Η κρίση εξαναγκάζει τους Αθηναίους να γυρίσουν στα χωριά τους


Τα χρέη, η ανεργία και η φτώχεια προκαλούν μαζικές αναταραχές και χιλιάδες αναζητούν έναν φτηνότερο τρόπο ζωής έξω από την πρωτεύουσα.
Ψηλά στην Αρκαδία, σ’ ένα πέτρινο σπίτι στην άκρη του χωριού που δεσπόζει πάνω από καταπράσινα βοσκοτόπια στην κοιλάδα που απλώνεται μπροστά, μια ομάδα νεαρών Αθηναίων ξεκινά την καινούργια ζωή της.
Μέχρι πρόσφατα η Ανδρίτσαινα δεν φάνταζε ως σπουδαία προοπτική για τους αστούς Αθηναίους. «Όμως, αυτό ίσχυε για την εποχή που η Αθήνα δεν ήταν ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί», λέει ο Γιάννης Δικιάκος. «Μια μέρα ξυπνήσαμε και καταλάβαμε ότι δεν πήγαινε άλλο. Θέλαμε να ζήσουμε στην πραγματική Ελλάδα, θέλαμε να δραστηριοποηθούμε κάπου αλλού».

Αφού φόρτωσε τα υπάρχοντά του σε ένα Land Rover και σ’ ένα τρέιλερ, ο νεαρός επιχειρηματίας έκανε το ταξίδι στην Ανδρίτσαινα τον περασμένο μήνα. Στο ταξίδι του συνάντησε χωριά με ερειπωμένα σπίτια, οδήγησε δίπλα σε ποτάμια και φαράγγια, αλλά δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω του.
«Η Αθήνα έχει απογοητεύσει τη νεολαία. Δεν έχει να τους προσφέρει κάτι άλλο. Οι πολιτικοί μας είναι ηλίθιοι… μας έχουν απογοητεύσει σε μεγάλο βαθμό», δήλωσε ο Γ. Δικιάκος που μέσα στις επόμενες ημέρες περιμένει και άλλους 10 φίλους που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα.
Ο Γιάννης Δικιάκος και οι φίλοι του αποτελούν μέρος της εσωτερικής μεταναστευσης –χιλιάδες Αθηναίοι αναζητούν καταφύγιο στις ορεινές περιοχές καθώς η καταχρεωμένη χώρα παλεύει με την μεγαλύτερη οικονομική κρίση μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
«Είναι μια μεγάλη απόφαση, αλλά οι άνθρωποι το αποτολμάνε», λέει ο Γιώργος Γάλος, δάσκαλος στην Πρώτη Σερρών, στη Βόρεια Ελλάδα, «Γνωρίζω δύο ζευγάρια που ήρθαν εδώ και ξέρω πολλούς στην Θεσσαλονίκη που θέλουν να γυρίσουν στα χωριά τους. Η κρίση τούς έχει καταστρέψει και είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν. Αν είχαν λίγη στήριξη, κάποια κυβερνητική ενθάρρυνση, το ρεύμα θα γινόταν κύμα επειδή τα πάντα είναι πολύ φτηνότερα εδώ πέρα».
Η μετακίνηση στην Πρώτη Σερρών πιθανώς να είχε περάσει απαρατήρητη αν δεν ήταν η γενέτειρα του μακαρίτη Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ηγήθηκε της εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981. Ένα μαρμάρινο άγαλμα του πολιτικού στην πλατεία του χωριού κοσμείται με τα λόγια: «Πιστεύω πως η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει πρόσωπο και οι άνθρωποι τη μοίρα τους».
Σχεδόν 60 χρόνια έχουν περάσει από τότε που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν κι ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αρχίζουν να αναρωτιούνται αν ο Καραμανλής είχε δίκιο ή άδικο. Η μετακίνηση προς τα λαμπερά φώτα των μεγάλων πόλεων αποτέλεσε, σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου του Καραμανλή, ένα από τα μεγαλύτερα βαρόμετρα της μετάβασης της χώρας από μια πρωτίστως αγροτική κοινωνία σε μια εξελιγμένη δυτική οικονομία. Αυτή την εβδομάδα, καθώς το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητούσαν τρόπους για να σωθεί η Ελλάδα και οι παρατηρητές αναρωτιόντουσαν για το αν η χώρα θα έπρεπε να βγει από την Ευρωζώνη, η Ελλάδα φαινόταν πιο ακυβέρνητη από ποτέ – χαμένη μέσα σε ένα ωκεανό αυξανόμενου θυμού και ανυπακοής από τη μεριά των πολιτών που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς και βρίσκονται στο έλεος των διεθνών αγορών που αμφισβητούν ότι η χώρα μπορεί να γλιτώσει εντέλει από την χρεωκοπία. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Έλληνες είναι βαθιά μέσα στα σκατά», δήλωσε πρόσφατα ο Ντομινίκ Στρος Καν. «Αν δεν είχαμε επέμβει, θα είχαν βυθιστεί μέσα στην άβυσσο. Δύο εβδομάδες αργότερα η κυβέρνηση δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων».
Η ειρωνεία είναι ότι η «θεραπεία» του ΔΝΤ και της Ε.Ε., το πρόγραμμα διάσωσης των 110 δις ευρώ που εφαρμόστηκε για να εκμοντερνιστεί η αρτηριοσκληρωτική ελληνική οικονομία, χειροτέρεψε κατά πολύ τα πράγματα. Οι δώδεκα μήνες περικοπών στον δημόσιο τομέα και στις συντάξεις, οι φορολογικές αυξήσεις, οι μαζικές απολύσεις  και ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός άρχισαν να έχουν τις βάναυσες επιπτώσεις τους. Το Α.Ε.Π. (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αναμένεται να μειωθεί κατά 3% φέτος – καθιστώντας την ελληνική ύφεση την πιο βαθιά όλης της Ευρώπης.
Στην Αθήνα, όπου κατοικούν σχεδόν οι μισοί από τα 11 εκατομμύρια Ελλήνων, τα σημάδια της λιτότητας –και της φτώχειας – είναι παντού εμφανή: στους άστεγους και τους πεινασμένους που ψάχνουν μέσα στα σκουπίδια, στους εξαθλιωμένους συνταξιούχους που μαζεύουν τα χαλασμένα φρούτα και λαχανικά από τις λαϊκές αγορές, στα μαγαζιά που έκλεισαν και στους χιλιάδες Έλληνες που δεν έχουν πια χρήματα για οικογενειακές εξόδους ή για να φάνε συχνά κρέας.
«Αναγκαστήκαμε να κόψουμε τις ταβέρνες και τα καινούργια ρούχα και πλέον τρώμε κρέας μόνο μια φορά την εβδομάδα», λέει η Βάσω Βιτάλη, μητέρα δύο παιδιών, που μαζί με τον δημόσιο υπάλληλο σύζυγό της έχουν κοινό εισόδημα της τάξης των 2,000 ευρώ.
«Μετά τις περικοπές το εισόδημά μας μειώθηκε κατά 450 ευρώ τον μήνα. Σκεφτόμαστε και το τελευταίο λεπτό ακόμα, κι όμως ανήκουμε στους τυχερούς γιατί δουλεύουμε κι οι δύο. Ξέρω ανθρώπους που είναι άνεργοι και πεινάνε. Ζητάνε φαγητό από τους φίλους τους και τους συγγενείς τους», πρόσθεσε. «Αυτό που μας εξοργίζει είναι ότι ενώ οι πάντες γνώριζαν για την κακή κατάσταση του κράτους, κανείς από τους πολιτικούς μας δεν είχε τα κότσια να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ήταν σαν ένα καράβι που θα έπεφτε στα βράχια και τώρα πια έχουμε πλησιάσει επικίνδυνα κοντά».
Οι Έλληνες επίσης γνωρίζουν ότι με την τωρινή κατάσταση της οικονομίας τους, θα χρειαστούν περαιτέρω οικονομική βοήθεια και ότι λίγοι θα θέλουν να δανείσουν σε μια χώρα σε τόσο δεινή θέση, οπότε τα πράγματα θα χειροτερέψουν πριν καλά καλά μπορέσουν να φτιάξουν.
«Στο παρελθόν, το μέλλον ενέπνεε την ελπίδα στους Έλληνες, αλλά πλέον περιέχει μόνο φόβο»,  δήλωσε ο Νίκος Φίλης, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Η Αυγή». «Έως αυτήν την εβδομάδα, οι πολίτες πίστευαν πως με όλα αυτά τα μέτρα, η κρίση θα τελείωνε μέσα σε ένα ή δύο χρόνια. Πλέον, με την προοπτική της περαιτέρω λιτότητας, το τέλος αυτής της κατάστασης δεν είναι ορατό από πουθενά».
Με την ανεργία να επηρεάζει 790,000 άτομα –αν και πιστεύεται ότι ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος μετά το κλείσιμο 150,000 μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τον περασμένο χρόνο – υπάρχουν φόβοι ότι η Ελλάδα, η χώρα στο επίκεντρο της μεγαλύτερης οικονομικής πανωλεθρίας της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες, οδεύει ακάθεκτη προς την πολιτική και κοινωνική κρίση. Οι ρατσιστικές εντάσεις και οι ανομίες που σημειώθηκαν αυτήν την εβδομάδα ώθησαν τον συνήθως γλυκομίλητο δήμαρχο της Αθήνας, Γιώργο Καμίνη, να δηλώσει ότι η πόλη «έχει αρχίσει να μοιάζει στην Βηρυτό».
Ο Γιάννης Καλογήρου, καθηγητής οικονομικών στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, δήλωσε: «Η Ελλάδα έχει γίνει πεδίο μάχης. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πολιτικοί φορείς έχουν κάνει την κρίση πολύ χειρότερη με την έλλειψη στρατηγικής  και αποσπασματικής προσέγγισης. Σε ατομικό επίπεδο, οι Έλληνες έχουν χάσει πλέον την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς και την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να επιλύσει την κατάσταση. Ο φόβος μου είναι ότι η χώρα εισέρχεται στην ακυβερνησία και ότι τα ακροδεξιά κόμματα και ομάδες θα εκμεταλλευτούν την κατάσταση».
Η μαζική έξοδος των ευφυέστερων και των καλύτερων Ελλήνων εντείνει τους φόβους ότι εκτός από την καταστροφή μιας ή δύο γενεών, η σχεδόν χρεοκοπημένη Ελλάδα θα χάσει και την πνευματική τάξη της. «Κανείς δεν μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό, αλλά οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα γίνουν πολύ χειρότερες καθώς η φυγή των νέων θα επιταχύνεται και η χώρα θα χάνει τα καλύτερα μυαλά της», δήλωσε ο Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
«Γύρω στους 135,000 ή το 9%  Ελλήνων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ήδη ζούσαν στο εξωτερικό και αυτό συνέβαινε προτού καν ξεκινήσει η κρίση. Απλώς δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά σε μια κοινωνία υπηρεσιών που βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κακοπληρωμένη ή φτηνή εργασία».
Όπως και στην Αρκαδία, όπου οι νέοι κάνουν μια καινούργια αρχή, έτσι και η Ελλάδα χρειάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό της αν πρόκειται να ξεπεράσει την χειρότερη κρίση της σύγχρονης ιστορίας της.

Της ανταποκρίτριας του Guardian στην Ελλάδα, Helena Smith

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια