορούσε διάφορες ασυνάρτητες γενικολογίες της παγκόσμιας πολιτικής και δεν υπήρχε νύξη για την εσωτερική εξέλιξη της χώρας, απλώς μας διεμήνυσε ότι έκλεισε ο «μεταπολιτευτικός κύκλος»- ο συνεργάτης της κυβερνητικής ακροδεξιάς προχώρησε στο «δια ταύτα»: στην κλασική ερώτηση του κάθε Έλληνα οκνηρού ξερόλα για την περίφημη «πρόταση» - ο καθένας ξεστομίζει ένα «έχεις πρόταση;» και θεωρεί ότι σε έχει αποστομώσει. Και συνεχίζει την άθλια ύπαρξή του με τον ίδιο χυδαίο τρόπο.
Ο Κ. Σκανδαλίδης γνωρίζει το συγκεκριμένο «παιχνίδι»: δεν περιμένει να του θέσουν οι άλλοι το ερώτημα, το θέτει μόνος του - «και τώρα τι;».
Μετά από μια ροή ασυναρτησιών και αθεμελίωτων γενικολογιών, οι οποίες προβάλλονται ως ανάλυση της πολιτικής πραγματικότητας του σύγχρονου κόσμου, ο  «Έλληνας» πολιτικός δίνει και την απάντηση. Χρειαζόμαστε ένα «πραγματικό νέο κόμμα να συνθέσει το χώρο της Κεντροαριστεράς δίνοντας οριστική απάντηση στην κρίση προσανατολισμού της χώρας και στα τέσσερα θεμελιακά ζητήματα που αφορούν τη νέα εθνική στρατηγική».
Όποιος περιμένει απάντηση για τα χαρακτηριστικά αυτού του «πραγματικού  νέου κόμματος» θα πρέπει να αρκεσθεί σε διάφορα «κομψοτεχνήματα» της πολιτικής ρητορείας του συγκεκριμένου πολιτικού. Οι αλλεπάλληλες  πομφόλυγες της προπαγανδιστικής ρητορείας δε μπορούν να συγκαλύψουν την έλλειψη πολιτικής φαντασίας, πολιτικών επινοήσεων, οραματικής σκέψης και ο ευαγγελιστής του  «πραγματικού νέου κόμματος» δεν κάνει τίποτε παραπάνω από να τσαλαβουτάει στη γλώσσα του κυρίαρχου καθεστωτικού πολιτικού λόγου .
Υποθέτω ότι ο σύντροφος Κ. Σκανδαλίδης, όταν διακρίνει τους Έλληνες σε σκεπτόμενους και μη-σκεπτόμενους, συγκαταλέγει τον εαυτό του στους πρώτους. Και όταν ομιλεί για διακομματική «απεύθυνση» - όπως λένε και οι νεότεροι ακτιβιστές- προς τους σκεπτόμενους, την «κινητήρια δύναμη του τόπου», προφανώς θα εννοεί όσους σκέφτονται σαν κι αυτόν.
Ο Κ. Σκανδαλίδης προτείνει νε επεξεργαστεί, έως τις εκλογές, ο συγκεκριμένος χώρος «ένα βιώσιμο και ρεαλιστικό εκλογικό πρόγραμμα». Και με βάση αυτό το πρόγραμμα να ανασυνταχθεί ο χώρος και η «λαϊκή βάση της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Πολύ πρωτότυπος λόγος για ένα «πραγματικό νέο κόμμα». Οι «σκεπτόμενοι Έλληνες», η «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», πρόσωπα με «δύναμη», «σθένος», «επάρκεια» που θα ηγηθούν της «νέας συλλογικότητας».
Και μέσα σε όλα ο Κ. Σκανδαλίδης θυμήθηκε και τον «συντεταγμένο, ανοικτό και θεσμικό διάλογο» για «να δημιουργηθεί το αναγκαίο πλειοψηφικό ρεύμα» στις εκλογές.
Ο Κ. Σκανδαλίδης θεωρεί το συμπίλημα των ασυναρτησιών που παρέταξε ότι αποτελεί «εθνικό σχέδιο» («με το εθνικό σχέδιο που περιγράψαμε…») και περιγράφει την πολιτική σύγκρουση όπως τη φαντασιώνεται: «Το πεδίο της μάχης καθορίζεται με την επιστροφή στη βάση όχι ως επιστροφή στο παρελθόν αλλά ως σημείο ενδοσκόπησης και αναζήτησης του κοινού στόχου και εκκίνησης της νέας πορείας». Μέγας είσαι Κύριε…
Ο ακραίος εγχρονισμός του λόγου οδηγεί ad absurdum. Ο ευαγγελιστής του καινούργιου φαίνεται ότι θαλασσοδέρνεται στα ρηχά της Καρδάμαινας… χαμένος στη μετάφραση. Η γλωσσική σύγχυση προδίδει  την ακόμη μεγαλύτερη ιδεολογικοπολιτική. Για τούτο στην ανάλυση του «συντρόφου» δεν περιγράφεται ο περίφημος «κύκλος της μεταπολίτευσης»: ίσως και να μπορούσαμε να δούμε τι «κλείνει» στο μυαλό του συντρόφου και τι «ανοίγει». Στον Κ. Σκανδαλίδη, όπως και στο σύνολο της καθεστωτικής πολιτικής τάξης λείπει η στοιχειώδης «διαλεκτική του συγκεκριμένου». Είναι κωμικό ο εκπρόσωπος ενός χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος να επικαλείται τη βιωσιμότητα και το ρεαλισμό ενός προγράμματος, το οποίο μάλιστα θέλει να το εκπονήσει με τους «σκεπτόμενους Έλληνες» μέχρι τις εκλογές.
Και σαν επιστέγασμα έρχεται η «μεταφυσική υποκρισία» του υποτιθέμενου ενδιαφέροντος για τη σωτηρία της χώρας με την προειδοποίηση: «Οι καιροί ου μενετοί». Να θεωρήσω, απλώς, ως σύμπτωση το γεγονός, ότι η φράση τούτη εκστομιζόταν τακτικότατα από τον επικεφαλής της μάγκας των κοινωνικών και πολιτικών απολειφαδιών με την οποία συναγελάζονταν, στην τρικομματική κυβέρνηση,  οι «σύντροφοι» εκπρόσωποι της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης»; Σε κάθε περίπτωση η χρήση των αρχαϊκών φράσεων θα πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη της «βαρβαρότητας της ημιμόρφωσης», στην οποία αναφέρεται ο Theodor Adorno.
Υ.Γ.:  Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες γνωρίζουν την εξέλιξη των πραγμάτων: το  ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε στις δύο αλλεπάλληλες αναμετρήσεις που ακολούθησαν  και τώρα επιχειρείται εκ νέου να ξαναζεσταθεί το φαγί στη χύτρα της «κεντροαριστεράς» (δύο χρόνια μετά οι περίφημοι «σκεπτόμενοι» του Κώστα Σκανδαλίδη εμφανίσθηκαν  υπό το προσωνύμιο  οι «58») - αλλά τώρα δεν υπάρχουν περιθώρια για κανέναν, ούτε για τον Κώστα Σκανδαλίδη, ούτε για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, η μόνη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν όλοι αυτοί  στον τόπο είναι να αποσυρθούν  σιωπηλά για  να προβάλλουν νέες πολιτικές δυνάμεις που θα εκπροσωπήσουν  τον αριστερό εργατικό σοσιαλιστικό χώρο .  [ Βλ. για το θέμα της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» και το ζήτημα της ανασυγκρότησης του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού  τα άρθρα: Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η πολιτική επιταγή των καιρών, Όμηρος Ταχμαζίδης, Το υβρίδιο της «κεντροαριστεράς» και άλλα συναφή, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η άβυσσος του ελληνικού αδιεξόδου, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η post mortem θυσία του Ανδρέα Παπανδρέου, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων μετά την αποψίλωση του λόγου, Όμηρος Ταχμαζίδης, ΠΑΣΟΚ:  νεοφιλελεύθερες ερωτοτροπίες  με τον εθνικισμό, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η δαιμονοποίηση της Μ. Ρεπούση και η πολιτική δειλία της ΔΗΜ.ΑΡ., Όμηρος Ταχμαζίδης, Από τον Νίκο Μέρτζο στον Ευάγγελο Βενιζέλο και τους 58 «κεντροαριστερούς», Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση απαιτεί επειγόντως μια γλώσσα εμπιστοσύνης, Όμηρος Ταχμαζίδης, Εθνική ανάγκη το οριστικό σιωπητήριο στο ΠΑΣΟΚ]  

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια