Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Economist


Τρία σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμά της, η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μοιάζει να κοπάζει. Η ανεργία και η φτώχεια αυξάνονται, τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα περιπλέκονται

Της Έλενας Παπαδοπούλου



Για όποιον- οικονομολόγο ή μη- θέλει να έχει μια εικόνα για την τρέχουσα (μεσομακροπρόθεσμη και, βεβαίως, βραχυπρόθεσμη) ανάλυση του κυρίαρχου ρεύματος των οικονομικών (κυρίως), αλλά και πολιτικών εξελίξεων, το εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό Economist είναι σίγουρα μια από τις βασικές πηγές. Η χρονολογία της πρώτης του έκδοσης (1843), η εντυπωσιακή ποσοτική (αν μη τι άλλο) διείσδυσή του (1.6 εκατομμύρια αντίτυπα ανά τεύχος) και η περιγραφή του βασικού σκοπού του («Να συμμετάσχει στο σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στην ευφυία, που μας ωθεί να πάμε μπροστά, και την ευτελή άγνοια, που εμποδίζει την πρόοδό μας»), εξασφαλίζουν στον αναγνώστη ότι το εκάστοτε εβδομαδιαίο ανάγνωσμα προερχόμενο από τη συγκεκριμένη πηγή, εντάσσεται σε μια ταυτότητα, στη βάση της οποίας ο αναγνώστης «ξέρει τι να περιμένει».
Υπ’ αυτή την έννοια, η απεικόνιση ενός λιωμένου εγχειριδίου σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, με τη συνοδεία του τίτλου «Πού έκανε λάθος και πώς αλλάζει λόγω της κρίσης» στο εξώφυλλο της 18-24 Ιουλίου 2009, ήταν μια μάλλον αναπάντεχη εκτροπή. Η «εκτροπή» αυτή, ωστόσο, έμοιαζε να συνάδει με το σοκ της συγχρονικής αποτυχίας ενός οικονομικού συστήματος, του οποίου η περιγραφή ήταν επί δεκαετίες αποτυπωμένη στο λιωμένο βιβλίο του εξωφύλλου του Economist. Ήταν η φάση της κρίσης κατά την οποία ένας διάχυτος προβληματισμός για το «πόσο μεγάλη ζημιά έχει γίνει επιτέλους», διέτρεχε τα κείμενα όχι μόνο των αρθρογράφων του Economist, αλλά και πολλών θεωρητικών των ορθόδοξων οικονομικών, πολιτικών ηγετών κ.ο.κ. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου τεύχους του περιοδικού είναι, νομίζω, χαρακτηριστικές δηλώσεις όπως «...τα τελευταία 30 χρόνια μακροοικονομικής εκπαίδευσης στα μεγαλύτερη Αμερικάνικα και Βρετανικά Πανεπιστήμια ήταν μια πολυδάπανη σπατάλη χρόνου» (The Economist, 18-24 Ιουλίου 2009, σελ. 68) ή ο χαρακτηρισμός κορυφαίων οικονομολόγων του ορθόδοξου ρεύματος (ο.π., σελ. 11) ως «ορθολογικών ηλίθιων»  (‘rational fools’-μια έκφραση που χρησιμοποίησε ο Αμάρτια Σεν για να επικρίνει την υπόθεση του ορθολογικού οικονομικού δρώντος (agent) στο βιβλίο του «Κριτική στα συμπεριφοριακά θεμέλια της Οικονομικής Θεωρίας»).
Ήταν η φάση κατά την οποία, η εντυπωσιακή διάσταση της κρίσης και η ανάγκη κατανόησης και αντιμετώπισής της, συνετέλεσαν ώστε να ανασυρθούν (σε αναλυτικό επίπεδο, αλλά ως έναν βαθμό και σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής) ερμηνευτικές θεωρίες χρόνια «ηττημένες» στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο. Οι αναφορές στον
Μαρξ και τον Κέυνς πλήθυναν, οι πωλήσεις του Κεφαλαίου  και της Γενικής Θεωρίας εκτοξεύτηκαν, ενώ η επαναφορά της έννοιας της ενεργού ζήτησης και της τόνωσής της μέσω της κρατικής παρέμβασης, μετουσιώθηκαν σε πολιτική πρακτική (παρότι για σύντομο διάστημα, και με τρόπο στρεβλό και αποσπασματικό). Με άλλα λόγια, αυτό που φαινόταν να συμβαίνει εκείνη την περίοδο ήταν η άρρητη παραδοχή ότι η κριτική στην κυρίαρχη οικονομική θεωρία και πρακτική ήταν βάσιμη, ότι οι λόγοι δημιουργίας της κρίσης αφορούσαν το ίδιο το σύστημα και ότι έπρεπε να αντιμετωπιστούν με αντίστοιχο τρόπο.
Τι μεσολάβησε αντί αυτής της αναγκαίας μεταστροφής είναι γνωστό: περικοπές κοινωνικών παροχών, μειώσεις μισθών και επιδομάτων, αύξηση της άδικης φορολογίας και ελάχιστη πρόοδος στο –προφανές- ζήτημα ρύθμισης της κορυφής του παγόβουνου, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού τομέα. 



Τρία σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμά της, η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μοιάζει να κοπάζει. Η ανεργία και η φτώχεια αυξάνονται, τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα περιπλέκονται. Τι πήγε, λοιπόν, στραβά και αυτή τη φορά; Μήπως πρόλαβε κάποια από τις εναλλακτικές οικονομικές θεωρίες να εφαρμοστεί μέσα σε ένα χρόνο και απέτυχε να οδηγήσει σε διέξοδο από την κρίση; Ουδόλως. Τον τελευταίο χρόνο, το σύνολο της ρητορικής και των πρακτικών της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, αυτής της «πολυδάπανης σπατάλης χρόνου» είναι πιο κραταιό από ποτέ. Ο Economist αυτής της εβδομάδας έχει ήδη αλλάξει «πεδίο μάχης». Ο κεντρικός τίτλος του περιοδικού είναι σαφής: “The battle ahead: Confronting the public sector unions” («Η μάχη ενάντια στα συνδικάτα του δημόσιου τομέα», The Economist, 8-14 Ιανουαρίου 2011).
Στο άρθρο περιγράφονται δύο δίπολα: αφ΄ενός τα οπισθοδρομικά και αντιπαραγωγικά συνδικάτα όλων των χωρών ενάντια στις αντίστοιχες υπερχρεωμένες κυβερνήσεις, που για χρόνια «ενδίδουν» στις «υπερβολικές» διεκδικήσεις τους υπό το φόβο του πολιτικού κόστους, αφ΄ετέρου οι παράλογες απαιτήσεις των ευνοημένων δημόσιων υπαλλήλων ενάντια στον ορθολογικό ιδιωτικό τομέα.
Ας αντιπαρέλθουμε την ένσταση περί της αποτελεσματικότητας και της δυνατότητας αυτορρύθμισης του ιδιωτικού τομέα, η αποτυχία των οποίων (θα έπρεπε να) είναι, σύμφωνα τον Economist του 2009, παραπάνω από προφανής. Ποιές είναι αυτές οι απαιτήσεις που παρεμποδίζουν την ανάκαμψη των οικονομιών και σχετίζονται (σύμφωνα τον Economist του 2011) με τα αίτια της κρίσης, άρα είναι αυτές που επείγει να αντιμετωπίσουμε; Αντιγράφω: «Η μάχη με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα είναι κρίσιμο να κερδηθεί, διότι μέσα από αυτή προβάλλει μια μοναδική ευκαιρία: η μεταρρύθμιση του κράτους... Η μάχη αυτή πρέπει να αφορά τις παροχές... Οι άδειες είναι συχνά παράλογα γενναιόδωρες, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι οι συντάξεις... Ένα άλλο πεδίο μάχης πρέπει να είναι τα νομικά προνόμια των συνδικάτων. Η άμεση κατάργηση των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, σε μια περίοδο κατά την οποία οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αναμορφώσουν το δημόσιο τομέα κατά το πρότυπο του ιδιωτικού, είναι βέβαια υπερβολική. Αλλά το δικαίωμά τους στην απεργία πρέπει να περιοριστεί και οι κανόνες σχετικά με τις πολιτικές δωρεές, ακόμα και τη συμμετοχή στα συνδικάτα πρέπει να αλλάξουν έτσι ώστε κάθε εργαζόμενος να μπορεί να αποφασίζει αν θα συμμετάσχει» (The Economist, 8-14 Ιανουαρίου 2011). 

Πέραν του ότι η εμπειρική διερεύνηση του ρόλου των συνδικάτων σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη δεν αποδεικνύει ότι τα πρώτα εμποδίζουν τη δεύτερη, το σύνολο του επιχειρήματος της σχολής του εκσυγχρονισμού όσον αφορά τη μεταρρύθμιση και τους θεσμούς είναι προβληματικό. Όπως αναφέρει ο Ε. Τσακαλώτος «στην εκσυγχρονιστική σκέψη οι θεσμοί παρουσιάζονται ως εξωγενείς: εξετάζεται η ευνοϊκή ή δυσμενής επίδρασή τους στην οικονομία, αλλά δεν ξοδεύεται πολύς κόπος και χρόνος για ‘το πώς και γιατί’ συγκεκριμένοι θεσμοί βρέθηκαν σε μια συγκεκριμένη χώρα. Δεν εξηγούνται δηλαδή οι θεσμοί, αλλά χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν επιτυχημένες και αποτυχημένες περιπτώσεις οικονομικής αποτελεσματικότητας. Και τα δύο σκέλη, έτσι, είναι άκρως προβληματικά: από τη μια η υποτίμηση της ιστορικής διαμόρφωσης των θεσμών, και από την άλλη η ιδέα ότι οι θεσμοί είναι βασικά εκεί για να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ανταγωνιστικής οικονομίας» («Θεσμοί, Οικονομία, Εκσυγχρονισμός», http://rnbnet.gr/details.php?id=1268).
 
Όλα αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για την κυρίαρχη αντίληψη περί εξόδου από την κρίση. Το συμπέρασμα του περιοδικού προβάλλει αναντίρρητο: «η θεωρία μας είναι καλή, άλλα πράγματα είναι που φταίνε». Η θεωρία καλή, η πραγματικότητα (που δε συμφωνεί μαζί της) προβληματική και η ελαφρότητα του έγκυρου Εconomist αβάσταχτη.... 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια