Η κρατική παραλυσία προ των πυλών;

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Στη χώρα μας κάποιες διεθνείς τάσεις, σε όλους τους τομείς, από την τέχνη και τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και την πολιτική ως την οικονομία και την τεχνολογία, έρχονται με σχετική καθυστέρηση. Δε θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο με τους λόγους αυτής της ελληνικής ιδιοτυπίας. Η ανάλυση δύο πρακτικών και οι πολιτικές προτάσεις που μπορούν να συνδυαστούν με αυτές, ίσως και να πρόσφεραν μακροϊστορικές αποκρίσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο είναι κεντρικό για την ελληνική κοινωνία, εφόσον συνδέεται με την παραγωγή σκέψης σε όλα τα πεδία της κοινωνικής πράξεως. Οι δύο αυτές πρακτικές είναι η “μίμησις” και η “μετάφρασις”.
Μετά από αυτή την εισαγωγική παρέκβαση επανέρχομαι στην επικαιρότητα. Το επόμενα χρόνια θα κριθεί το μέλλον της χώρας για δεκαετίες. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομικής κρίσης και της “παγίδας του χρέους” αποτελούν κρίσιμα μεγέθη για την ιστορική ύπαρξη του έθνους. Υπό αυτή την έννοια κάθε ανάλυση και κάθε πολιτικός προσανατολισμός θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ΄ όψιν του τις οικονομικές και διεθνοπολιτικές τάσεις της ιστορικής συγκυρίας.
Στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια εφαρμογής της αλλαγής υποδείγματος για τη μετάβαση σε έναν πολιτισμό «μετάφρασης», θα παρουσιάσω τις θέσεις που αναπτύσσει σε ένα άρθρο του ο κοινωνιολόγος Wolfgang Streeck, διευθυντής του Ιδρύματος για την Κοινωνική Έρευνα Max Planck (Κολωνίας). Το άρθρο φέρει τον τίτλο “Ένα φορτίο για γενιές” και δημοσιεύτηκε στις 10 Μαρτίου 2009.
Ο Wolfgang Streeck απαντάει σε ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί οικονομολόγους και πολιτικούς: έχει το προβάδισμα η “πολιτική” ή η “οικονομία”;
Η απάντηση δε φαίνεται να είναι δύσκολη: “Σήμερα φαίνεται να υπάρχει ολότελα συναίνεση, ότι η εποχή της φιλελευθεροποίησης έχει περάσει, ανεξαρτήτως εάν κανείς αυτό το φοβάται  ή  εάν το προσέμενε από καιρό”. Η φορά των πραγμάτων έχει αλλάξει: “Το κράτος επιστρέφει: ως ρυθμιστικός θεσμός, εθνικώς ή σε υπερεθνική συνομοσπονδία, ως χρηματοδότης ή και σαν ιδιοκτήτης τραπεζών και βιομηχανική επιχείρηση, ως σχεδιαστής των αγορών και προστάτης των εργαζομένων”.  Μακροπρόθεσμα, όμως, κάτι τέτοιο μπορεί να μην οδηγήσει στην ενδυνάμωση του κράτους, αλλά στην αποδυνάμωσή του και στην απώλεια του πεδίου δράσης του.
Ο κίνδυνος αυτής της αποδυνάμωσης προέρχεται από τα διογκούμενα χρέη: τα χρέη καθορίζουν τι είδους πολιτική μπορεί να ασκηθεί. Η σημερινή κρίση μάλλον θα θεωρείται για πολλά χρόνια η τελευταία και η δυναμική παρέμβαση των κρατών της “Δύσης”, μάλλον, δεν θα μπορεί να επαναληφθεί. Τα κράτη δε θα μπορέσουν να σώσουν ακόμη μια φορά τον καπιταλισμό: “οι κρατικοποιήσεις μπορούν να ανακληθούν πολύ πιο εύκολα από ό,τι τα χρέη”.
Δίχως άλλο “μπορούμε να αφηγηθούμε την ιστορία της οικονομικής κρίσης με τον πιο καλό τρόπο, αν το κράτος εμφανιστεί σε αυτήν όχι ως ο κυρίαρχος που έχει επιστρέψει, αλλά ως το θύμα ενός ισχυρού εκβιασμού”. Είναι εξάλλου δεδομένο ότι αυτοί που κατέστρεψαν το οικονομικό σύστημα, είναι βέβαιοι ότι στη δυσκολία τους θα έχουν αρωγούς τους τις κυβερνήσεις: “Οι τράπεζες, που δεν εμπιστεύονται τους ομοίους τους και για αυτό κλείνουν τη στρόφιγγα στην οικονομία, δεν πιάνουν μόνο αυτή ως όμηρο, αλλά τον πληθυσμό συνολικώς”.
Ότι το κράτος πληρώνει στο τέλος τα “σπασμένα”, όταν αποτυγχάνουν οι αγορές, δεν είναι κάτι καινοφανές. “Δεν αυξήθηκε τυχαίως η κρατική χρέωση στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες εδώ και δεκαετίες. Τα ελλείμματα στους δημόσιους προϋπολογισμούς καθιστούν διαθέσιμους πόρους για παροντική πολιτική. Καθιστούν δυνατό το κλείσιμο της τρύπας μεταξύ των απαιτήσεων της κοινωνίας προς το κράτος και των μέσων, τα οποία αυτή του επιτρέπει. Μόνο έτσι φαίνεται να μπορεί να ειρηνεύει η κρατική πολιτική μια σειρά από συγκρούσεις, οι οποίες αλλιώς θα διαρρήγνυαν την οικονομία και την κοινωνία – όπως [τη σύγκρουση] μεταξύ ιδιοκτητών κεφαλαίου και εργαζομένων”.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 μπορούσε να καλυφθεί στις κοινωνίες της Δύσης αυτή η τρύπα μεταξύ προσφοράς εργασίας και ζήτησης εργασίας δια μέσου της “υφέρπουσας απαλλοτρίωσης ιδιοκτησίας κεφαλαίων” μέσω ενός υψηλού δείκτη πληθωρισμού, από τη στιγμή, όμως, που ο πληθωρισμός ηττήθηκε τις επόμενες δεκαετίες, απόμενε μόνο ένας τρόπος, για τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων για να ανταποκριθούν στις πιέσεις της κοινωνίας: ο δανεισμός.
Υπάρχει μια σταθερή αύξηση των δανείων για την καταπολέμηση της κρίσης και αυτό καθιστά το δανεισμό μια συνηθισμένη πρακτική, business as usual. Αλλά το ερώτημα, για τον W. Streeck, είναι: “Πόσο ακόμη μπορεί να προχωρήσει η αύξηση ενός όλο και μεγαλύτερου κρατικού χρέους;” Ένα είναι βέβαιο, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να διαρκεί “αιωνίως”.
Το ερώτημα, αν ο υψηλός δανεισμός επιδρά στη συνολική οικονομική ανάπτυξη, είναι ένα ερώτημα, που αφήνει ο κοινωνιολόγος στους ειδικούς, αλλά “σε κάθε περίπτωση μειώνει την πολιτική ικανότητα δράσης του κράτους, και δη για μακρό χρονικό διάστημα και στην οριακή κατάσταση την εκμηδενίζει”. Στον γερμανικό προϋπολογισμό του έτους 1970 αντιστοιχούσαν 43% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, στη δυνατότητα άσκησης πολιτικής από το κράτος, αφαιρούμενων των δαπανών για τις συντάξεις, την άμυνα, την κοινωνική ασφάλιση και την εξυπηρέτηση του χρέους, το έτος 2005 το ποσοστό αυτό μειώθηκε κάτω του 19%. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο μέλλον “η πολιτική δε θα είναι τίποτε περισσότερο από την τακτοποίηση των λογαριασμών από κληρονομημένες υποχρεώσεις”.
Από την άλλη, “η γραμμή του κρατικού δανεισμού από το 1970 θα συνεχισθεί, αν δεν καμπυλωθεί μάλιστα και προς τα άνω”, σημειώνει ο διευθυντής του Max Planck της Κολωνίας, προσθέτοντας ότι η ρήση της Margaret Thatcher, “There is no alternative”, η περίφημη ΤΙΝΑ, κυριαρχεί στη συγκυρία. Αλλά ότι “δεν υπάρχει σε κάτι καμία εναλλακτική, δε σημαίνει, ότι αυτό δεν οδηγεί στην καταστροφή. Το γνωρίζουμε από την ελληνική τραγωδία”. Κανείς δεν μιλάει για αυτό που φαίνεται στον ορίζοντα: “τα ελλείμματα των προϋπολογισμών θα αυξηθούν πάλι και η εξυπηρέτηση του χρέους θα απαιτεί ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του φορολογικών εσόδων”.
Είτε γίνουν προσπάθειες να μειωθούν τα χρέη, είτε όχι, “τα λύτρα στις τράπεζες και στις βιομηχανίες θα αλλάξουν ριζικώς το πολιτικό παιχνίδι”. Ένα διαφορετικό υπόδειγμα ισοσκελισμού του χρέους παρατηρεί ο Wolfgang Streeck στα σκανδιναβικά κράτη της δεκαετίας του 1990: “ότι τα σκανδιναβικά κράτη κατόρθωσαν να ισοσκελίσουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους στη δεκαετία του 1990, οφείλεται στο ότι ήταν και παραμένουν σοσιαλδημοκρατικά κυριαρχούμενα κράτη με υψηλή φορολόγηση”. Εδώ προσθέτει ο Γερμανός κοινωνιολόγος και μια ακόμη σημαντική διαπίστωση της διεθνούς έρευνας: “Σε διεθνή σύγκριση φαίνεται, ότι οι συντηρητικές κυβερνήσεις, αν δεν έχουν άλλη εναλλακτική, προτιμούν τον κρατικό δανεισμό (χρέη) από τους φόρους. Η υψηλότερη φορολόγηση αγγίζει προπαντός την πελατεία τους, ο μεγαλύτερος κρατικός δανεισμός ακινητοποιεί την κρατική πολιτική αναδιανομής”.
Σύμφωνα με τον Wolfgang Streeck, “το τέλος της ικανότητας δράσης του κράτους είναι ορατό”.

O  Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια