Ν. Λυγερός
Όσοι δίνουν έμφαση στο ρόλο της Τουρκίας όσον αφορά στο θέμα της ΑΟΖ, το κάνουν λόγω συνήθειας και όχι αξιολόγησης των δεδομένων. Για να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημα σε όλους, αρκεί να εξετάσουμε το θεωρητικό παράδειγμα που ακολουθεί. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι ξαφνικά η Τουρκία αλλάζει γνώμη και είναι απόλυτα θετική προς εμάς και θέλει μάλιστα να συνεργαστεί. Τότε θα κάνουμε άμεσα μία συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ μας μέσω της μέσης γραμμής και θα υπάρχει βέβαια και πλαίσιο συνεκμετάλλευσης, αν βρεθεί κοίτασμα ακριβώς πάνω σε αυτή την γραμμή. Το ερώτημα που ακολουθεί είναι απλό. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τα μεγάλα κοιτάσματα που βρίσκονται στην ελληνική ΑΟΖ; Και η απάντηση είναι κατατοπιστική: όχι! Ας εξετάσουμε τώρα αναλυτικά το λόγο. Τα μεγάλα κοιτάσματα-στόχοι βρίσκονται όλα μακριά από το χερσαίο μέρος. Αυτά που βρίσκονται στο Ιόνιο χρειάζονται μια συμφωνία με την Αλβανία και ακόμα περισσότερο με την Ιταλία. Τα κοιτάσματα που βρίσκονται Νότια της Κρήτης, και είναι από τα μεγαλύτερα, χρειάζονται μια συμφωνία με τη Λιβύη. Τα κοιτάσματα που βρίσκονται στο ελληνικό μέρος της λεκάνης Ηροδότου χρειάζονται μια συμφωνία με την Κύπρο και ακόμα περισσότερο με την Αίγυπτο. Έτσι κατανοούμε ότι μια συμφωνία με την Τουρκία δεν αφορά ουσιαστικά τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά θα είναι μια τυπική διπλωματική συμφωνία χωρίς να ακολουθήσουν απολαβές και αυτό μάλιστα από τις δύο πλευρές. Αυτό το γεγονός βέβαια είναι γνωστό στους ειδικούς των δύο χωρών. Κατά συνέπεια το να ασχολούμαστε συνεχώς με αυτό το θέμα, είναι απλώς, θέμα συνήθειας και όχι επενδυτικής στρατηγικής. Έτσι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρχίσουμε της διαπραγματεύσεις με αυτόν τον τρόπο και το απέδειξε περίτρανα και επί του πρακτέου η Κύπρος που έχει κάνει ήδη δυο γύρους παραχωρήσεων με μεγάλη επιτυχία δίχως κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Η στρατηγική που πρέπει επομένως να μας απασχολεί είναι η υπογραφή συμφωνιών με χώρες που είναι θετικές στο πνεύμα του Δικαίου της Θάλασσας και που βρίσκονται στις περιοχές αμέσου ενδιαφέροντος για να μπορέσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται να αξιοποιήσουμε επιτελούς την ελληνική ΑΟΖ και να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό που υποφέρει από αυτήν την οικονομική κατάσταση. Δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβούμε με δευτερεύοντα πράγματα, την ώρα που πρέπει να εφαρμόσουμε μια οριζόντια στρατηγική που συνδέει τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου σε ένα κοινό πλαίσιο, όπου μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και να παίξουμε συμμαχικά με την Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει επίσης να αξιοποιήσουμε το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και ειδικά τον ενεργειακό οδηγό 2020 και 2050, ο οποίος δίνει έμφαση στην Αρκτική και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου παίζουμε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους. Ας επικεντρωθούμε σε αυτό, αντί να χάνουμε χρόνο όπως έγινε τόσα χρονιά δίχως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, κι ας ακολουθήσαμε την μεθοδολογία της Κύπρου. Το έχουμε ανάγκη ως στρατηγική και διαθέτουμε ένα τεράστιο συμμαχικό πλαίσιο, ας το αξιοποιήσουμε λοιπόν με την αξιοπρέπειά μας και τις αξίες μας που είναι διαχρονικές.
Όσοι δίνουν έμφαση στο ρόλο της Τουρκίας όσον αφορά στο θέμα της ΑΟΖ, το κάνουν λόγω συνήθειας και όχι αξιολόγησης των δεδομένων. Για να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημα σε όλους, αρκεί να εξετάσουμε το θεωρητικό παράδειγμα που ακολουθεί. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι ξαφνικά η Τουρκία αλλάζει γνώμη και είναι απόλυτα θετική προς εμάς και θέλει μάλιστα να συνεργαστεί. Τότε θα κάνουμε άμεσα μία συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ μας μέσω της μέσης γραμμής και θα υπάρχει βέβαια και πλαίσιο συνεκμετάλλευσης, αν βρεθεί κοίτασμα ακριβώς πάνω σε αυτή την γραμμή. Το ερώτημα που ακολουθεί είναι απλό. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τα μεγάλα κοιτάσματα που βρίσκονται στην ελληνική ΑΟΖ; Και η απάντηση είναι κατατοπιστική: όχι! Ας εξετάσουμε τώρα αναλυτικά το λόγο. Τα μεγάλα κοιτάσματα-στόχοι βρίσκονται όλα μακριά από το χερσαίο μέρος. Αυτά που βρίσκονται στο Ιόνιο χρειάζονται μια συμφωνία με την Αλβανία και ακόμα περισσότερο με την Ιταλία. Τα κοιτάσματα που βρίσκονται Νότια της Κρήτης, και είναι από τα μεγαλύτερα, χρειάζονται μια συμφωνία με τη Λιβύη. Τα κοιτάσματα που βρίσκονται στο ελληνικό μέρος της λεκάνης Ηροδότου χρειάζονται μια συμφωνία με την Κύπρο και ακόμα περισσότερο με την Αίγυπτο. Έτσι κατανοούμε ότι μια συμφωνία με την Τουρκία δεν αφορά ουσιαστικά τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά θα είναι μια τυπική διπλωματική συμφωνία χωρίς να ακολουθήσουν απολαβές και αυτό μάλιστα από τις δύο πλευρές. Αυτό το γεγονός βέβαια είναι γνωστό στους ειδικούς των δύο χωρών. Κατά συνέπεια το να ασχολούμαστε συνεχώς με αυτό το θέμα, είναι απλώς, θέμα συνήθειας και όχι επενδυτικής στρατηγικής. Έτσι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρχίσουμε της διαπραγματεύσεις με αυτόν τον τρόπο και το απέδειξε περίτρανα και επί του πρακτέου η Κύπρος που έχει κάνει ήδη δυο γύρους παραχωρήσεων με μεγάλη επιτυχία δίχως κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Η στρατηγική που πρέπει επομένως να μας απασχολεί είναι η υπογραφή συμφωνιών με χώρες που είναι θετικές στο πνεύμα του Δικαίου της Θάλασσας και που βρίσκονται στις περιοχές αμέσου ενδιαφέροντος για να μπορέσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται να αξιοποιήσουμε επιτελούς την ελληνική ΑΟΖ και να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό που υποφέρει από αυτήν την οικονομική κατάσταση. Δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβούμε με δευτερεύοντα πράγματα, την ώρα που πρέπει να εφαρμόσουμε μια οριζόντια στρατηγική που συνδέει τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου σε ένα κοινό πλαίσιο, όπου μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και να παίξουμε συμμαχικά με την Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει επίσης να αξιοποιήσουμε το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και ειδικά τον ενεργειακό οδηγό 2020 και 2050, ο οποίος δίνει έμφαση στην Αρκτική και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου παίζουμε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους. Ας επικεντρωθούμε σε αυτό, αντί να χάνουμε χρόνο όπως έγινε τόσα χρονιά δίχως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, κι ας ακολουθήσαμε την μεθοδολογία της Κύπρου. Το έχουμε ανάγκη ως στρατηγική και διαθέτουμε ένα τεράστιο συμμαχικό πλαίσιο, ας το αξιοποιήσουμε λοιπόν με την αξιοπρέπειά μας και τις αξίες μας που είναι διαχρονικές.
0 Σχόλια
Αποφύγετε τις ύβρεις για να μην αναγκαζόμαστε να διαγράφουμε.Είμαστε υπέρ της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου