Μαμά ξύπνα με


Γράφει η Σία Κοσιώνη
Μία παιδική κραυγή έχει μόλις σκίσει την ησυχία της νύχτας. Ποδοβολητά. Ένα βουβό κλάμα. Μια ζεστή αγκαλιά. Μία τρυφερή φωνή. Σώπασε μωρό μου…  Ένα όνειρο ήταν! Ένας εφιάλτης! Σώπα… Σσσσς… Έλα… Μη φοβάσαι… Εγώ είμαι εδώ. Όλοι εδώ είμαστε…
Δε θα ξεχάσω ποτέ τον πρώτο μου εφιάλτη. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την αγκαλιά. Η πρώτη φορά στη ζωή μου που τρόμαξα τόσο. Η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τόσο ασφαλής.
Ένα γυαλιστερό μπλε τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι έχει αποφασίσει να σπείρει τον τρόμο και το θάνατο. Κάποιος το έχει φέρει δώρο στον αδερφό μου. Ξαφνικά αυτό αρχίζει να κινείται μόνο του.
Κανείς δεν το έχει θέσει σε λειτουργία. Κανείς δεν το κατευθύνει.
Η εξάτμισή του εκλύει δηλητηριώδη αέρια. Το κοιτάζω έντρομη να περιφέρεται στο σπίτι. Πάει από δωμάτιο σε δωμάτιο και σκοτώνει. Τη μαμά, τον μπαμπά, τη γιαγιά, τον παππού, την Κατερίνα, το Γιώργο, το σκύλο. Έχω μείνει μόνη μου. Τρέχω να σωθώ. Με κυνηγάει. Δραπετεύω. Τρέχω στη γειτονιά. Μπαίνω σε ένα σπίτι. Μπαίνει κι αυτό. Σκοτώνει τους πάντες.
Τα καταφέρνω και πάλι. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. Ειδοποιώ τον κόσμο να φύγει. Να κρυφτεί. Σύντομα το νέο έχει μαθευτεί σε όλη την πόλη. Έχει επικρατήσει πανικός. Οι δρόμοι έχουν γεμίσει πτώματα. Κάποιοι προτιμούν να δώσουν μόνοι τέλος στη ζωή τους, παρά να παραδοθούν στις ορέξεις του. Τρέχω. Ουρλιάζω. Τρέχω. Ουρλιάζω. Μέχρι που τα ντεσιμπέλ σπάνε το φράγμα του ύπνου και απελευθερώνονται μέσα στο κοριτσίστικο παιδικό δωμάτιο.
Η μαμά ζει. Είμαι στην αγκαλιά της και κλαίω. Είναι όλοι τους καλά. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο αυτοκινητάκι στο σπίτι. Η παιδική φαντασία έχει δώσει μαθήματα στον πιο ευρηματικό σκηνοθέτη του Χόλλιγουντ.
Μέσα στα αναφιλητά ρωτάω και ξαναρωτάω τη μάνα μου αν υπάρχουν στον κόσμο αυτοκινητάκια που θα μπορούσαν να προξενήσουν τέτοιο κακό. «Όχι», με διαβεβαιώνει ξανά και ξανά, ενώ εγώ έχω κολλήσει τα κατακόκκινα κλαμένα μούτρα μου στο ζεστό από τον ύπνο στέρνο της και νιώθω την ανάσα της και τα φιλιά της στα ανακατεμένα από την νυχτερινή τρεχάλα μαλλιά μου.
Πέρασε καιρός για να την πιστέψω. Για μεγάλο χρονικό διάστημα γούρλωνα τα παιδικά μου μάτια κι «έκοβα λάσπη» μπροστά σε κάθε αυτοκινητάκι που λάνσαρε στη συλλογή του ο μεγαλύτερος αδερφός μου. Δεν τολμούσα να μπω νύχτα στο δωμάτιό του. Αυτός με πείραζε. Τα εμφάνιζε μπροστά μου για να τρομάξω και να γελάει. Είχα γίνει ο περίγελος των «μεγάλων». Ήμουν το «μικρό» που δεν μπορούσα να διαχωρίσω τη φαντασία από την πραγματικότητα. Τον εφιάλτη από την αληθινή ζωή.
Τα σκέφτομαι τώρα που σας τα γράφω και γελάω. Φαντάζομαι και κάποιους από εσάς να γελάτε και να θυμάστε τους δικούς σας πρώτους εφιάλτες. Τα δικά σας παιδικά φαντασιακά δημιουργήματα. Τα ξωτικά, τις μάγισσες, τις κούκλες και τα λούτρινα ζωάκια που ζωντανεύουν τις νύχτες…
Έτσι είναι όταν είσαι παιδί. Έρχονται όλα και μπλέκονται στο αθώο, αμόλυντο και άπειρο μυαλουδάκι σου και σε μπερδεύουν. Μέχρι να αρχίσεις να το γεμίζεις με εικόνες, εμπειρίες, διδάγματα που μια μέρα θα ξεδιαλύνουν τα πάντα.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη τη νύχτα. Η ανάμνησή της ήρθε απρόσκλητα στο μυαλό μου με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό.
Ας κάνουμε κάτι. Προσπαθήστε να σβήσετε όσα έχετε στο μυαλό σας. Κλείστε τα μάτια και ακούστε με να σας λέω: «Ήταν, λέει, μία χώρα ένα βήμα πριν καταρρεύσει. Οι οικονομικοί δείκτες γκρεμίζονταν, η μία επιχείρηση έκλεινε μετά την άλλη, η ανεργία έφτανε το 20%, οι πολιτικοί της είχαν σαστίσει και αντί να προσπαθούν να τη σώσουν τσακώνονταν μεταξύ τους. Η κοινωνία διχαζόταν, η εγκληματικότητα φούντωνε, συμμορίες εκτελούσαν εν ψυχρώ αστυνομικούς, εξαθλιωμένοι μετανάστες σκότωναν για μια κάμερα, εξαγριωμένοι ακροδεξιοί πλάκωναν στο ξύλο όποιο αλλοδαπό πετύχαιναν στο διάβα τους, τα ΜΑΤ σάπιζαν στις κλομπιές διαδηλωτές, διαδηλωτές πυρπολούσαν τα ΜΑΤ…»
Τι καλά να ήταν εφιάλτης… Το αποκύημα μίας αρρωστημένης παιδικής φαντασίας…Ανοίγεις όμως, ρε γαμώτο, τα μάτια και είναι εδώ. Και η μαμά λείπει…

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια