Γράφει ο Χρήστος Μιχαηλίδης
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό για την «διαμαρτυρία των αγανακτισμένων» που, αναπάντεχα αλλά ευχάριστα, πλημμύρισε τη Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, και τον χώρο γύρω από τον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη.
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό γιατί μου τον έχουν καταστείλει, χρόνια τώρα, όσοι με λόγια, μόνο, προσπαθούσαν να μου τον αποσπάσουν. Μου τον έχουν καταστείλει, εκτός από τα λόγια και τις πράξεις τους, τα ίδια τους τα πρόσωπα. Η διαρκής και ολέθρια παρουσία τους στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Βουλευτές και υπουργοί. Νομάρχες και δήμαρχοι. Διευθυντές και
προϊστάμενοι. Βολεμένοι υπάλληλοι και προκλητικά ευνοημένοι και χοντρόπετσοι συνδικαλιστές. Αναλυτές της κάθε μέρας, και δημοσιογράφοι παντός καιρού – μέσα στους οποίους και ο εαυτός μου που επίσης, έπαψε εδώ και καιρό να με εμπνέει και να με ενθουσιάζει.
Μου φέρνει, όμως, χαρά και κάποια ελπίδα η εικόνα αυτών των χιλιάδων ανθρώπων που βγήκαν σε δρόμους και πλατείες, χωρίς πανό, χωρίς διατεταγμένα μπλοκ, χωρίς ντουντούκες και συνδικαλιστές κομματαρχαίους να δίνουν το σύνθημα, χωρίς πρόσωπα κουρασμένα από τον θυμό, και θυμωμένα από την κούραση. Τα μεγάλα συλλαλητήρια – καιρό τώρα το πίστευα – δεν απεικονίζουν παρά μόνο ένα μικρό μέρος της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, ήταν εμπλεκόμενη στη διαπλοκή. Συγκεκριμένα, στη διαπλοκή του κρατικού-κομματικού συστήματος με την ίδια τη ζωή μας. Γι’ αυτό και την πήραμε λάθος. Γι’ αυτό και σήμερα, μείναμε χωρίς αυτήν.
Οι χιλιάδες του Συντάγματος και του Λευκού Πύργου έρχονται από την Ελλάδα που μέχρι τώρα, όλοι τους αντιμετωπίζαμε κάπως γραφικά, κάπως συμπαθητικά, ως παιδιά του Facebook. Μάλιστα, η λεγόμενη «παραδοσιακή Αριστερά», με όλες σχεδόν τις παραφυάδες της, τους αντιμετώπιζε και τους αντιμετωπίζει περίπου ως «υπνοστετόν του συστήματος» αφού, λέει, «δεν είναι οργανωμένοι στην κοινή πάλη», άρα «δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα», έτσι που είναι «κλεισμένοι στη κοσμάρα τους».
Οι «αγανακτισμένοι κομματικές και ιδεολογικές ταμπέλες», ευτυχώς δεν είναι αυτό που κάποιοι θέλουν να τους «έχουν». Εργαζόμενοι άνθρωποι είναι – που απλώς δεν γουστάρουν κανένα εργασιακό καπέλωμα από κανέναν. Εάν έχουν πρόβλημα με τον εργοδότη τους (και σίγουρα έχουν), την τελευταία πόρτα που θα κτυπήσουν είναι εκείνη του «συνδικαλιστικού τους εκπροσώπου». Και πολύ καλά κάνουν.
Είναι προτιμότερο να ανοίγουν το λάπτοπ τους, να μπαίνουν στο Facebook, στα blogs ή οπουδήποτε αλλού, και να «επικοινωνούν» την οργή, τον καημό, την ανησυχία και την ελπίδα τους με άλλους ανθρώπους, που μπορεί να μην «εκλεγμένοι» ή «διαπιστευμένοι», αλλά τουλάχιστον τους καταλαβαίνουν καλύτερα. Αλλά, ακόμα και εάν διαφωνούν, το λένε ανοικτά. Δεν κοροϊδεύουν με παρηγορητικές μαλακίες του τύπου «η κυβέρνησή μας δεν θα αυξήσει τη φορολογία», ή «συνάδελφε, μην ανησυχείς, δεν θα περάσει η ασυδοσία του αφεντικού».
Χάρηκα πάρα πολύ που στη «συγκέντρωση των αγανακτισμένων», το συναίσθημα αυτό, η αγανάκτηση, εκφράστηκε όχι με γροθιές και ντουντούκες, ούτε με μολότωφ, δακρυγόνα και σπασμένα τζάμια, αλλά κυρίως δια της φυσικής, και μόνο, παρουσίας των πολιτών, και με μερικά πανό που έγραφαν «απλές αλήθειες» και όχι εξαγριωμένα και γερασμένα συνθήματα του τύπου «κάτω τα χέρια…».
Χάρηκα πολύ που, διαβάζοντας στο Facebook τα λόγια όσων συμμετείχαν, βρήκα απείρως μεγαλύτερη ουσία απ’ ό,τι έχω βρει τόσα χρόνια στις δηλώσεις πολιτικών, κομματαρχαίων και συνδικαλιστών. Ένας νέος, 28 ετών, που εργάζεται σε καφετέρια στο Μπραχάμι, είπε πολύ απλά και ωραία: «Θα ήθελα να έβλεπα έναν πολιτικό, προτού αποφασίσει τη λήψη κάποιου μέτρου, να έρθει και να δουλέψει μια μέρα σε οποιαδήποτε δουλειά, και μετά να σκεφτεί τι να κάνει».
Μια κοπέλα, από τη Νέα Σμύρνη, που ακούει στο όνομα «Μάχη», έγραψε τη δική της «κοινωνική σελίδα»: «Να κάνουμε θυσίες, εντάξει. Αλλά, από ποιους τα ζητάνε; Έχουν αναρωτηθεί αν αντέχουμε; Ποιοι αντέχουν; Ποιοί είναι ακόμα ανέγγιχτοι από κάθε μέτρο;»
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό και να πω ότι «κάπως ξυπνάμε». Απλώς, βήμα-βήμα, κτίζω μέσα μου την εικόνα μιας άλλης κατάστασης, που είναι εφικτή. Κάνω στοπ-καρέ στα ωραία πρόσωπα των αγανακτισμένων, και πάω να τους συναντήσω στα στέκια των μη οργανωμένων, με την ελπίδα να μείνουν, να μείνουμε έτσι. Μη οργανωμένοι.
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό για την «διαμαρτυρία των αγανακτισμένων» που, αναπάντεχα αλλά ευχάριστα, πλημμύρισε τη Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, και τον χώρο γύρω από τον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη.
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό γιατί μου τον έχουν καταστείλει, χρόνια τώρα, όσοι με λόγια, μόνο, προσπαθούσαν να μου τον αποσπάσουν. Μου τον έχουν καταστείλει, εκτός από τα λόγια και τις πράξεις τους, τα ίδια τους τα πρόσωπα. Η διαρκής και ολέθρια παρουσία τους στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Βουλευτές και υπουργοί. Νομάρχες και δήμαρχοι. Διευθυντές και
προϊστάμενοι. Βολεμένοι υπάλληλοι και προκλητικά ευνοημένοι και χοντρόπετσοι συνδικαλιστές. Αναλυτές της κάθε μέρας, και δημοσιογράφοι παντός καιρού – μέσα στους οποίους και ο εαυτός μου που επίσης, έπαψε εδώ και καιρό να με εμπνέει και να με ενθουσιάζει.
Μου φέρνει, όμως, χαρά και κάποια ελπίδα η εικόνα αυτών των χιλιάδων ανθρώπων που βγήκαν σε δρόμους και πλατείες, χωρίς πανό, χωρίς διατεταγμένα μπλοκ, χωρίς ντουντούκες και συνδικαλιστές κομματαρχαίους να δίνουν το σύνθημα, χωρίς πρόσωπα κουρασμένα από τον θυμό, και θυμωμένα από την κούραση. Τα μεγάλα συλλαλητήρια – καιρό τώρα το πίστευα – δεν απεικονίζουν παρά μόνο ένα μικρό μέρος της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, ήταν εμπλεκόμενη στη διαπλοκή. Συγκεκριμένα, στη διαπλοκή του κρατικού-κομματικού συστήματος με την ίδια τη ζωή μας. Γι’ αυτό και την πήραμε λάθος. Γι’ αυτό και σήμερα, μείναμε χωρίς αυτήν.
Οι χιλιάδες του Συντάγματος και του Λευκού Πύργου έρχονται από την Ελλάδα που μέχρι τώρα, όλοι τους αντιμετωπίζαμε κάπως γραφικά, κάπως συμπαθητικά, ως παιδιά του Facebook. Μάλιστα, η λεγόμενη «παραδοσιακή Αριστερά», με όλες σχεδόν τις παραφυάδες της, τους αντιμετώπιζε και τους αντιμετωπίζει περίπου ως «υπνοστετόν του συστήματος» αφού, λέει, «δεν είναι οργανωμένοι στην κοινή πάλη», άρα «δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα», έτσι που είναι «κλεισμένοι στη κοσμάρα τους».
Οι «αγανακτισμένοι κομματικές και ιδεολογικές ταμπέλες», ευτυχώς δεν είναι αυτό που κάποιοι θέλουν να τους «έχουν». Εργαζόμενοι άνθρωποι είναι – που απλώς δεν γουστάρουν κανένα εργασιακό καπέλωμα από κανέναν. Εάν έχουν πρόβλημα με τον εργοδότη τους (και σίγουρα έχουν), την τελευταία πόρτα που θα κτυπήσουν είναι εκείνη του «συνδικαλιστικού τους εκπροσώπου». Και πολύ καλά κάνουν.
Είναι προτιμότερο να ανοίγουν το λάπτοπ τους, να μπαίνουν στο Facebook, στα blogs ή οπουδήποτε αλλού, και να «επικοινωνούν» την οργή, τον καημό, την ανησυχία και την ελπίδα τους με άλλους ανθρώπους, που μπορεί να μην «εκλεγμένοι» ή «διαπιστευμένοι», αλλά τουλάχιστον τους καταλαβαίνουν καλύτερα. Αλλά, ακόμα και εάν διαφωνούν, το λένε ανοικτά. Δεν κοροϊδεύουν με παρηγορητικές μαλακίες του τύπου «η κυβέρνησή μας δεν θα αυξήσει τη φορολογία», ή «συνάδελφε, μην ανησυχείς, δεν θα περάσει η ασυδοσία του αφεντικού».
Χάρηκα πάρα πολύ που στη «συγκέντρωση των αγανακτισμένων», το συναίσθημα αυτό, η αγανάκτηση, εκφράστηκε όχι με γροθιές και ντουντούκες, ούτε με μολότωφ, δακρυγόνα και σπασμένα τζάμια, αλλά κυρίως δια της φυσικής, και μόνο, παρουσίας των πολιτών, και με μερικά πανό που έγραφαν «απλές αλήθειες» και όχι εξαγριωμένα και γερασμένα συνθήματα του τύπου «κάτω τα χέρια…».
Χάρηκα πολύ που, διαβάζοντας στο Facebook τα λόγια όσων συμμετείχαν, βρήκα απείρως μεγαλύτερη ουσία απ’ ό,τι έχω βρει τόσα χρόνια στις δηλώσεις πολιτικών, κομματαρχαίων και συνδικαλιστών. Ένας νέος, 28 ετών, που εργάζεται σε καφετέρια στο Μπραχάμι, είπε πολύ απλά και ωραία: «Θα ήθελα να έβλεπα έναν πολιτικό, προτού αποφασίσει τη λήψη κάποιου μέτρου, να έρθει και να δουλέψει μια μέρα σε οποιαδήποτε δουλειά, και μετά να σκεφτεί τι να κάνει».
Μια κοπέλα, από τη Νέα Σμύρνη, που ακούει στο όνομα «Μάχη», έγραψε τη δική της «κοινωνική σελίδα»: «Να κάνουμε θυσίες, εντάξει. Αλλά, από ποιους τα ζητάνε; Έχουν αναρωτηθεί αν αντέχουμε; Ποιοι αντέχουν; Ποιοί είναι ακόμα ανέγγιχτοι από κάθε μέτρο;»
Δεν θα παρασυρθώ σε ενθουσιασμό και να πω ότι «κάπως ξυπνάμε». Απλώς, βήμα-βήμα, κτίζω μέσα μου την εικόνα μιας άλλης κατάστασης, που είναι εφικτή. Κάνω στοπ-καρέ στα ωραία πρόσωπα των αγανακτισμένων, και πάω να τους συναντήσω στα στέκια των μη οργανωμένων, με την ελπίδα να μείνουν, να μείνουμε έτσι. Μη οργανωμένοι.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου